Είχα αναφέρει άλλοτε ότι τα μυθιστορήματα της Ελένης Λαδιά έχουν ισχνή πλοκή, ότι η κίνηση των προσώπων της στον χώρο είναι περιορισμένη, αν τη συσχετίσουμε με την πολύ εντονότερη εσωτερική κινητικότητά τους, με τον αναστοχαστικό τους χαρακτήρα, όπως αυτός μάς παρουσιάζεται συνήθως από την υπονοούμενη αφηγήτρια. Εκείνη που, συνήθως αθέατη, πρωτοπρόσωπη ή τριτοπρόσωπη, «τυχαίνει» ως επί το πλείστον, όπως δηλαδή τα έχει φροντίσει η ίδια η πεζογράφος Λαδιά, να είναι μια έκδοχη μορφή της, αφού πολλές φορές συμμετέχει παρομοίως ως μισοεπινοημένη-μισοπραγματική μορφή στις ιστορίες της. Και το αναφέρω αυτό, διότι η μυθοπλασία ή αλλιώς η επιδίωξη δημιουργίας ενός κόσμου αποσυνδεδεμένου όσο γίνεται από αυτοβιογραφικά στοιχεία, όντως μοιάζει σε αρκετά από τα παλαιότερα βιβλία της (λ.χ. στην πρώτη μορφή του μυθιστορήματός της Αποσπασματική σχέση,1974), να μην είναι στα πρώτα της ζητούμενα. Εν πάση περιπτώσει, μυθιστορηματικά της πρότυπα δεν φαίνεται πως είναι η γοργή ανέλιξη των καταστάσεων, οι πυκνοί σαν ριπές διάλογοι, το κυνήγι του χρόνου που είναι ένα από τα πιο εμφανή χαρακτηριστικά στα αφηγηματικά είδη του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, αλλά οι ενσωματωμένες στον κύριο λόγο, δευτερεύουσες και πλάγιες φωνές, κατά τον τρόπο που παλαιότερα ήταν καμωμένο το ρωσικό φιλοσοφικό μυθιστόρημα. Με λίγα λόγια, η αφήγηση της Λαδιά αυτό που προπάντων θέλει είναι χώρο για ν΄απλωθεί. Αν ρωτήσει κάποιος γιατί αυτή η διαφοροποίηση με άλλους συγγραφείς (που ασφαλώς δεν είναι μόνο ίδιόν της), θα απαντούσα: διότι η μυθοπλασία γι΄αυτήν είναι ένα “κατ΄ανάγκην” χρησιμοποιούμενο όχημα που φέρει πάνω του ένα πυκνό (και γιατί όχι, βαρύ) φορτίο ιδεών, σκέψεων και στοχασμών. `Ενα φορτίο που αναμφίβολα ήταν (και συνεχίζει να είναι) το προνομιακό πεδίο αυτής της ιδιότυπης πεζογράφου, η οποία από νωρίς, από τα διηγήματα του Μαύρου Ερμή (1977) και του Χάλκινου ύπνου (1980), έπλεξε και έδεσε στη ροή του αφηγηματικού της λόγου το παραδειγματικό, το ιστορημένο και το ανιστόρητο, το υπερβατικό και το απτό, αλλά με μια αφηγηματική γλώσσα απαλλαγμένη στην εκφορά της από ασάφειες, διφορούμενα, υπόρρητα, παρ΄ότι στα πεζά της έχουν κεντρική σημασία τα σύμβολα, οι υποδηλώσεις, οι αλληγορίες. Συχνότατα μυθολογεί, κατευθυνόμενη προς τη μυστική διττότητα των πραγμάτων, αλλά η διττότητα είναι το ζητούμενο όχι της διαυγούς ομιλίας όσο του βλέμματός της που αναζητά κατ΄αρχάς τη διαύγεια!
