Παιδιά μου, σᾶς ἔχασα πρίν ἀπό πάμπολλα ἔτη, σέ τόπο πού ἔχω λησμονήσει. Σκορπιστήκατε σάν πετεινά τοῦ οὐρανοῦ σέ ὁλόκληρη τήν γῆ. Σᾶς ἀναζητοῦσα μέ μιά ἄγρια ἐνοχἠ, γιατί ἐγώ ἤμουν ἡ ἠθική αὐτουργός τῶν κακουργημάτων σας. Ἕνας ἀπό σᾶς μάλιστα τό εἶπε « λήστεψα ἕνα ταχυδρομεῖο, γιατί δέν εἶχα οὔτε παιδεία, οὔτε ἐργασία.»
Σᾶς ξαναβρῆκα μία ἡμέρα πού ἔβρεχε καταρρακτωδῶς, ἦρθα μέ βρεγμένα ἐνδύματα καί μαλλιά, μέ τίς μπότες γεμάτες νερά. Σᾶς εἶχαν μαζέψει σέ ἕνα τεράστιο σάν κτίριο κιβώτιο μέ τρύπες στίς πλευρές γιά νά ἀναπνέετε. Βρεθήκατε μαζί, σᾶς ἕνωσε τό ἔγκλημα, ἡ ληστεία, ἡ ἀπάτη καί τά ναρκωτικά.
Μερικοί ἀπό τούς γιούς μου, τήν ὥρα τοῦ ἐθελοντικοῦ μαθήματος πού τούς πρόσφερα, ἔφευγαν αἰφνιδίως μέχρι πού ἔμαθα πώς πήγαιναν στήν διπλανή αἴθουσα γιά ἀπεξάρτηση. Ἀρκετές φορές μοῦ κάνατε παράπονα, τό κελλί εἶναι μικρό καί ζοῦμε πέντε ἄνθρωποι, τό φαγητό ἄνοστο, δέν τρώγεται, κρυώνουμε, δέν ὑπάρχει ζεστό νερό γιά πλύσιμο καί πολλά παρόμοια.
Μέ τόν καιρό ἔμαθα τά ὀνόματά σας, ἄλλα ἐλληνικά καί ἄλλα προερχόμενα ἀπό διαφορες χῶρες, ὅμως δέν ἔκανα διάκριση σέ τίποτα, ἤσασταν ὅλοι τέκνα μου πού εἶχα ἐγκαταλείψει σέ ἔτη προσωπικῆς περισυλλογῆς καί δημιουργίας.
Ὅλοι τέκνα μου: Λαρέλ, Γιῶργο, Κώστα , Ἀρμάντ, Ἀριάν, Μιχάλη, Χριστοφόρ, Κεμάλ, Ἀνάι, Δημήτριε, Κλωντιάν, Λεονάρδε, Ἀλμπάνο, Νικόλαε, Βασίλη, Χρόνη καί ἄλλοι.
Δέν σᾶς ἀγκάλιασα μικρά, δέν σᾶς μεγάλωσα, δέν σᾶς ξενύχτησα. Πέρασα ὅμως νύχτες ὁλόκληρες γράφοντας ἤ μελετώντας φιλοσοφία. Δέν σᾶς νανούρισα ποτέ, δέν ξέρω ἐγώ ἀπό βρέφη καί τέκνα. Ἐσεῖς τότε μέ εἴχατε ἀνάγκη. Μέ ἐφόδιο τίς σπουδές μου θά μποροῦσα νά διδάξω σέ σχολεῖα καί πανεπιστήμια, νά σᾶς ἔχω μαθητές ἤ φοιτητές. Τότε πού εἶχα νεότητα καί δύναμη. Δέν τό ἔκανα ὅμως ἐξαιτίας τῆς προσωπικῆς δημιουργίας.
Τώρα γιά νά σᾶς συναντῶ περιμένω στήν ἐξώθυρα, περνῶ ἀπό μηχανήματα πού ἐντοπίζουν μεταλλικά ἀντικείμενα, δείχνω τήν ταυτότητά μου καί ἀφήνω στό θυρωρεῖο τό κινητό μου. Δέν ἐπιτρέπεται στόν χῶρο σας καμιά ἐπαφή μέ τόν ἔξω κόσμο. Τώρα ἀνεβαίνω ἀγκομαχώντας τά σκαλοπάτια λόγω ἡλικίας καί ἀσθενείας, γιά νά σᾶς μεταδώσω ἀφιλοκερδῶς μερικές γνώσεις.
