Φαίνεται πώς εἶναι ἕνα ἐπινοημένο πρόσωπο, πού πρῶτος χρησιμοποίησε ὁ Θεόκριτος καί κατόπιν ὁ μιμητής του Βιργίλιος στό ἔργο Βουκολικά.
Στό τρίτο εἰδύλλιο τοῦ Θεοκρίτου μέ τόν τιτλο «Κῶμος (Αἰπόλος ἤ Ἀμαρυλλίς)1 ἕνας αἰγοβοσκός τραγουδᾶ ἐρωτικά ἄσματα γιά τήν Ἀμαρυλλίδα, ἀφήνοντας τήν βοσκή τῶν αἰγῶν του στόν Τίτυρο. Τόν συμβουλεύει νά τραβήξει πρός τήν πηγή τῆς ρεματιᾶς προσέχοντας κυρίως τόν Λιβυκό τράγο μέ τούς μεγάλους ὄρχεις, μήπως καί τόν κουτουλήσει. Ὕστερα ἀρχίζει τό λυπημένο ἐρωτικό του τραγούδι προσφωνώντας τήν Ἀμαρυλλίδα χαρίεσσα. Ἐκείνη ὅμως δέν τόν καλεῖ πλέον στήν σπηλιά της. Μήπως καί δέν τόν ἐπιθυμεῖ πιά, γιατί τῆς φαίνεται πώς ἔχει φαρδειά μύτη καί πολλά γένεια; Αὐτό θά τόν ἔκανε νά κρεμασθεῖ. Ὕστερα, ὅπως ὁ Κύκλωψ στήν Γαλάτεια, τῆς τάζει εὔγευστα φαγώσιμα, δέκα μῆλα καί μεθαύριο ἄλλα δέκα. Ἡ Ἀμαρυλλίς παραμένει σκληρή καί δέν τοῦ ρίχνει οὔτε μιά ματιά, ἐνῶ ἐκεῖνος εὔχεται νά γίνει μέλισσα καί νά τρυπώσει στήν σπηλιά της. Ὁ αἰγοβοσκός τώρα κατάλαβε πώς ὁ ἔρως εἶναι ἕνας σκληρός θεός, λές καί θήλασε γάλα λέαινας καί ἀνατράφηκε ἀπό τήν μάνα του μές στούς δρυμούς. Αὐτός ὁ ἔρωτας τόν σιγοψήνει μέχρι τό κόκκαλο.
Ἔλα λοιπόν, μαυροφρύδα νύμφη, τῆς λέει, ἀγκάλιασέ με γιά νά σέ φιλήσω. Θά μέ ἀναγκάσεις νά κομματιάσω τό στεφάνι πού σοῦ ἔπλεξα ἀπό κισσό, κάλυκες ἀνθέων καί εὔοσμα σέλινα. Ὠιμέ μου τί θά ἀπογίνω ὁ δυστυχισμένος; Ἀκοῦς; Θά πετάξω τήν κάπα καί θά γκρεμισθῶ στήν θάλασσα, ἐκεῖ ὅπου ὁ ψαράς Ὄλπις παραμονεύει γιά μεγάλα ψάρια. Ἐκεῖ θά πεθάνω γιά νά χαρεῖς.
Ἀκόμη καί ἡ τηλέφιλος παπαρούνα ἀπάντησε πώς δέν τόν ἀγαπᾶ, ἀφοῦ ἔσκασε ἀπό τήν χούφτα του χωρίς πλατάγημα. Ἀκόμη καί ἡ κοσκινομάντισσα προφήτευσε πώς ὁ αἰγοβοσκὀς χανόταν γιά κάποια πού δέν τόν νοιαζόταν. Κι ὅμως αὐτός τῆς φύλαγε γιά νά τῆς προσφέρει μιά διδυμότοκη λευκή αἶγα. Ὕστερα πῆγε κοντά στό πεῦκο, ἀπό ὅπου ἐκείνη ἴσως θά τόν ἔβλεπε. Τῆς τραγούδησε τό περιστατικό τοῦ Ἱππομένους, ὁ ὁποῖος μέ τά μῆλα ξετρέλανε ἀπό ἔρωτα τήν Ἀταλάντη, γιά τόν περίφημο μάντη Μελάμποδα πού ὁδήγησε τό κοπάδι τῶν βοδιῶν ἀπό τή Ὄθρυν στήν Πύλο, γιά τήν χαριτωμένη μάνα τῆς σοφῆς Ἀλφεσιβοίας, πού κοιμήθηκε στήν ἀγκαλιά τοῦ Βίαντος, γιά τήν Κυθέρεια πού ξετρελάθηκε ἀπό τόν Ἄδωνιν τόν αἰγοβοσκό τόσο, ὥστε καί νεκρό τόν ἔβαλε στά στήθη της νά μήν τόν χάσει. Ἔτσι καί αὐτός ὁ αἰπόλος ἀπό τήν μιά ζήλευε τόν ἄκαμπτο ὕπνο τοῦ Ἐνδυμίωνος, κι ἀπό τήν ἄλλη ὅσα ὁ Ἰάσων ἐπέτυχε, πού ἐσεῖς δέν θά μάθετε, βέβηλοι.
