Με το μυθιστόρημά της «Η Χάρις», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Πατάκη», η Ελένη Λαδιά επικυρώνει την έως τώρα συγγραφική της πορεία. Με θαυμαστή άνεση, κινείται σε υψηλά πνευματικά επίπεδα και είναι προικισμένη με την ικανότητα να μας πείθει. Τα πρόσωπα του βιβλίου της ταλανίζονται από συνειδησιακούς και υπαρξιακούς προβληματισμούς, που έχουν σημαδέψει και εξακολουθούν να σημαδεύουν τη ζωή τους. Αυτό συμβαίνει και στην κεντρική ηρωίδα, έως τη στιγμή που, μέσα σε κατακλυσμιαία βροχή βρίσκει καταφύγιο σε κάποιο οίκημα. Το ρεαλιστικό αυτό οικοδόμημα έχει το ασυνήθιστο όνομα «Η Χάρις». Όπως μαθαίνει λίγο αργότερα, «Η Χάρις» περιθάλπει όσους καταφεύγουν σε αυτήν, ταλαιπωρημένοι από κακοκαιρίες ή καταιγίδες. Το κτίριο είναι ρεαλιστικό όπως είπα, πραγματικό. Δεν έχει τίποτα τα παράξενο, εκτός ίσως από το όνομά του. Παρουσιάζει, ωστόσο κάποιες ιδιότητες, που τις αντιλαμβάνεται σιγά σιγά η ηρωίδα. Ο χώρος του, παρά το συνηθισμένο του μέγεθος, είναι ανεξερεύνητος, λαβυρινθώδης και απρόσβατος στο σύνολό του για τους λιγοστούς φιλοξενούμενους. Ο χρόνος του μερικές φορές μοιάζει αόριστος, τα όρια του σαν να αυξομειώνονται, χωρίς να παύει να ρέει κανονικά σε εικοσιτετράωρα καθημερινότητας.
Ανεπαίσθητα ο αναγνώστης οδηγείται σε υπερβατικούς συνειρμούς που ξεκινούν από το όνομα «Χάρις». Αυτό το οίκημα τι είναι στην ουσία του; Ένα είδος πανσιόν, που παρέχει γαλήνη στους περιπλανημένους και ταλαιπωρημένους ταξιδιώτες μιας άγριας νύχτας; Είναι ένα ησυχαστήριο συνειδήσεων, όπου κάθε ένοικος προσπαθεί μόνος και απερίσπαστος να δώσει ικανοποιητική απάντηση στα αγωνιώδη ερωτηματικά του και να δραπετεύσει οριστικά από τα βασανιστικά του διλλήματα; Είναι μήπως ένα αναρρωτήριο ταραγμένων ψυχών, όπου μέσα στη γαλήνη θα βρουν το αληθινό νόημα της ύπαρξης; Είναι ίσως το κοσμικό μοντέλο ενός παραδείσιου προθαλάμου; Ένα μοντέρνο ξενοδοχείο κάποιου αγνώστου, εκκεντρικού ιδιοκτήτη; Ή, μήπως, η σύγχρονη εκδοχή ενός πνευματικού πρωτοχριστιανικού κοινοβίου, μια σημερινή μετεξέλιξή του. Σε αυτό τηρείται μια αυστηρή «δεοντολογία», μια σειρά κανονισμών, η οποία που παραπέμπει; Οι δύο υπάλληλοί του, η Ουρανία κι ο Ανδροκλής, το διευθύνουν και τηρούν απαρέγκλιτα τους κανόνες του. Ορίζουν κατά έμμεσο τρόπο τη ζωή των ενοίκων. Ο αόρατος και σοφός ιδιοκτήτης του οικοδομήματος, σε συνδυασμό με την ονομασία του «Η Χάρις», μας οδηγούν σε σκέψεις που σχετίζονται με τη μεταφυσική, με το επέκεινα. Η αίσθησή μας, ωστόσο, και η βεβαιότητα παραμένουν ακλόνητες, ότι πρόκειται για ένα πραγματικό, χειροπιαστό κτίριο.
Οι ήρωες του βιβλίου δοκιμάζονται και μέσα από τη δοκιμασία τους διανοίγεται οδός προς τα άνω. Ήδη, καθώς προχωρούμε στην ανάγνωσή του, παίρνει ολοένα και περισσότερο συμβολικό χαρακτήρα. Παράλληλα, δεν παύει μια καθ’ όλα ρεαλιστική πραγματικότητα. Αυτό είναι, νομίζω, το μεγάλο προσόν του. Κυμαίνεται μεταξύ ουρανού και γης, χωρίς να υπάρχει πουθενά ο παραμικρός σχετικός υπαινιγμός, αν και υφίστανται διάσπαρτα κάποια σημεία, τα οποία βάζουν σε σκέψεις. Ο Ανδροκλής, λόγου χάρη, το πρόσωπο που εξυπηρετεί χωρίς καμία παράλειψη τις ανάγκες των ενοίκων της «Χάριτος», αποδεικνύεται πιστός και ανιδιοτελής. Είναι πάντα χαμογελαστός και γεμάτος κατανόηση για όλους και για τα προβλήματά τους. Έχει πάντα μια σοφή κι εύστοχη απάντηση για κάθε ερώτηση κι έναν μοναδικό τρόπο να γαληνεύει την ταραχή και την αγωνία. Είναι σχεδόν μια αγγελική προσωποποίηση. Κατέχει το χρόνο και το χώρο του οικήματος. Δείχνει με καλόβολη διάθεση ότι γνωρίζει τα πάντα για τον καθένα και τα κατανοεί.