Γενικά μιλώντας θα έλεγα ότι αυτή η αδρότητα, η σχεδόν δωρική λιτότητα, η ζυγισμένη ακρίβεια του λόγου στην οποία αναφέρθηκα προηγουμένως, ήταν αναγκαία στη Λαδιά για την ευθυβολία του αναστοχασμού της, αν και με την πάροδο των ετών έχασε την αρχική της αυστηρότητα, καθώς η γλώσσα της υπόκειται ή υφοποιείται (όπως θα έλεγε ο Μιχαήλ Μπαχτίν) ολοένα και πιο πολύ από τα συναισθήματα της: έγινε μ΄άλλα λόγια, ηδύτερη, παθητικότερη, ειρωνικότερη, ελεγειακότερη, με περισσότερο χιούμορ. Παλαιότερα, ο «ιθύνων λόγος» έκανε τα πεζά της πιο συμπαγή, πιο λόγια, πιο «φιλοσοφικά», πιο σκληρά , δεδομένου ότι οι ιστορίες της υπήρξαν, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, ιστορίες εσωτερικής ζήτησης. Ο βιωματικός αποθησαυρισμός έτσι κι αλλιώς αλλάζει τη γλώσσα μαζί με την πρόοδο της ηλικίας, την κάνει πιο ευλύγιστη, πιο ανοιχτή ‘ άλλωστε, στην περίπτωσή μας, η αναστοχαστικότητα, ο εσωστρεφής διαλογισμός, η προσδοκία του αφηγηματικού ορίζοντα να δει πέρα από το φαινομενικά ορατό, είναι συστατικά μέρη ενός τρόπου διόρασης της Λαδιά, εγκαθιδρυμένου πλέον στον αναπαραστατικό της νου και στη φαντασία της.
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι άλλαξαν τελείως τα πράγματα. Για να είμαστε ακριβείς, στα πεζά της εμφανίζονται, πριν απ΄όλα και όπως πάντα, αναζητήσεις για την αρχετυπική, οντική συμπεριφορά του ανθρώπου, αναζητήσεις που πηγάζουν και αναπτύσσονται από ένα σταθερό ιδεοστοχαστικό κέντρο. `Ετσι, στο σύνολο του έργου της συναντούμε έναν κύκλο συναφών και επαναλαμβανόμενων εσωτερικών συγκρούσεων: η ηρωϊκή ζωή, η ερωτική ζωή, η ασκητική ζωή, τα πάθη, η υποταγή της ύπαρξης σ΄ένα αμάλγαμα φυσικών και υπερβατικών κανόνων που το επιβάλλει μια προλογική νομοτέλεια, το αφ΄εαυτού μοιραίο που δίνεται ως προίκα στην ύπαρξη, ως χάρη ή ως έλλειψη της χάρης. Με τις καταστασιακές αυτές συγκρούσεις «κατοικείται» ένα ιδιότυπο δημιουργικό σύμπαν που- πρέπει να το πούμε- δεν είναι έρμαιο τυχαιοτήτων, συναισθηματικών, υποκειμενικών ή άλλων. Τίποτε δεν είναι αφημένο στην τύχη, όλα έχουν το λόγο τους, πράγμα που συντελεί στο να μάς είναι ευανάγνωστο, μετά από τόσο καιρό, ότι οι ιστορίες της Λαδιά, αφού εκκινούν από το ίδιο κέντρο ανοίγονται προς τον ίδιο ορίζοντα της ενορατικής τους προσδοκίας, παραλλαγμένες μόνο ως προς τον τρόπο ανάβασης προς το ένθεο. Μια βασική λοιπόν παρατήρηση που θα είχα να κάνω είναι ότι η πεζογραφία της Λαδιά, ακόμα και όταν, συχνότατα, εκχωρεί έδαφος στο όνειρο, στο όραμα, στην παραμυθία, δεν αφήνεται στη ρευστότητα και στην απροσδιοριστία: δεν αποσυνδέεται από την αναφορά στο υφάδι μιας λογικής που διέπει τις πλασματικά αντίθετες έννοιες του ρητού και του απόκρυφου ή του άρρητου.