Τήν δεύτερη φορά τῆς συνάντησής μας ἔκανε κρύο περονιαστό. Χιόνιζε μάλιστα πολύ. Μόλις μέ εἴδατε, κάποιος ἀναφώνησε χαρούμενος» ἤρθατε καί φέρατε τό χιόνι. Νά δοῦμε κι ἐμεῖς μιά ἄσπρη μέρα.» Γελάσαμε ὅλοι.
Μαζευόμασταν στήν αἴθουσα πού διέθετε ὑπολογιστή γιά προβολές, διότι τούς δίδασκα λογοτεχνία προβάλλοντας καί τήν ταινία πού ἀναφερόταν στό ἔργο. Ἔπρεπε νά κυνηγήσουμε τόν σπαταλημένο χρόνο, κι ἔτσι βλέποντας τό φίλμ μαθαίνατε πρῶτα τήν ἱστορία τοῦ μυθιστορήματος καί κατόπιν σᾶς διἀβαζα τά ἐπίμαχα κεφάλαια, ἐνῶ στό τέλος συζητούσαμε τίς ἰδέες τοῦ ἔργου. Σᾶς μάθαινα ὅ,τι περισσότερα ἀγαποῦσα: τά ἔργα τοῦ Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Συζητήσαμε γιά τά ὅρια, κι ὅταν ρώτησα ποιοί τά ξεπερνοῦν, ἕνας γιός μου εἶπε μέ παρρησία, ἐμεῖς, ἐμεῖς ἐδῶ μέσα ξεπεράσαμε τά ὅρια.
Ναί γιά τό κακό, τοῦ ἀπάντησα. Καί ποιοί ἄλλοι; Χάρηκαν ὅταν τούς εἶπα πώς καί οἱ μοναχοί, ξεπερνοῦν τά ὅρια καί πώς κοινό σύμβολο εἶναι τό κελλί. Μιλήσαμε γιά τά ἠθικά, νομικά καί ὀντολογικά ὅρια. Παρακολουθοῦσαν διψασμένοι καί ἦταν σέ ἐγρήγορση. Ἐντυπωσιάσθηκαν ἀπό τήν σκέψη τοῦ συγγραφέως «πώς ἄν δέν ὑπάρχει Θεός, ὅλα ἐπιτρέπονται.»
Ὅλοι πίστευαν πώς ὑπάρχει θεός ἤ κάποια πρώτη ἀρχή, ἀνεξαρτήτως τοῦ θρησκεὐματός τους. Μέ τίς συναντήσεις ἔφτασε ἡ ἐξοικείωση, στήν αἴθουσα διαχεόταν ἀγάπη καί ἐμπιστοσύνη. Ὁ πάτερ Ζωσιμᾶς τῶν ἀδελφῶν Καραμάζωφ ἄνοιξε νέο θέμα συζητήσεων. Εἴπαμε γιά τόν ἅγιο Πορφύριο (κάποιος ἀπό τούς Ἕλληνες τόν ἤξερε) καί γιά τούς δαιμονισμένους τῆς Κεφαλληνίας. ‘Αρκετοί γνώριζαν ἀνάλογες περιπτώσεις, φαίνεται πώς ὁ δαιμονισμός ἦταν κοινό κτῆμα τῆς οἰκουμένης.
