Βιβλιοπωλείο “Επί λέξει” 31-5-2017
Καλησπέρα σε όλους τους φίλους, όλες τις φίλες που σήμερα βρίσκονται εδώ, στη φιλόξενη γωνιά του βιβλιοπωλείου Επί λέξει για να τιμήσουμε τη συγγραφέα Ελένη Λαδιά και το βιβλίο της, τη Φερέοικη. Πρόκειται για το 41ο έργο της συγγραφέως – αν μετρώ σωστά – που από το 1973 με την κυκλοφορία της πρώτης της συλλογής διηγημάτων (Παραστάσεις κρατήρος) και μέσα στα χρόνια που ακολούθησαν έχει μια συνεχή σταθερή παρουσία στα ελληνικά γράμματα. Μυθιστορήματα (10 τον αριθμό), συλλογές διηγημάτων, δοκίμια, μεταφράσεις, αρχαιογνωστικά έργα, μια παραγωγή ζηλευτή, διακρίσεις και βραβεία.
Η παρουσία σας με χαροποιεί ιδιαίτερα, όπως και τη συγγραφέα, νομίζω. Στα πρόσωπά σας διακρίνω το βλέμμα του βαθέως εκείνου πόθου που ενώνει τους ανθρώπους πίσω από τα αληθινά δημιουργήματα, εννοώ εκείνα που αφυπνίζουν και δεν αφήνουν περιθώρια για αισθηματολογίες, ωραιοπάθειες, κραυγαλέες φωνές ή και πανικούς. Σε αυτήν την αίθουσα οι παριστάμενοι, συγγραφείς, ομότεχνοι και φίλοι, όλοι φιλαναγνώστες, έχοντας διασχίσει σελίδες επί σελίδων και έχοντας μάθει να ξεχωρίζουν την γνησιότητα της δημιουργίας που γιγαντώνεται με θυσίες ανυπολόγιστες και πολεμά ενάντια σε όλες τις ευκολίες της έκφρασης, ανακαλύπτουν περιχαρείς το διαμάντι που έψαχναν, το φως που γύρευαν στη σκιά του δέντρου πολλών σελίδων. Ένα τέτοιο φως αναδύεται από το μικρό αυτό βιβλίο των 85 σελίδων στον κομψό τόμο των εκδόσεων της Εστίας, που κρατάμε σήμερα στα χέρια μας.
Με χαροποιεί επίσης ιδιαίτερα η παρουσία των αόρατων της παρέας. Πιο συγκεκριμένα εκεί, στο βάθος της αίθουσας, έχει θρονιαστεί η Φερέοικη. Δημιούργημα ή δημιουργός; Το βλέμμα της σαρκαστικό, κάπως κακεντρεχές: «Δεν πρόκειται να σε αφήσω να γράψεις το καινούργιο μυθιστόρημα. Δεν θα με χρησιμοποιήσεις, για να είσαι συ καλά και να χαριτολογείς με την έμπνευσή σου!», μοιάζει να λέει στη συγγραφέα πριν ακόμα πάρει το όνομά της «Φερέοικη», στην αρχή του βιβλίου. Εδώ τα πράγματα δυσκολεύουν κάπως. Ποια η δυνατότερη; «Δημιουργός χωρίς δημιούργημα δεν λέγεται δημιουργός, ούτε το δημιούργημα χωρίς τον δημιουργό λέγεται δημιούργημα». Βρισκόμαστε μπροστά σε μια περίεργη κατάσταση. Δυο άνθρωποι από την ίδια ουσία με δύο υποστάσεις και πολλά κοινά. Η κοινή αντίδραση, ας πούμε, στο πένθος. Και οι δυο τους δεν το αποδέχονται, το θεωρούν «φάρσα δοκιμασίας». Παρ’ όλα αυτά η Φερέοικη όφειλε να ακούσει τις ιστορίες που είχε ετοιμάσει στο μυαλό της η συγγραφέας, περιλήψεις ιστοριών, όπου η Φερέοικη θα συμπρωταγωνιστούσε με κάποιον τρόπο και τέλος θα δήλωνε αν τις ήθελε ή όχι για προσωπική εμπειρία της. Σε κάποια από αυτές θα στηριζόταν το νέο μυθιστόρημα.
Οι ιστορίες αρχίζουν να ξετυλίγονται και – πράγμα παράξενο – τα καινούργια πρόσωπα παίρνουν κι αυτά μορφή. Εμφανίζονται επίσης στην παρέα των αοράτων της σημερινής βραδιάς: η Φιλιώ και η Γεωργίτσα της πρώτης ιστορίας. Συνομήλικες, ξανθές, ευαίσθητες με τον τρόπο της η κάθε μια. Μοναχοπαίδι η Φιλιώ αισθανόταν ενοχές για την ευμάρεια του σπιτιού της. Αντίθετα η Γεωργίτσα από την ανάγκη και την ανέχεια είχε αναπτύξει μια πρακτική εξυπνάδα κι επινοούσε τρόπους να την αντιμετωπίσει. Στο σπίτι της φίλης της η Φιλιώ εκτός από τις διεξόδους που έβρισκε στην πλούσια φαντασία της ανακάλυπτε σπουδαία πράγματα, όπως παράδειγμα το γεγονός ότι η φτώχεια καταφέρνει τελικά να ταπεινώσει την περηφάνια.