Η άλλη παρατήρησή μου σχετίζεται με τον διαφορετικό τρόπο με τον οποίο η συγγραφέας χειρίζεται στο δημιουργικό της πεδίο τον χρόνο και τον χώρο, ως έννοιες αλλά και ως εμπραγματώσεις στην καθημερινότητα της ζωής. Προηγουμένως σημειώσαμε την παρουσία στις ιστορίες της μιας προλογικής αρχής ‘ η αρχή αυτή ως ιδρυτική και εποπτεύουσα είναι μοιραίο ότι αποδυναμώνει την παντοδυναμία του χρόνου, ελαφρώνει το σφίξιμο από τη μέγγενη της αγχώδους στιγμής που βασανίζει τον νεοτερικό άνθρωπο. Αντίθετα λοιπόν προς αυτά, αντίθετα προς τη διαμελιστική και καταστροφική επέμβαση του χρόνου πάνω στη φύση και τον κόσμο, αντίθετα προς τη βουλιμία του χρόνου, ο ίδιος ο χώρος, ακόμα και τα μικροστοιχεία του, οι ιδιομορφίες του, οι αποχρώσεις, η φυτική ή η ορυκτή του εικόνα, αποδίδονται πάντοτε από την Λαδιά μ΄έναν λεπταίσθητο, ρεαλιστικό ανασχηματισμό. Ο χώρος είναι το σπίτι και η πατρίδα της. Αυτή η αντίθεση χρόνου και χώρου, αυτόχρημα ενδιαφέρουσα αλλά και γοητευτική, δημιουργεί στη φαντασία του αναγνώστη των ιστοριών της μια συνθήκη που ίσως τον παραξενεύει αλλά και του υποβάλλει μια κατάσταση ιαματική για την προσαρμοσμένη στην κατάτμηση του χρόνου σύγχρονη ζωή του: συνυφαίνονται έτσι σ΄αυτή την κατάσταση το άπιαστο και μαγικό της ψυχικής ζωής μα και το άκρως συγκεκριμένο του εμπράγματου περιβάλλοντος. Τέτοια έργα της Λαδιά που μας οδηγούν σ΄ ετούτη την υποβλητική συνθήκη, είναι κατεξοχήν τα οδοιπορικά της, οι Φυσιογνωμίες τόπων (1992) αλλά και τα Εξ Αιγύπτου (1995) όπου η ανθρώπινη παρουσία εγγράφεται ενσωματωμένη στον χώρο, και δεν μπορεί να νοηθεί πέρα από αυτόν. Ο χώρος και η φυσιολογία του, άλλωστε, είναι αυτά που ετοιμάζουν το σκηνικό πεδίο στο οποίο πραγματοποιούνται οι διαχρονικές μυθικές αναγωγές, οι τόσο συχνές στα πεζά της, οι γάμοι της αρχαϊκής παράδοσης με το διηνεκώς παρόν της φύσης, όπου επίσης γεννιέται, φθείρεται και πεθαίνει το ανθρώπινο σώμα-ή, μάλλον, η χρονικότητα του σώματος.
Με αυτή την έννοια θα μπορούσαμε να απομονώσουμε το εξής παράδοξο που διατρέχει ως μόνιμο ζητούμενο τις περισσότερες, αν όχι όλες, τις ιστορίες της. Ο χώρος, ο τόπος, το περιβάλλον, θα έλεγα ότι εκτοπίζουν ή εξωθούν τον χρόνο, το αγκυροβόλημα και ρίζωμα στη στιγμή της ιστορίας. Και τελικά μάλλον αυτός- η αδιαφορία για τον χρόνο- είναι ο λόγος που αρκετές από τις ιστορίες της Λαδιά κινούνται ελεύθερα, με την υδραργυρική ρευστότητα του ονείρου, πάνω σε δυο διαστάσεις, τη μυθολογική και την πραγματική. Αυτό το διφυές που δεν ξεχωρίζει αλλά συμπλέκεται συνεχώς, έτσι ώστε τα πρόσωπά της να έχουν κι αυτά μια ρευστή αρχετυπική ταυτότητα, καθώς είναι φορείς αρχαϊκών συμβολικών νοημάτων μα και δυνατών σωματικών αισθήσεων. Αποτυπώσεις, όπως σημειώσαμε, του κύκλου γέννησης και θανάτου. Γεύσεις, αφές, οσμές, εικόνες που όχι μόνο κάνουν εντονότερη την νοσταλγία των τόπων αλλά και θεραπεύουν ενίοτε με την επίκλησή τους την οξύτητα ή την σκληρότητα του χρόνου-φθορά, της στιγμής που εντάσσεται στην ιστορία. `Ετσι, η