Ανάμεσα στα πολλά, ενδιαφέροντα και σοβαρά ερωτήματα που στις πυκνές διακόσιες σελίδες του θέτει το μυθιστόρημα της Ελένης Λαδιά «Η Χάρις» σημαντική θέση κατέχει το ακόλουθο: Ποιος είναι ο συγγραφέας του κειμένου, του μυθιστορήματος εν προκειμένω; Ή για να το πω με τα λόγια της κεντρικής ηρωίδας: Ποιος άραγε από τους δυο τους να ήταν ο δημιουργός; Αυτή, η ηρωίδα της παράφορης έμπνευσης του, ή εκείνος, το άλλοθι της επιθυμίας της;
Ξεκινώντας έτσι την προσέγγισή μου θέλω ευθύς εξαρχής να τονίσω το εξής: Σε μια εποχή κυρίαρχης πεζογραφικής υποθήκευσης της γραφής στο λεγόμενο «στόρυ», παρά την ευφυή δράση του τελευταίου εντός των ορίων μιας δουλεμένης αρχιτεκτονικής, «η Χάρις» της Λαδιά τολμά να στοχάζεται ρωμαλέα. Για την ακρίβεια ξαναπιάνει το νήμα και συνεχίζει παλαιές συζητήσεις, ανεξάντλητες ως φαίνεται, πάνω στα πρώτα και ουσιώδη πράγματα της τέχνης της συγγραφής και ταυτόχρονα της ζωής όπως διαπλέκεται μέσα από τις ανθρώπινες ιστορίες και τις ποικίλες γλώσσες με τις οποίες εκφέρονται και εκπληρώνονται (ή δεν εκπληρώνονται) οι ιστορίες αυτές. Ο όρος «αλληλοπεριχώρηση», λέξη-κλειδί για την σύνολη μυθιστορηματική σύλληψη της «Χάριτος» και συγκεκριμένη, βεβαίως, τριαδολογική έννοια, κυριαρχεί στις ποικίλες θεολογικές και εκκλησιολογικές αναφορές της Ε. Λαδιά σε δύο από τις οποίες θα σταθώ.
Η μία αφορά στο όνομα του οικήματος (όπου συστεγάζονται οι επτά μοιραίες ιστορίες μαζί με το θίασο των εννέα ηρώων), το οποίο και προικοδοτεί το βιβλίο με τον τίτλο του. Το οίκημα αυτό, μυστηριώδες, δαιδαλώδες και φιλόσοφον, ξενοδοχεί ανάμεσα στους άλλους ενοίκους του κι ένα δολοφονημένο παιδί. Όχι ένα οποιοδήποτε παιδί αλλά ένα αληθινό Puer Mirabilis, η παρουσία ή πιο σωστά απουσία του οποίου στοιχειώνει μαζί με το όνομα του – Χάρις – τον χώρο, ωσότου, μετά από μια καθαρτήρια φωτιά που πυρπολεί το οίκημα, εμφανίζεται και το ίδιο, τουλάχιστον σ’ όσους μπορούν να το αγαπούν ή να το πιστεύουν. Η άλλη αναφορά σχετίζεται με την αμοιβαία και δημόσια εξομολόγηση των παθών και των εγκλημάτων των ηρώων, που θυμίζει το πάθος και την ένταση των Ρώσων της εποχής του Αγίου Ιωάννη της Κροστάνδης. Αλλά με τούτα δεν θα πρέπει να παραπλανηθεί ο αναγνώστης. Η Λαδιά πατάει επίσης γερά στην Ελληνική Σκέψη και Γραμματεία. Δεν την γνωρίζει μόνο καλά, είναι φανερό πως μεθάει μ’ αυτήν όπως και οι περισσότεροι ήρωές της. Αυτά τα πλάσματα που (παρά την πλούσια τυπολογία τους) παραμένουν περισσότερο εκδιπλώσεις ψυχικών οντοτήτων και λιγότερο συγκεκριμένοι