Δέν εἶχα μπροστά μου δολοφόνους, ληστές καί ναρκομανεῖς ἀλλά παιδιά, νέους ἀπό εἴκοσι πέντε μέχρι σαράντα χρονῶν πού σέ κάποια κακή ὥρα ἤ παρόρμηση τῆς στιγμῆς ἔφτασαν στίς φυλακές. Δεχόμουν τίς ἐκμηστηρεύσεις τους στοργικά λές καί ἄκουγα ἀγόρια πού ἔσπασαν τό πατίνι τοῦ φίλου τους. Ὁ Γιῶργος ἦταν δολοφόνος, σκότωσε ἕναν συγχωριανό του μέ μαχαίρι γιά λίγα στρέμματα γῆς. «Ἤμουν σέ ἄμυνα», εἶπε, «ἄν δέν τόν σκότωνα ἐγώ, θά μέ σκότωνε αὐτός. Ἄλλωστε ἦταν σκοτάδι, δέν ἔβλεπα καλά.» «Τό μαχαίρι ὅμως γιατί τό εἶχες μαζί σου;» ρώτησα. «Ἦταν σέ ἄμυνα, σέ ἄμυνα φώναξαν σχεδόν ὅλοι σέ ἔνδειξη συμπαράστασης. Οἱ κρατούμενοι γιοί μου εἶχαν ἀντιφατική συμπεριφορά ὡς πρός τίς παραβατικότητες τῶν ἄλλων, ἀλλά συνήθως τίς δικαιολογοῦσαν. Ἔγιναν ὅλοι μιά ἀσπίδα γιά τόν Γιῶργο.
Ὅταν ὅμως σέ κάποια ἄλλη συνάντηση τούς ρώτησα ποιός θά μποροῦσε νά κάνει τό ἔγκλημα τοῦ Ρασκόλνικωφ, μετά τήν ἀπάντηση ἐνός πώς θά τό ἔκανε μέ περίστροφο καί ὄχι μέ μπαλτά, χωρίς αἵματα, κάποιοι φώναξαν, «θά μποροῦσε ὁ Γιῶργος , αὐτός σκότωσε μέ μαχαίρι,» ἐνῶ συμπλήρωναν,» αὐτός σκοτώνει καί ζῶα, δούλευε σέ σφαγεῖο, τά σκοτώνει καί τά γδέρνει, τί ἄνθρωποι, τί ζῶα, τό ἴδιο εἴμαστε.» συμπλήρωσε ὁ γιός μου Κεμάλ. Ὁ Γιῶργος εἶχε κοκκινίσει, ἦταν ἔτοιμος νά βουρκώσει ὅταν αἰφνιδίως σηκώθηκε νά φύγει ἀπό τήν αἴθουσα. «Ποῦ πᾶς παιδί μου;» «Στόν ὀδοντίατρο,» ἀπάντησε. «Πές μας ἄν εἶναι ἐκεῖ νά πάω κι ἐγώ, φώναξε κάποιος. Ζήτησα συγγνώμην ἀπό τόν προσβεβλημένο γιό μου.» Δέν χρειάζεται νά ζητᾶτε συγγνώμη,» ἀπάντησε ντροπιασμένος. Ἔφυγε. Δέν τόν εἶδα ἔκτοτε. Ὅλη τήν ἑβδομάδα σκεφτόμουν πώς θά εἶναι στήν αἴθουσα, ἀλλά δέν ἦρθε. Μέ πληροφόρησαν πώς τούς βαρυποινῖτες καί τούς ἰσοβῖτες, τούς ἔστελναν πλέον στίς φυλακές τῶν Πατρῶν.
Τήν ἴδια ἀντιφατική συμπεριφορά ἔδειξαν καί στόν Μάκη πού μετέφερε ἀπό τήν Ἀλβανία ἐκατό κιλά χασίς. Ὅταν ἐπανέλαβα ἀπορημένη, «ἐκατό κιλά; πῶς βρέ παιδί μου,» ἔσπευσαν νά μέ πληροφορήσουν οἱ ἄλλοι πώς ἦταν ἔνα ἀπλό ναρκωτικό. Ἄκου ἰσόβια γιά τό χασίς! «Ἀπό τόν φόβο του τά ἔχασε στό δικαστήριο. Εἶναι ἀδικία νά τιμωρηθεῖ μέ ἰσόβια,» συμπλήρωσε ὁ Ἀνάι, ὁ ὁποῖος μέ τό χιοῦμορ καί τίς παρατηρήσεις του κρατοῦσε τήν τάξη σέ ἐγρήγορση.
Τήν ἐπομένη φορά ὅμως τόν φώναζαν «ἰσοβίτη» κι αὐτός ταραγμένος καί ντροπαλός, βγῆκε στόν διάδρομο. Δέν τόν ξαναεῖδα. Πῆρε κι αὐτός τόν δρόμο γιά τίς φυλακές Πατρῶν.