αφηγήτρια/συγγραφέας αλλά και πρόσωπο της οικογενειακής γενεαλογίας των μυθιστορηματικών Θεαινών (2015), που, σημειωτέον, έχουν πολλά κοινά με ένα άλλο, προηγούμενο μυθιστόρημά της, Τα άλση της Περσεφόνης (1997), με το να ανασκευάζει τη ζωή της μητέρας της, οδηγώντας την και πάλι, λογοτεχνικά τη φορά αυτή, από την παραμυθία του ορεινού, μακεδονικού χωριού ως το άξενο του σύγχρονου αττικού τοπίου, με ενδιάμεσες καταστροφές, εμφυλίους, υπερορίες, καταργεί διαρκώς τεράστιους ενδιαμέσους όγκους χρόνου, εποχές και αιώνες, εστιάζοντας στη διαχρονία της φυγής, της αναζήτησης και της περιπλάνησης στον χώρο. Υφαίνει η Λαδιά ένα νήμα που μπορεί να συνδέει διαρκώς ένα γεγονός τρέχον, ενίοτε απολύτως συμβατικό, με την διαχρονική αλληγορική του εκδοχή, με το χαμένο μέσα στο ανιστόρητο γέννημα της συγγραφικής φαντασίας. `Ετσι, η μητέρα, στην κοριτσίστικη ζωή της, στην οποία ανατρέχει η μυθοπλαστική επινόηση της θυγατέρας της, παίρνει συχνά τη μορφή μιας μικρής υάδας, μιας νύμφης των δασών!
Πρόκειται για ένα κομβικό σημείο αυτού ειδικά του βιβλίου, των Θεαινών. Γιατί η Λαδιά, χρησιμοποιώντας τη μορφή της μητέρας της ως πρόσωπο αφηγηματικό και ταυτόχρονα ως μυθική περσόνα που συνδέει το ελληνικό τοπίο με τη διαχρονία του, επαναλαμβάνει στην ουσία τη παμπάλαιη διαδικασία της θεϊκής μεταμόρφωσης, της γείωσης δηλαδή του υψηλού στα όρια του ανθρώπινου αισθησιασμού, κάτι που ήταν ιδιαίτερα προσφιλές τόσο στον αρχαίο όσο και στον μεσαιωνικό ή στον κόσμο των Παρνασσιακών του τέλους του 19ου αιώνα, από όπου πήγασε (όσο κι αν επιμένουμε να το παρακάμπτουμε) η καλύτερη ποίηση του Βάρναλη! `Αλλωστε, παρεμφερής είναι και ο τρόπος που μυθοποιεί η Λαδιά και άλλα πρόσωπα του οικείου της περιβάλλοντος, όπως τις τρεις συνομήλικές της γυναίκες, τη Μαρώ, την Πόπη και την Αιμιλία, προς το τέλος του μυθιστορήματος Οι Θεές, τις «ελευσίνιες» όπως τις αποκαλεί, που η ζωή τους έχει γίνει επίσης μέρος μιας χοϊκής/υπερβατικής τελετουργίας με σταθερό επίκεντρο στον χρόνο τον χώρο της Ελευσίνας και τον μύθο της Περσεφόνης. Αλλά παρομοίως μυθοποιεί και τον λυρικό ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα (1922-1987), ο οποίος εμφανίζεται στην αφήγηση ως η περσόνα του «Ποιητή», αν και όχι τυχαία αφού συνδέεται αναδρομικά εν τοις πράγμασι με τον χώρο, τα πρόσωπα και την ίδια τη συγγραφέα, καθώς στην τελευταία περίοδο της ζωής του είχε επισκεφθεί μαζί της κατ΄επανάληψη την Ελευσίνα και είχε ασχοληθεί ιδιαίτερα με τη μετάφραση των ορφικών ύμνων. Τηρώντας λοιπόν σε όλη τη διάρκεια του μυθιστορήματος το εναλλάξ πλέξιμο του αρχαϊκού κοσμογονικού μύθου με τις σύγχρονες συμβολικές του προεκτάσεις, τη διασταύρωση της παραβολικής με την αυτοβιογραφική μυθοπλασία, η Ελένη Λαδιά δημιουργεί ένα μεικτό είδος εξιστόρησης, δοκιμιακού και παραμυθητικού χαρακτήρα, εστιάζοντας, όπως ήδη είπαμε, προπάντων στον χώρο, ο οποίος, ορεινός ή ενάλιος, εγκολπώνεται και ενσωματώνει τον χρόνο, δίνοντας του τη δική του ιδιοσυστασία.