Στό τέλος τῆς εἶπε πώς θά σταματήσει τό τραγούδι, θά ξαπλώσειἀκίνητος καταγῆς, μέχρι νά τόν φᾶνε οἱ λύκοι, γιά νά τῆς γίνει ὁ θάνατός τουγλυκό μέλι στόν λαιμό της.
Στό εἰδύλλιο IV μέ τόν ὑπότιτλο «Νομεῖς» (Βάττος καί Κορύδων) ὁ Θεόκριτος δέν ἔχει ὡς κυρία μορφή τήν Ἀμαρυλλίδα· αὐτή ἁπλῶς ἀναφέρεται. Τό εἰδύλλιο εἶναι ἔνας διάλογος μεταξύ δύο βοσκῶν, τοῦ φιλήσυχου Κορύδωνος καί τοῦ φιλόνεικου Βάττου. Ὁ Κορύδων στό μέσον τοῦ διαλόγου ἀναφέρει γιά τόν Αἴγωνα τόν πυγμάχο, πού ἔφαγε μόνος του ὀγδόντα πίτες, ἔβαλε τόν ταῦρο στόν ὦμο του καί τόν ἔφερε μπροστά στήν Ἀμαρυλλίδα. Οἱ γυναῖκες κραύγασαν καί ὁ βουκόλος γέλασε.
Τότε ὀ Βάττος εἶπε: «Ὤ χαριτωμένη μου Ἀμαρυλλίς δέν σέ ξεχνῶ κι ἄς πέθανες. Ὅση χαρά μοῦ δίνουν οἱ αἶγες μου, τόση θλίψη ὁ χαμός σου. Ἄχ τί μοῖρα σκληρή μοῦ ἔτυχε.»
Στἀ Ποιμενικά τοῦ Λόγγου3 «Δάφνις καί Χλόη» ὑπάρχει τό γνώριμο, βουκολικό σκηνικό μέ δάση, ρεματιές, νεραϊδοσπηλιές, θυσίες στόν Πᾶνα καί στόν Διόνυσο, ὅπου βρίσκονται ἀπό χωριστούς θετούς γονιούς, τά δὐο ἐγκαταλελειμένα παιδιά πλουσίων οἰκογενειῶν. Τά ὀνόματά πού τούς δίνονται εἶναι ἐπίσης ποιμενικά: ὁ Δἀφνις καί ἡ Χλόη. Ὅταν φθάνουν στήν ἥβη ἀλληλοέλκονται καί ἐρωτεύονται, δίχως νά ξέρουν πῶς νά ὀνοματίσουν αὐτό πού τούς συμβαίνει. Τότε ἐμφανίζεται ἔνας γέρος, ντυμένος μέ προβιές, ὑποδήματα ἀπό τομάρι καί κρατώντας στό ὦμο του ἕνα παμπάλαιο ταγάρι, τούς αὐτοστήνεται λέγοντας πώς ἦρθε νά τούς ἐξιστορήσει, ὅσα εἶδε καί ἄκουσε. Εἶναι ὁ βοϊδολάτης Φιλητᾶς, ὁ ὁποῖος τραγούδησε πολλές φορές γιά τίς Νεράιδες, ἔπαιξε φλογέρα γιά τόν Πάνα καί μόνον μέ τόν μουσικό σκοπό ὁδήγησε μεγάλα κοπάδια γιά βοσκή. Τούς εἶπε πώς ἔχει ἕνα περιβόλι, φτιαγμένο μέ τά χέρια του ἀπό τότε πού σταμάτησε τήν βοσκή. Τό περιβόλι ἔχει πανέμορφα δένδρα καί ἄνθη, καθώς καί πουλιά πού τραγουδοῦν. Τούς εἶπε ἀκόμη πώς σήμερα πού τό ἐπισκέφτηκε, εἶδε ἕνα ἀγόρι λευκό σάν τό γάλα καί ξανθό σάν τήν φωτιά, πού ἔτρεχε μέ εὐκινησία, ἄπιαστο καί παιχνιδιάρικο. Φοβούμενος ὀ Φιλητᾶς μήπως τοῦ σπάσει τίς ροδιές καί τίς