Ἐπέμενα νά μάθουν γιά τό ἄρθρο πού ἔγραψε ὁ Ἱβάν, ἔνας ἀπό τούς ἀδελφούς Καραμάζωφ στό μυθιστόρημα, μέ τόν τίτλο « Ὁ Μέγας Ἱεροεξεταστής.»
Ἡ ἱστορία ἐκτυλίσσεται στήν Σεβίλλη τῆς Ἰσπανίας τόν 16οαιώνα. Ὁ Χριστός ἐπιστρέφει στήν γῆ καί βλέποντάς τον ὁ ὑπερήλιξ ἱεροεξεταστής τρομάζει καί τόν φυλακίζει. Τόν κατηγορεῖ γιά τήν ἐλευθερία πού προσφέρει στόν ἄνθρωπο. Ὁ Ἰεροεξεταστής ἰσχυρίζεται πώς ὁ ἄνθρωπος δέν ἀντέχει τήν ἐλευθερία του, γιατί εἶναι ἐπικίνδυνη. Κατηγορεῖ τόν Χριστό πώς ἀντί νά δείξει τήν δύναμη του καί τήν ἐξουσία του μετατρέποντας τίς πέτρες σέ ψωμί γιά νά χορτάσουν οἱ ἄνθρωποι, ἐκεῖνος τούς δίνει τό δικαίωμα τῆς ἐκλογῆς. Ὁ κρατούμενος Χριστός δέν μιλᾶ ἀλλά φιλᾶ τόν γέρο ἱεροεξεταστή, ὁ ὁποῖος τόν διώχνει φοβισμένος, φωνάζοντας του νά μήν ξαναρθεῖ ποτέ.»
Στήν λέξη «ἐλευθερία» ταράχτηκαν. Μέ τόν διάλογο ὅμως καταλήξαμε πώς μόνον ἡ πίστη στόν Θεό σέ κάνει ἐλεύθερο μέ τήν ἔννοια πώς μπορεῖς νά ἀποφύγεις τό κακό. Διαφορετικά ἡ ἐλευθερία εἶναι χάος καί πληγή, ἄν δέν συνοδεύεται ἀπό τόν νόμο καί τόν φόβο. Στό διάλειμμα συνέχισα τήν συζήτηση μέ τούς δύο γιούς μου πού ἔμειναν κοντά μου, μέ τόν Ἀλβανό Κεμάλ καί τόν Ἕλληνα Κώστα. Ἦταν καί δυό ἔξυπνα ἄτομα. Ὁ πρῶτος ἔδειχνε πολύ μετανιωμένος γιά τήν πράξη του, «ἐγώ δέν ἔκανα κακό σέ ἄνθρωπο. Τό δημόσιο ἐπιχείρησα νά ληστέψω, τό ταχυδρομεῖο. Ἤθελα νά ἀποκτήσω πολλά λεφτά μέ τήν ληστεία ἀλλά τώρα εἶμαι στήν φυλακή.»
«Θά ἄντεχες νά ξαναμπεῖς ἐδῶ;» «Μέ τίποτα, ὄχι, ὄχι. Καλύτερα νά εἶμαι ἐλεύθερος καί νά τρώω ξερό ψωμί μία φορά τήν ἑβδομάδα. Σκέφτομαι ὅταν βγῶ ἀπό ἐδῶ μέσα νά βαπτισθῶ καί νά πάω γιά τρία χρόνια σέ μοναστήρι. Νά καθαρίσω τήν ψυχή μου. Νά ἐξακολουθήσω τό σχολεῖο. Μόνον μιά δουλειά νά βρεθεῖ, γιατί ἐμᾶς τούς ἀποφυλακισμένους δέν μᾶς παίρνουν εὔκολα. Κάτι νά γίνει, ἐμεῖς θά φταῖμε.»