Το μυθιστόρημα Οι Θεές το διατρέχουν σε μια γραμμή διαρκούς εναλλαγής η ζωή και ο θάνατος. Οι πόλεμοι, οι παντοειδείς καταστροφές και η προσπάθεια της ζωής να ανορθωθεί από το κακό. Ο μύθος της Περσεφόνης και της ανά διαστήματα καθόδου της στον `Αδη, έχει κι αυτή την έννοια, της εναλλασσόμενης με τη μορφή των φυσικών φαινομένων πάλης, ανάμεσα στην παρουσία και στην απουσία. Μπορεί η παρουσία και η απουσία να αποτελούν συναφείς έννοιες, προβαλλόμενες στο κανονιστικό σύστημα της φύσης, αλλά εννοείται πως δεν συμβαίνει το ίδιο αν προβληθούν στη χρονικότητα της ζωής: εκεί παίρνουν ένα ηθικό νόημα, γίνονται καλό ή κακό για τη ζωή του ανθρώπου. Ο αρχέγονος μύθος της Περσεφόνης φτιάχτηκε λοιπόν έτσι ώστε να ταιριάζει η παρουσία και η απουσία της Περσεφόνης με τις εποχές του έτους, αλλά σ΄ό,τι αφορά τις μυθιστορηματικές Θεές έχει επιπλέον και μια απολύτως οργανική σημασία για τις σχέσεις των προσώπων. `Οταν πια, προς το τέλος του βίου της, η Αρετή, η μητέρα της συγγραφέως συγχέει τα πάντα, επιστρέφοντας στην παιδική ηλικία και αντιστρέφοντας μέσα στο χάος της άνοιας την έλλογη σειρά των πραγμάτων (χωρίς βέβαια να έχει συνείδηση ή συναίσθηση αυτής της αντιστροφής), οι ρόλοι αναποδογυρίζουν. Η μητέρα νιώθει πως είναι το βρέφος, αντιδρά ως βρέφος, ενώ η κόρη της παίρνει τη μορφή της μητέρας! Αυτό το «αναποδογύρισμα», αυτή η «ανατροπή» των ρόλων, δίνει έναυσμα στη Λαδιά να προσαρμόσει στη σχέση που έχει με τη μητέρα της την αρχετυπική σχέση Δήμητρας-Περσεφόνης. Δηλαδή, να είναι αυτή η ίδια Δήμητρα και η μητέρα της Περσεφόνη! `Αλλωστε, είναι μια αντιμετάθεση που την είχε από καιρό στο νου της, καθώς λέει ότι σε χρόνο παρελθόντα «από τότε που πέθανε ο Ποιητής, τον παρακαλούσα να μεσολαβήσει στον `Αδη να μη σε πάρει, να αργήσει να σε πάρει…» (σ.164), εννοώντας τη μητέρα της. Ικετεύει λοιπόν, σ΄αυτό το γεμάτο παραβολές και πολλαπλά νοήματα, εύχαρι όμως, μυθιστόρημα της Λαδιά, η κόρη/Δήμητρα τον ποιητή να ζητήσει από τον `Αδη να αφήσει την μητέρα/Περσεφόνη να ζήσει. Και πράγματι σε όλο το βιβλίο των Θεαινών η μορφή της μητέρας μάς παραδίδεται σαν άλλη Περσεφόνη, σαν εκείνη που όντως κινδυνεύει να την επιθυμήσει ο `Αδης και να την αρπάξει, σύμφωνα πάντα με τον μύθο.
ΑΛΕΞΗΣ ΖΗΡΑΣ
[Πρωτοδημοσιεύτηκε στο περ. Το Κοράλλι, τχ.9, Απρ.-Ιουν.2016, σ.9-12, στο ειδικό αφιέρωμα στην Ελένη Λαδιά]