μυρσίνες, τοῦ ὑποσχέθηκε πώς θά τοῦ δώσει ὁτιδήποτε θελήσει, ἄν δέν ἔτρεχε. Τό ἀγόρι ξεκαρδίστηκε καί ἀποκάλυψε στόν γέροντα πώς εἶναι πιό γέρος ἀπό τόν Κρόνο καί τούς αἰῶνες, κι ἄς φαίνεται παιδί. Κι ἐσένα, Φιλητᾶ σέ γνώρισα παλικάρι, τοῦ εἶπε, τότε πού ἔβοσκες στό βουνό ἕνα μεγάλο κοπάδι ἀπό βόδια, καί σοῦ παραστεκόμουν ὅταν ἔπαιζες τήν φλογέρα κοντά στίς βαλανιδιές, τότε πού ἀγαποῦσες τήν Ἀμαρυλλίδα. Ἐσύ δέν μέ ἔβλεπες κι ἄς στεκόμουν κοντά στήν κοπέλα. Ἐγώ τήν ἔκανα δική σου, κι ἔχεις τώρα παιδιά πού εἶναι καλοί βοϊδολάτες καί γεωργοί. «Καί σέ οἶδα νέμοντα πρωθήβην ἐν ἐκείνω τῶ ὄρει τό πλατύ βουκόλιον καί παρήμην σοι συρίττοντι πρός ταῖς φηγαῖς ἐκείναις, ἡνίκα ἤρας Ἀναρυλλίδος· ἀλλά με οὐχ ἐώρας καίτοι πλησίον μάλα τῆ κόρη παρεστῶτα. Σοί μέν οὖν ἐκείνην ἔδωκα· καί ἤδη σοι παῖδες, ἀγαθοί βουκόλοι καί γεωργοί.» ( Β, 5.3 )
Βεβαίως τό ξανθό ἀγόρι ἦταν ὁ ἔρως, τούς ἐξήγησε, κι ἀνέφερε τά συμπτώματά του.
Ἔτσι κι ἐγώ ὅταν ἤμουν νέος ἀγάπησα τήν Ἀμαρυλλίδα, καί δέν ἤθελα ὕπνο, φαγητό καί ποτό. Μόνον πονοῦσε ἡ ψυχή μου, παλλόταν ἡ καρδιά μου, ἀνατρίχιαζα, ξεφώνιζα λές καί μέ ἔδερναν, σιωποῦσα σάν νεκρός κι ἔπεφτα στά ποτάμια γιατί καιγόμουν. Καλοῦσα τόν Πάνα νά μέ βοηθήσει, γιατί κι αὐτός ἐρωτεύθηκε τήν Πεύκη, κι εὐχαριστοῦσα τήν ἠχώ πού ξαναφώναζε τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος· ἔσπαγα τίς φλογέρες πού ἔτερπαν τά βόδια, ἀλλά δέν μοῦ ἔφερναν τήν Ἀμαρυλλίδα. Κανένα βάλσαμο γιά τόν ἔρωτα. Τά μόνα γιατρικά εἶναι τό φιλί, τό ἀγκάλιασμα καί τό πλάγιασμα μέ γυμνά σώματα.
«Αὐτός μέν γάρ ἤμην νέος καί ἠράσθην Ἀμαρυλλίδος· καί οὔτε τροφῆς ἐμεμνήμην οὔτε ποτόν προσεφερόμην οὔτε ὕπνον ἡρούμην. Ἤλγουν τήν ψυχήν, τήν καρδίαν ἐπαλλόμην, τό δέ σῶμα ἐψυχόμην· ἐβόων ὡς παιόμενος, ἐσιώπων ὡς νεκρούμενος, εἰς ποταμούς ἐνέβαινον ὡς καιόμενος. Ἐκάλουν τόν Πᾶνα βοηθόν, ὡς καί αὐτόν τῆς Πίτυος ἐρασθέντα· ἐπήνουν τήν Ἠχώ τό Ἀμαρυλλίδος ὄνομα μετ’ἐμέ καλοῦσαν· κατέκλων τάς σύριγγας, ὅτι μοι τάς μέν βοῦς ἔθελγον, Ἀμαρυλλίδα δέ οὐκ ἦγον. Β,7,4-7).