Ὁ Κώστας συγκατάνευε. «Κι ἐσύ παιδί μου; ἔκανες ληστεία σέ κατάστημα; ὁπλοφοροῦσες;» Χαμογέλασε μέ ἀμηχανία: «Ναί ὁπλοφοροῦσα καί κατατρόμαξα μέ τό καλάζνικώφ μου τόν καταστηματάρχη. Μέ ἔπιασαν ὅμως σέ μικρή ἀπόσταση ἀπό τό μαγαζί.» «Ὁ Κώστας εἶναι δεύτερη φορά στήν φυλακή, δέν θά τό ἄντεχα,» εἶπε ὁ Κεμάλ. Ὁ Κώστας ξαναχαμογέλασε μέ ἀμηχανία. «Γιατί χαμογελᾶς; ἐγώ πιστεύω πώς ὅλοι μετάνιωσαν ἐδῶ μέσα.» «Εἶσαι καλή καί εὔπιστη. Δέν μετανιώνουν ὅλοι. Ὑπάρχουν ἀρκετοί μέ βαριά ἐγκλήματα πού σκέφτονται νά βγοῦν γιά νά τά ξανακάνουν. Μήν πιστεύεις πολύ. Ὁ κατά συρροήν δολοφόνος γιά παράδειγμα εἶναι ἄρρωστος καί ἀμετανόητος.» «Λίγες εἶναι αὐτές οἱ περιπτώσεις» ἐπέμενα.
«Τό ἔγκλημα καί Τιμωρία» τούς ἄρεσε περισσότερο ἀπό τούς ἀδελφούς Καραμάζωφ. Τούς ἐπανέλαβα γιά τόν ἥρωα τοῦ μυθιστορήματος.
«Ὁ Ρασκόλνικωφ νεαρός φοιτητής τῆς Νομικῆς σταματᾶ τό Πανεπιστήμιο, διότι δέν ἔχει χρήματα. Ζῆ σέ μιά ἄθλια σοφίτα καί χρωστᾶ πολλά ἐνοίκια στήν σπιτονοικοκυρά του. Εἶναι ὅμως ἕνας φλογερός ἰδεολόγος, ὅπως ὅλοι οἱ ἥρωες τοῦ Ντοστοφιέφσκι. Ἔγραψε ἕνα δοκίμιο στήν ἐφημερίδα γιά τίς ἀνώτερες καί κατώτερες φύσεις, γιά τόν διαχωρισμό τῶν ἀνθρώπῶν σέ ἐξαιρετικούς καί κοινούς. Οἱ ἐξαιρετικοί μποροῦν καί πρέπει νά τολμοῦν, οἱ κοινοί εἶναι ἀσήμαντοι σάν ψεῖρες. Εἶναι οἱ γλάστρες πού ἀνθίζουν οἱ ἐκλεκτοἰ. Μία γνωστή του γριά τοκογλύφος εἶναι μιά ψείρα, δέν ἔχει λόγο ὕπαρξης κατά τόν Ρασκόλνικωφ, γι’αὐτό πρέπει νά τήν σκοτώσει, νά τῆς κλέψει τά χρήματα γιά νά συνεχίσει τίς σπουδές του καί νά κάνει καλό στήν ἀνθρωπότητα. Ὅταν τελικῶς τήν σκοτώνει, καί μαζί μέ αὐτήν καί τήν νεώτερη ἀδελφή της πού ἦρθε αίφνιδίως, κλέβει τά χρήματα καί τά κρύβει κάτω ἀπό μία πέτρα. Ἄρα τό κίνητρό του δέν ἦταν ἡ ληστεία. Προσέξτε, τό ἔγκλημα τοῦ Ρασκόλνικωφ εἶναι παράξενο, ἰδιότυπο. Εἶναι μία ἀναμέτρηση μέ τήν ἴδια του τήν συνείδηση. «Τόν ἐαυτό μου σκότωσα καί ὄχι τήν γριούλα»,ὁμολογεῖ στό τέλος.»
Ποιός θά μποροῦσε νά κάνει τό ἔγκλημα τοῦ Ρασκόλνικωφ; τούς εἶχα ρωτήσει πρίν ἀπό ἡμέρες.
