Εκδόσεις GEMA, Αθήνα 2010
Η θέση του παιδιού στην ελληνική αρχαιότητα είναι ένα μεγάλο και σύνθετο ζήτημα. Αρχίζει με ερωτήματα επί των προϋποθέσεων, όπως λ.χ. Τί είναι παιδί; Η λέξη παιδί είναι προσδιοριστικό χρόνου (ηλικίας) ή συμπεριφοράς; Κάθε χρονική περίοδος στη ζωή του ανθρώπου ταυτίζεται με ένα καθορισμένο τρόπο συμπεριφοράς; Το να είσαι παιδί καθορίζεται από το χρόνο ή από την κοινότητα στην οποία ανήκεις; Τι σημαίνει είμαι παιδί για την ύπαρξη; Πως το παιδί αντιλαμβάνεται την παιδικότητά του και πως το μη παιδί την υπέρβασή της; (Και πρόκειται για υπέρβαση ή για απόρριψη;) Τα παιδία παίζει – αυτό σημαίνει ότι μόνο το παιδί παίζει ή ότι καθένας που παίζει είναι παιδί; Τί σημαίνει παίζω, τί είναι παιχνίδι;
Στους προϊστορικούς χρόνους το παιδί ήταν μια ηλικία που κρατούσε αρκετά χρόνια. Σήμαινε την περίοδο που δεν μπορούσε να συμμετάσχει πρωτογενώς στην εύρεση τροφής (κυνήγι, αργότερα γεωργία κλπ.) Αυτό είναι επακόλουθο του δεδομένου ότι ο άνθρωπος, σε αντίθεση με τα ζώα, έχει εξαιρετικά μεγάλη περίοδο εκμάθησης και ανάπτυξης ικανοτήτων έως ότου να φροντίσει τον εαυτό του. Αυτό το στοιχείο καθορίζει και τη διαφορά ανάμεσα στο χρονικό εύρος της παιδικής ηλικίας στο κορίτσι και το αγόρι: το τέλος της παιδικής ηλικίας στο κορίτσι ορίζεται από την πρώτη ένδειξη αίματος γονιμότητας, ενώ στο αγόρι από την ώρα που οι άνδρες θα του εμπιστευθούν μια θέση δίπλα τους στον πόλεμο ή στο ομαδικό κυνήγι.
Στους προϊστορικούς χρόνους έφθασαν στην Ελλάδα ως εισβολείς οι Ινδοευρωπαϊκοί λαοί. Αυτοί απορρόφησαν την παλιά θρησκεία μέσα στη δική τους. Η παλιά θρησκεία ήταν λατρεία της Μεγάλης Θεάς, δηλαδή της Γης και της γονιμότητας. Σύμβολό της είχε το φίδι, το χθόνιο ζώο. Κέντρο αυτής της θρησκείας στην Ελλάδα ήταν η Κρήτη και οι περιοχές όπου ζούσαν Κρήτες (Βοιωτία, Λοκρίδα, Αθήνα κλπ) Οι Ινδοευρωπαίοι έβαλαν στη θέση του φιδιού το παιδί: αυτό είναι είτε σύμβολο του ουρανού ή του ήλιου. Εμφανίζεται η μυθολογία όπου το παιδί συντρίβει το φίδι, τη λατρεία του και την κυριαρχία του. Εκεί ανάγεται ο μύθος του Ηρακλή που βρέφος ακόμη πνίγει τα φίδια, εκεί, βέβαια και η Αθηνά που μένει γυναίκα (Θεά) έχοντας σύμβολό της και το φίδι, αλλά είναι κόρη βγαλμένη όχι από μήτρα μα από το κεφάλι του ουράνιου θεού. Εκεί και του Απόλλωνα που συντρίβει το φίδι (Πύθωνα) και το απορροφά στη δική του λατρεία με τη γενική ονομασία που κάθε πρωθιέρειά του έπαιρνε: Πυθία. Οι αγώνες προς τιμήν του θεού λέγονταν Πύθεια, τους νικητές όμως δεν τους στεφάνωνε η Πυθία αλλά ένα παιδί. Ο Ηράκλειτος, που έδειξε τον σεβασμό του για τον Απόλλωνα, θα αναφερθεί στο παιδί ως θεό: «αιών παις εστί παίζων, πεσσεύων. παιδός η βασιληίη” (Diels, απ. 52).
Με το παιδί του μύθου ασχολείται κυρίως το βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Οι Έλληνες παίδες στην αρχαιότητα». Μολονότι έχει καλή φιλολογική ραχοκοκκαλιά, η συγγραφέας δεν γράφει ένα ακαδημαϊκό βιβλίο. Η Λαδιά αγαπάει την ελληνική αρχαιότητα, είναι μαγεμένη από αυτήν και γράφει εκ του περισσεύματος της καρδίας της. Λατρεύει το μύθο και κινείται μέσα στους διαδρόμους του με την άνεση του αρχαίου μυθογράφου. Αλλά είναι και ιέρεια που ο ναός της είναι τα Μουσεία. Δεν γνωρίζω άλλο συγγραφέα που να στηρίζεται όχι μόνο ή όχι τόσο στα κείμενα, όσο στα αγγεία και τα αγάλματα. Η Λαδιά δεν παραθεωρεί τα κείμενα – κάθε άλλο. Αλλά πηγαίνει στα Μουσεία, και μιλάει, μ ιλάει με τις μορφές που τις βλέπει και τις ανασταίνει εντός της. Ο αναγνώστης το καταλαβαίνει αυτό: καθώς διαβάζει, συνειδητοποιεί ότι η συγγραφέας δεν περιγράφει αλλά απευθύνεται σε αυτό που θα περίμενες να περιγράψει.