χαρακτήρες. Άλλωστε και η κεντρική ηρωίδα αυτό ακριβώς κάποια στιγμή αναρωτιέται, μήπως δηλαδή ζει και η ίδια σε μια ιστορία αρχετύπων. Οφείλω πάντως να προσθέσω πως όσο αυτονομημένα κι αν εμφανίζονται τα πρόσωπα, κατά βάση αντικρίζονται μέσα από εκείνην, την εξαιρετικά ευέλικτη διανοητική λειτουργία, την ταχεία και ικανή ως προς την διατύπωση απόψεων, επιχειρημάτων, κατηγοριοποιήσεων και διαφωνιών. Κι είναι μόνο στην οξεία κλιμάκωση του δράματος, δηλαδή στις τελευταίες εικοσιπέντε σελίδες, όταν στο προσκήνιο της «Χάριτος» επιτέλους φθάνει ο έβδομος ένοικος, που οι υπόλοιποι ζωντανεύουν όσο ποτέ πριν, βγαίνοντας από τον εγκλωβισμό τους στο άχρονο μιας τοιχογραφίας και αποκτώντας για τον αναγνώστη τη ζεστασιά και την αμεσότητα των φυσικών προσώπων. Αξίζει επιπλέον να μνημονευθούν τα πολλαπλά ζεύγη αντιθέτων που σχηματίζουν οι επτά ήρωες μεταξύ τους, αλλά και μεταξύ των φασματικών συντρόφων της μνήμης και της ψυχής τους, αλληλοσπαραζόμενοι και αλληλοχρησιμοποιούμενοι. Νομίζω πως πρέπει να σημειωθεί ότι ανάμεσά τους αυτός που όχι απλά βασανίζεται με το πρόβλημα του κακού, αλλά κυριολεκτικά πειράσκεται και ενδίδει είναι ο Χάρτινος Άνθρωπος όπως τον αποκαλεί το κείμενο, ο άνθρωπος προφανώς της διανόησης στον εικοστό αιώνα. Η άντληση εδώ από Ντοστογιεβσκικές δαιμονισμένες παρακαταθήκες είναι σαφής. Και τούτο ακριβώς μας φέρνει στην διαπίστωση πως οι ήρωες προβάλλονται έντονα στην πνευματική τους διάσταση. Ακόμα και η ιερόδουλη του θιάσου έχει μια ιδιαίτερη γλώσσα, αφού ορίζει τον εαυτό της όχι ως πόρνη αλλά ως πολύανδρη. Η συνέπεια είναι το δράμα, ως σύγχρονη αλληγορία της δράσης της Θείας Χάριτος στον πυρήνα της ύπαρξής μας, να παίζεται ουσιαστικά πέρα κι από το ψυχολογικό επίπεδο: στη σφαίρα του πνευματικού αγώνα. Εκεί όπου οι άνθρωποι εντέλει είτε συνεργούν με τη Χάρη του Θεού είτε αδιαφορούν και την αποποιούνται. Στο πανδοχείο της Λαδιά πάντως εξέχουσα θέση κατέχει η Ηρακλείτια αντίληψη ενός κόσμου που νομοτελειακά βαίνει προς την εκπύρωσή του. Ωστόσο ίσως θα χρειαζόταν ένα είδος επιμυθίου, όπου πιθανόν θα λυνόταν ένα θεολογικό αλλά και γλωσσικό πρόβλημα ή αίνιγμα της «Χάριτος». Εννοώ πως είναι αδύνατο να αλληλοπεριχωρήσει κανείς (όπως λέει μια από τις ηρωίδες και όπως αποδίδεται ο όρος στον διάλογο του Λουκιανού), αλλά μόνο να αλληλοπεριχωρηθεί. Γιατί αφ’ εαυτής η αλληλοπεριχώρηση είναι μια υπόθεση διαστολής, δηλαδή πληθυντικού αριθμού και παθητικής φωνής.
ΠΡΟΣΑΝΑΤΟΛΙΣΜΟΙ Περιοδικό Ευθύνη, τ. 349, Ιανουάριος 2001