Κάτι παράξενο ὅμως συνέβη σέ ἐμένα. Ὅσον καιρό ξαναδιάβαζα τό βιβλίο εἶχα ἔναν ἀνεξήγητο φόβο· ἀκόμη καί τό χτύπημα τοῦ τηλεφώνου μοῦ ἔκοβε τά γόνατα. Μία νύχτα ὀνειρεύτητα πώς βρισκόμουν μέ τά πρόσωπα τοῦ μυθιστορήματος. Μέσα στόν ὕπνο μου σηκώθηκα ὄρθια καί ἄκουσα νά φωνάζω δυνατά: « ἐγώ σκότωσα τήν γριά.» Εἶχα φορτωθεῖ τό ἔγκλημα τοῦ Ρασκόλνικωφ. Ὅμως ποιά γριά σκότωσα; τήν ὑπερήλικη μητέρα μου πού περιποιόμουν, τήν νεκρή πλέον μητέρα της καί γιαγιά μου πού ἐπίσης εἶχα φροντίσει, μία δική μου φιγούρα πού ἄρχιζε νά παρακμάζει ὁδεύοντας πρός τά γηρατειά ἤ ἐκείνη τήν γριά πού στοίχειωνε τά παιδικά μου χρόνια καί μέ τρόμαζε καθισμένη πάντα σάν κουρούνα στά σκαλοπάτια ἑνός παντέρημου σπιτιοῦ; Τό ἑπόμενο βράδυ ὀνειρεύτηκα πώς βρέθηκα στό νεκρόδειπνο πού παρέθεσε ἡ Κατερίνα Ἰβάνοβνα γιά τόν ἀχαϊρευτο καί μεθύστακα σύζυγό της.
Μιλήσαμε γιά τό φοβερό ὄνειρο τοῡ Ρασκόλνικωφ πού εἶδε πρίν ἀπό τόν φόνο. Ὀνειρεύτηκε μιά ἀδύναμη, καχεκτική φοραδίτσα, τῆς ὁποίας τό ἀφεντικό καί οἱ φίλοι του σκότωσαν μέ καμτσίκια καί τσεκούρι. Ὁ Ρασκόλνικωφ παιδί μέσα στό ὄνειρο ἔτρεξε καί ἀγκάλιασε τό δύστυχο ἀλογάκι. Ὄταν ξύπνησε ἀναρωτήθηκε τρομαγμένος: πῶς θά σκοτώσω κι ἐγώ τήν γριά τοκογλύφο μέ τόν μπαλτά; καί τά αἵματα; πῶς θά ἀντέξω τά αἵματα.
Ἐσεῖς τί ὄνειρα βλέπετε; ὑπάρχουν καί προφητικά ὄνειρα; Δυό τρεῖς παραδέχτηκαν πώς ὑπάρχουν. Οἱ περισσότεροι ἔβλεπαν ἐφιαλτικά ὄνειρα, σχετικά μέ τήν ζωή τους ἀλλά τόσο μπερδεμένα, ὥστε τά ξεχνοῦσαν ὅταν ξυπνοῦσαν. Μερικοί δέν θέλησαν νά μιλήσουν γιά τά ὄνειρά τους. Μόνον ὁ Κεμάλ εἶπε πώς ὀνειρευόταν συχνά τόν ἔξω κόσμο. Δέν βρισκόταν, λέει, στήν φυλακή ἀλλά μόλις ξυπνοῦσε κι ἔβλεπε τόν διπλανό μου μελαγχολοῦσε λέγοντας, ἄχ πάλι ἐσύ εἶσαι, πάλι στήν φυλακή.
Δέν θά μιλήσω ἐκτενῶς γιά τόν «Μικρό Πρίγκιπα» πού ἀπολαύσαμε στήν ταινία καί στό βιβλίο. Θά σᾶς ὑπενθυμίσω μόνον πώς ὅπως ἡ ἀλεπού βλέποντας τά στάχυα θυμόταν τά χρυσά μαλλάκια τοῦ Μικροῦ πρίγκιπα, διότι εἶχαν συνδεθεῖ μέ φιλία, ἔτσι κι ἐγώ τώρα πού βλέπω τίς φυλακές, δέν μοῦ εἶναι ἀδιάφορες ὅπως παλιά, ἀλλά γνώριμες, γιατί ἐκεῖ εἶσθε ἐσεῖς.! Οὔτε θά ἀναφερθῶ πολύ καί στήν «Φόνισσα» τοῦ Παπαδιαμάντη: θά πῶ μόνον πώς διαβάζοντάς σας ἀπό τό βιβλίο καί ἀκούγοντας τήν θαυμασία γλώσσα τοῦ συγγραφέως, ἐκτός ἀπό δυό τρεῖς λέξεις, καταλάβατε τά πάντα. Ἡ γλώσσα του ἦταν οἰκεία, γιατί ἀπευθυνόταν στήν καρδιά. Τό τέλος τῆς ἡρωίδας του ἦταν ἀπό πνιγμό, ὅπως καί τῶν μικρῶν κοριτσιῶν πού ἡ ἴδια, σκότωσε. Τότε εἴπαμε πώς τό σύμπαν εἶναι νοῆμον, ἀκούει, βλέπει καί ἀνταποδίδει ἀναλόγως τό καλό καί τό κακό.