Από την αρχή δηλώνεται ότι όσα θα συμβούν στην Αλεξάνδρα, την κεντρική ηρωίδα του βιβλίου, είναι η έμπνευση του συγγραφέα, που αναρωτιέται όμως αν η βούλησή του κατευθύνει την αφήγηση ή αν η έμπνευση διαμορφώνει τα πράγματα. Η δήλωση αυτή ξεχνιέται γρήγορα, καθώς μας αποσπά την προσοχή η εξέλιξη της πλοκής του μυθιστορήματος.
Μετά την ζωντανή εμφάνιση ενός αναίτια δολοφονημένου μικρού κοριτσιού, όλοι αντιδρούν κατ’ αρχάς θετικά, αποδέχονται το γεγονός ως θαύμα. Το κοριτσάκι έχει μια αγγελική εμφάνιση. Σκέφτεται κανείς ότι προσωποποιεί την αθωότητα στην πιο καθαρή της μορφή. Ονομάζεται «Χάρις». Το όνομα αυτό, βέβαια, δεν είναι τυχαίο. Σχεδόν αυτόματα παίρνει μέσα μας τη θέση του συμβούλου. Είναι η αθωότητα που χάνουμε και που κατά καιρούς ξανακερδίζουμε στη ζωή, και τότε, έστω και για λίγο, ξαναβαφτιζόμαστε στην αλήθεια και την ομορφιά. Είναι κάτι σαν την θεία χάρη, που ευδοκεί μερικές φορές να μας επισκεφθεί, και η ύπαρξή μας τότε αυτοπροσδιορίζεται ξανά, γνωρίζει και πάλι τον εαυτό της, τον αληθινό της σκοπό. Αυτή η επίσκεψη της χάριτος είναι τόσο λεπτή, τόσο αδιόρατη, που αμέσως μετά αρχίζουμε να αμφιβάλλουμε αν υπήρξε πραγματικά. Γι’ αυτό και οι κάτοικοι του οικήματος αμφιβάλλουν αν το κοριτσάκι αναστήθηκε.
Το κτίριο της «Χάριτος» πιάνει φωτιά και υφίσταται μεγάλες ζημιές. Τότε, η Αλεξάνδρα αποφασίζει να φύγει. Τα τελευταία της λόγια με τον Ανδροκλή δείχνεις ότι τον υποψιάζεται ως συγγραφέα της ιστορίας. Αυτός το αρνείται, αν και θα επιθυμούσα ως αναγνώστης να ήταν αυτός. Συλλογίζομαι ότι η άρνηση του είναι ίσως πλαστή. Η ηρωίδα τονίζει ότι η θητεία της εκεί έχει τελειώσει, ότι τώρα θα προσπαθήσει να βρει τον πραγματικό εαυτό της, το σκοπό της στη ζωή με πιο καθαρό βλέμμα.
Η παρουσία του συγγραφέα στην αρχή και ιδιαίτερα στο τέλος της αφήγησης αποτελεί ένα τέχνασμα ίσως της Ελένης Λαδιά. Θέλει να υποδηλώσει με αυτό πως όλη η ιστορία της «Χάριτος», παρ’ όλα τα ρεαλιστικά της στοιχεία που την καθιστούν εντελώς αληθοφανή για τον αναγνώστη, είναι τελικά ή μπορεί να είναι μια περιπέτεια ιδεών. Ένα πρόσχημα, δηλαδή, ένα όχημα για να μας μεταφέρει στην καρδιά της υπαρξιακής προβληματικής της. Η χρήση, εξάλλου, του πρώτου προσώπου στην όλη διήγηση, που την προικίζει με εξομολογητικούς τόνους αυξημένης ειλικρίνειας, αποσκοπεί στην κατά το δυνατόν μεγαλύτερη πειθώ, ότι τα εξιστορούμενα είναι αληθινά. Περιγράφουν βιώματα.
«Η Χάρις», σε όλο το μήκος της, διαπνέεται από ένα μυστικό άρωμα ευλάβειας, από έναν αέρα θεολογικής πίστης, που λειτουργού εντελώς υπαινικτικά, αλλά και γι’ αυτό ίσως πολύ πιο δραστικά.
ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΗ 14 ΙΟΥΛΙΟΥ 2000
Η εικόνα είναι κολάζ της συγγραφέως