Καί στό βιβλίο τοῦ Λόγγου ἡ Ἀμαρυλλίς εἶναι ἡ ποθητή ἀγαπημένη. Δυό φορές ἀναφέρεται ἀπό τόν Φιλητᾶ. Ἦταν ἡ ἀγαπημένη του καί ἡ σύζυγός του.
Κατά τά ἄλλα τό βιβλίο ἔχει αἴσιο τέλος. Οἱ νέοι παντρεύονται, γνωρίζουν τούς βιολογικούς τους γονεῖς, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά τούς πάρουν στήν πόλη. Ἐκεῖνοι ὅμως ξαναγυρίζουν στά δάση τους κι ὅταν ἀποκτοῦν παιδιά, ἔνα ἀγόρι καί ἔνα κορίτσι τούς δίνουν ποιμενικά ὀνόματα: εἶναι ὁ Φιλοποίμην καί ἠ Ἀγέλη.
Ὁ Βιργίλιος στά Βουκολικά του4 (ἐκλογή Α) ἀναφέρει τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος. Ὁ ὑπότιτλος τῆς πρώτης ἐκλογῆς εἶναι Τίτυρος (Μελίβοιος καί Τίτυρος.)
Ὁ Μελίβοιος ἀναχωρεῖ γιά τήν ἐξορία. Στό δρόμο βλέπει τόν συνάδελφό του ποιμένα Τίτυρο, ὁ ὁποῖος κάθεται κάτω ἀπό τήν σκιά μιᾶς ὀξιᾶς καί ἄδει μέ τόν λεπτό ποιμενικό του αὐλό ἕνα βουκολικό ἆσμα, πού ὑμνεῖ τήν ὡραία Ἀμαρυλλίδα. Ὁ Τίτυρος εἶναι εὐτυχής, διότι ὑπῆρξε δοῦλος καί ἀπελευθερώθηκε στήν Ρώμη. Άντιθέτως ὁ Μελίβοιος εἶναι δυστυχής, διότι χάνει τίς γαῖες του καί τόν πάτριο τόπο. Συναντώντας λοιπόν τόν Τίτυρο τοῦ λέγει: καί σύ Τίτυρε διδάσκεις τά δάση νά ἐπαναλαμβάνουν μέ τήν ἠχώ τους τό ὄνομα τῆς Ἀμαρυλλίδος.
Ἡ Ἁμαρυλλίς εἶναι ἀποῦσα· ἀπλῶς ἀναφέρεται. Ὁ Τίτυρος λέγει πώς συμβίωσε πρῶτα μέ τήν Γαλάτεια καί μετά μέ τήν Ἀμαρυλλίδα, κι ὁμολογεῖ πώς σπαταλώντας τίς οἰκονομίες του γιά τίς ἰδιοτροπίες τῆς Γαλάτειας, παρέμεινε δοῦλος μέχρι τό γῆρας του. Ὁ Μελίβοιος θέλει νά μάθει γιά τήν θλίψη τῆς Ἀμαρυλλίδος πού ἐκδηλώθηκε μέ ἐπικλήσεις στούς θεούς καί μέ τήν ἀμέλειά της νά συλλέξει τούς ὥριμους καρπούς τῶν δένδρων, καθώς καί νά διακοσμήσει τίς κρῆνες. Μία ἐξήγηση ὑπῆρχε αὐτῆς τῆς θλίψης: ἡ άπουσία τοῦ Τιτύρου στήν Ρώμη γιά ἀρκετές ἡμέρες. Ἡ ἀφοσίωση τῆς κοπέλας ἦταν μεγάλη, μολονότι ὁ Τίτυρος παρά τόν ἔρωτά της φεύγει, γιά νά ἀποκτήσει τήν ἐλευθερία του ὑποβάλλοντας τήν φίλη του σέ θλίψη καί μόχθους. Στό τέλος τῆς ἐκλογῆς ὁ Τίτυρος συναισθανόμενος τήν στεναχώρια τοῦ Μελίβοιου, τόν καλεῖ νά διανυκτερεύσει στήν οἰκία του, καί νά τοῦ προσφέρει ἔνα βουκολικό δεῖπνο.
Σέ ὅλα τά ἔργα διαπιστώνεται ἡ ἀπουσία τῆς Ἀμαρυλλίδος στό παρόν· ἡ ὕπαρξή της διαφαίνεται μόνον ἀπό τά αἰσθήματα καί τίς διηγήσεις τῶν ἄλλων.
Ἀμαρυλλίς
Από την προδημοσίευση στο diastixo.gr