Ὅταν ἐρχόμουν στίς συναντήσεις μας ἤμουν εὐτυχής ἀλλά στήν ἐπιστροφή ἔφευγα πάντα μελαγχολική. Σᾶς ἄφηνα μόνα καί ἔγλειστα, τέκνα μου. Στόν δρόμο παρακαλοῦσα νοερῶς, Θεέ μου φύλαξε τούς γιούς μου ἀπό τό κακό. Μή εἰσενέγκης αὐτούς εἰς πειρασμόν…αὐτά τά νιᾶτα, τρελαμένα ἀπό τά ναρκωτικά, πληγωμένα ἀπό τήν κακή φήμη, παραδαρμένα ἀπό τύψεις ἀλλά καί κυνικά ἀπό βαθιά ντροπή .Ἀριάν, Μιχάλη, Κώστα, Γιῶργο καί οἱ ἄλλοι, μέ ναρκωτικά, καλάζνικωφ, ληστεῖες καί δολοφονίες. Τά πρόσωπά τους δέν ἔχουν τίποτε τό ἐγκληματικό, ὅταν κάθονται στόν ἥλιο τοῦ προαυλίου καί καπνίζουν. Οὔτε μέσα στήν αἴθουσα.
Πολλές φορές μέ προτρέπατε νά γράψω γιά σᾶς, γιά τίς κακές συνθῆκες στήν φυλακή, γιά περιστατικά πού σᾶς φορτώνουν χωρίς νά εἶναι δικά σας, γιά τό δυσανάλογο πράξης καί τιμωρίας, γιά τό ἄγριο ξύλο στίς φτέρνες μέχρι νά ὁμολογήσετε ἀλλά σᾶς ἀπαντοῦσα, δέν γίνεται, πρέπει νά ἔρθει ἡ ἔμπνευση. Τό κέντρισμα.
Ὅλα ξεκίνησαν ἀπό τόν ἀθίγγανο υἱό μου Μανώλη. Στόν ἐσωτερικό τοῦ δεξιοῦ του βραχίονα εἶδα σέ τατουάζ μιά σειρά γραμμάτων ΚΙΡΑΣΡ. Μοῦ τά ἀποκρυπτογράφησε: ἦταν τό ὄνομα τῆς συζύγου καί τῶν πέντε παιδιῶν του. Στόν ἄλλο του βραχίονα ζωγραφισμένη μορφή σέ στάση δέησης καί πιό κάτω μεγάλος σταυρός μέ εἰκονικό, στριφογυριστό κομποσχοίνι, πού καλύπτει σάν φίδι ὁλόκληρο τό χέρι.Πάνω εἶναι γραμμένα τά ὀνόματα τῶν νεκρῶν γονιῶν του.