Πολλοί λόγιοι υποστηρίζουν ότι στην ελληνική αρχαιότητα το παιδί είχε εξαιρετικά φροντισμένη αγωγή. Όμως,αυτό δεν είναι αλήθεια. Δεν λήγει την ίδια περίοδο η παιδική ηλικία του παιδιού ενός δούλου και του παιδιού ενός πολίτη. Ούτε καν μεταξύ του παιδιού ενός άρχοντα κι ενός εργάτη. Ο Πλάτων μας πληροφορεί ότι τα παιδιά των αρχόντων «αρχίζουν τη μαθητεία στους δασκάλους σε πολύ πρώιμη ηλικία και την τελειώνουν σε πολύ όψιμη» (Πρωταγόρας 326d). Η διαφορά διάρκειας της εκπαίδευσης υποδηλώνει και διαφορά διάρκειας της παιδικής ηλικίας. Στη Σπάρτη, όμως, τα πράγματα ήταν διαφορετικά: ο μικρός Σπαρτιάτης υποχρεωνόταν να εγκαταλείψει τη μητέρα του στα 7 του χρόνια και να ενταχθεί σε μονάδα εκπαίδευσης της πολιτείας έως ότου γίνει 20 ετών. Στην Αθήνα δεν έφευγε από το σπίτι, πήγαινε σχολείο περίπου 7 ετών για 3-4 χρόνια να μάθει γραφή κι ανάγνωση τουλάχιστον, και μετά είτε βοηθούσε τον πατέρα του στη δουλειά, είτε συνέχιζε την καλλιέργειά του έως ότου γίνει 18 ετών. Τότε άρχιζε η μετεφηβική του ηλικία και πήγαινε στο στρατό. Άρα, μιλάμε για περίπου ίδια ηλικία λήξης της παιδικών χρόνων: διαρκεί περίπου 18-20 χρόνια για τα αγόρια των πλουσίων, και 13-15 για τα αγόρια των εργατών και για τα κορίτσια, πλούσια και φτωχά.
Η Ελένη Λαδιά δεν κάνει μια ιστορία της παιδικής ηλικίας στην αρχαιότητα. Ούτε βέβαια μια προσέγγιση του θέματος από την σκοπιά των κοινωνικών επιστημών. Θέλει μόνο να δώσει στον αναγνώστη της ένα μέρος της μυθικής ψυχής που συνήθως δεν το προσέχουμε, απορροφημένοι καθώς είμαστε από τα εντυπωσιακά επιτεύγματα. Δεν την ενδιαφέρει να αναπτύξει ερμηνείες του μύθου. Και σε αυτό, όπως και στα άλλα της βιβλία με θέμα την αρχαιότητα, θέλει να μας μυήσει, όχι να μας διδάξει. Θέλει να μας κάνει να κοιτάξουμε το μύθο με τη λεπτότητα και τρυφερότητα που του αρμόζει, δεν θέλει να μας γεμίσει πληροφορίες. Η Ελένη Λαδιά είναι ξεναγός μας. Όχι σε μια περιοχή, όχι σε ένα αντικείμενο, αλλά στην ίδια την ψυχή του μυθικού λόγου.
Στο βιβλίο αυτό, η συγγραφέας έχει ένα τμήμα όπου μεταφέρει και σχολιάζει απόψεις των αρχαίων για την εκπαίδευση των νέων. Είναι άξιο προσοχής, ασφαλώς, το γεγονός της προσοχής των αρχαίων για την εκπαίδευση και την ευρύτερη παιδεία των νέων. Οι αρχαίοι θεωρούν αυτονόητο ότι όλοι συμφωνούμε ποιός είναι ο νέος και ποιό το παιδί. Θεωρούν αμετακίνητη (άρα βιολογικό δεδομένο και όχι μέρος του φαντασιακού) το πότε είναι κανείς παιδί, πότε έφηβος και πότε άνδρας. Επίσης, έχουν μια αλλόκοτη πεποίθηση στη δύναμη της παιδείας, πολλές φορές μάλιστα της αποδίδουν δύναμη ικανή να λυτρώσει την κοινωνία από τα κακά. Θα μπορούσε κανείς να συζητήσει τις προϋποθέσεις αυτών των θεωριών και να ασκήσει τον έλεγχό τους. Αλλά δεν θέλω να κάνω τέτοιο έργο σε αυτό το σημείωμα. Εδώ θέλω μόνο να επισημάνω την ικανότητα της Ελένης Λαδιά να βοηθά τον αναγνώστη και στην προσπέλαση των κειμένων, και των πιό ερμητικών ακόμη.
Καταλήγοντας, θα ήθελα να παροτρύνω τον αναγνώστη να διαβάσει Ελένη Λαδιά, αν θέλει να μπεί στον κόσμο της ελληνικής αρχαιότητας με έναν ξεναγό που θα του μιλάει φορτισμένη συγκινησιακά, κι όχι να του δίνει αδιάφορα ξερές πληροφορίες.
₪
Άλλα αρχαιογνωστικά βιβλία της Ελένης Λαδιά (επιλογή) : Οι Ορφικοί Ύμνοι, και οι Ομηρικοί Ύμνοι βεβαίως (με τον Δ. Παπαδίτσα), Τα ψυχομαντεία και ο υποχθόνιος κόσμος των Ελλήνων, Μυθολογικά παράδοξα κι ένα διήγημα, Θεών και ανθρώπων συναντήσεις.
Πηγή: ΕΠΑΓΩΓΗ