«Ἔχω ὄλα τά ἀγαπημένα μου πρόσωπα μαζί μου. Ἔμεινα ὀρφανός δώδεκα χρονῶ καί μεγάλωσα τά ἀδέλφια μου. Εἶμαι τριάντα πέντε χρονῶ καί ἡ μεγάλη μου κόρη δεκαπέντε.» «Πέντε παιδιά, γιέ μου! ἐσύ δέν ἔπρεπε νά ἤσουν ἐδῶ. Ναί συμφώνησε σκύβοντας τό κεφάλι, «λύπησα τά πέντε μου ἀγγελούδια.» « Γιατί εἶσαι ἐδῶ;» «Γιά ἀπάτες.» Τό ἔβρισκαν διασκεδαστικό πού ἐνδιαφερόμουν γιά τά τατουάζ, ἕνα ἀτταβιστικό στοιχεῖο προερχόμενο ἀπό τήν προϊστορία, ἰσχυρό ἀκόμη στήν ἐποχή μας. Ὁ Βάγγος, ἔφερε κι αὐτός στό ἐσωτερικό τοῦ βραχίονά του δυό παλάμες σέ στάση δἐησης, ἐνῶ πιό κάτω ὑπῆρχε ζωγραφιστός, κρεμασμένος σταυρός. Ἕνα ἀφηρημένο σχέδιο κοσμοῦσε τό ἀριστερό του χέρι. Στό στῆθος ζωγραφισμένος λύκος. «Λύκος; γιατί;» «Τό ἀγαπῶ αὐτό τό ζῶο, γιατί εἶναι μοναχικό.» Εἶδα μέ συμπάθεια τό τατουάζ, γιατί εἶχα κι ἐγώ ἀδυναμία σέ αὐτά τά ἄγρια ζῶα. Μιλήσαμε γιά τούς λύκους, τήν ἀγάπη, τήν μονογαμία καί τό βαθύ τους αἴσθημα.
Ὁ λύκος εἶχε τήν τιμητική του στά σώματα τῶν υἱῶν μου. Στόν Χρῆστο ἦταν ζωγραφισμένο μόνον τό κεφάλι ἀγριεμένου λύκου μέ τό στόμα ἀνοιχτό, ἐνῶ μπροστά του σάν κρεμασμένες δύο νεκροκεφαλές. « Ἔχει ἀνοιχτό στόμα, γιατί τρώει τούς ρουφιάνους,» μοῦ ἐξήγησε. Τό ἀποκορύφωμα ὅμως ἦταν ὁ ζωγραφισμένος τεράστιος λύκος στήν πλάτη τοῦ Ἀριάν, ὄρθιος κοντά στόν βράχο νά κοιτάζει μέ ἀνοιχτό τό στόμα, λές καί οὔρλιαζε, πρός τό μέρος τῆς πανσελήνου. Ἡ ὑπόλοιπη παράσταση εἶχε φυτά δάσους. «Ὁλόκληρος πίνακας Ἀριάν, πῶς ἔτσι; τόσο ἀγαπᾶς τόν λύκο;» Αὐτός ὁ γιός μου χαμογελοῦσε πάντα μελαχολικά, «Ναί, τόν ἀγαπῶ, γιατί εἶναι ζῶο μοναχικό. Κι ἐγώ ἀπό τά δεκατρία μου χρόνια πού ἔφυγα ἀπό τό χωριό μου εἶμαι μόνος.»
Λύκος, δεομένη καί σταυρός, προστατευτικές παραστάσεις, σκέφτηκα. Οἱ περισσότεροι εἶχαν σχέδια σέ τατουάζ, σάν νά ἦταν φυλαχτά, κάτι σάν τήν λεοντή τοῦ προγονικοῦ ἥρωα. Φαίνεται πώς σήμαινε γι’αὐτούς κάτι τό τρομαχτικό μαζί καί τό ἀνώτερο. Ἦταν μία ἰδιαίτερη παρουσία.
Ἔμπαινε τώρα τό καλοκαίρι κι ἐγώ μέ θλίψη θά ἀποχαιρετοῦσα τούς γιούς μου, τά λυκόπουλα πού οὔρλιαζαν στήν ἐρημιά. Τό φθινόπωρο δέν θά τούς ἔβρισκα ὅλους, μερικοί θά ζοῦσαν πιά στήν ἐλευθερία τοῦ ἔξω κόσμου, ἐνῶ οἱ ὑπόλοιποι θά παρέμεναν μαζί μέ τούς νέους μου γιούς….
Ἑλένη Λαδιᾶ Ἰούνιος 2013
ΥΓ τό διήγημα ἀφιερώνεται στούς μαθητές τοῦ Σχολείου Δεύτερης Εύκαιρίας τῶν Φυλακῶν Κορυδαλλοῦ.
Δημοσιεύεται στο τεύχος 20, Νοέμβριος – Δεκέμβριος 2013 του περιοδικού Νέα Ευθύνη.