Ακολουθούν τα πρόσωπα της δεύτερης ιστορίας με τα καρκινικά ονόματα: η Άννα που συνειδητοποιεί την αναπόφευκτη διάλυση του γάμου της με τον Τηλέμαχο και ο Σάββας που «δινόταν με το σταγονόμετρο» στον έρωτα, με αποτέλεσμα να τον μετατρέπει «σε ποίηση και μουσική». Η ιστορία ξεφτίζει σαν πολύχρονο χειροποίητο χαλί. «Οι όμοιοι εγωισμοί και οι ευαισθησίες» δεν αφήνουν χώρο να αναπτυχθεί το χιούμορ και η λογική των συμφιλιώσεων. «Καθένας εξέταζε με σχολαστικότητα τα λόγια ή την συμπεριφορά του άλλου, για να τα γνέσει και να τα υφάνει με το δικό του τρόπο». Η ηρωίδα, η Άννα, βιώνει τον χωρισμό της από τον Τηλέμαχο όχι και τόσο οδυνηρά, ενώ με τον Σάββα πνίγεται στις ατέλειωτες λεπτομέρειες συνοδευόμενες μάλιστα «από κακοήθη και οξεία μνήμη».
Η Φερέοικη ωστόσο, ελάχιστη σημασία έδινε σ’ αυτές τις ιστορίες, καθώς συνεπαρμένη από το «άλαστον πένθος» της δεν σκεπτόταν παρά τη μητέρα της που φεύγοντας την άφησε «δίχως σημείο αναφοράς». Κρατούσε μάλιστα και σημειώσεις, όπου ξεδίπλωνε τον προβληματισμό της, πού πήγε η μητέρα της κι αν συνεχίζει να υπάρχει κάπου.
Η ευάλωτη Φερέοικη συγκινεί τη συγγραφέα που προχωρεί στην τρίτη ιστορία της. Αφηγείται λοιπόν μια νουβέλα που κάποτε είχε αποφασίσει να γράψει με τον τίτλο «Καλυψώ».
Η Καλυψώ ζούσε σ’ ένα νησί κι ήταν ερωτευμένη με τον Οδυσσέα Α, κατά πολύ μεγαλύτερό τη, ο οποίος την μύησε στην παρατεταμένη σαρκική ηδονή, τους γαλαξίες και τα παράλληλα σύμπαντα. Το τρίτο πρόσωπο της ιστορίας, ο Οδυσσέας Β, συνομίληκος της κοπέλας και ακόμα παρθένος, μαθαίνει για τον πρώτο έρωτα της Καλυψώς, ταράσσεται και βρίσκει καταφύγιο σε στίχους ερωτικών ποιημάτων και σε ηρωίδες βιβλίων με πρότυπο πάντα εκείνη. Η αποχώρησή του από το νησί και το γράμμα της κοπέλας που σκίστηκε χωρίς ποτέ να διαβαστεί την κάνει να συνειδητοποιήσει την τραγική μοίρα της: «την ανελευθερία που γινόταν εμπόδιο στην ποικίλη φύση της, γιατί γνώριζε πως θα ήταν υπόδουλη σ’ έναν άνδρα, ενώ συγχρόνως θα συνάρπαζε ερωτικά πολλούς άλλους»
Ούτε και αυτή η ιστορία όμως ικανοποίησε την Φερέοικη, με αποτέλεσμα να απομακρυνθεί μαζί με τη συγγραφέα σε τόπους σκοτεινούς και απόκοσμους, εκεί που τον πρώτο λόγο έχει κυρίως η μνήμη.
Η Μνήμη στην «πυρακτωμένη της φάση» φέρνει στο φως εγκλωβισμένες εικόνες που θα μπορούσαν να λησμονηθούν, έστω να ταριχευθούν, όμως η «φθονερή της πλευρά» τις διατηρεί «ολοζώντανες κι ολόπικρες». «Α!», φώναξε η Φερέοικη, «κοίτα εκεί μιαν ανάμνηση του παρελθόντος που έγινε ανάμνηση του παρόντος!». Επρόκειτο και για δική της ανάμνηση. Επειδή «η ανάμνηση διασώζει το κακό, όπως και το καλό» και ουδεμία διαγραφή επιτρέπεται. Όλα προφανώς καταγράφονται στη μνήμη του σύμπαντος, ακόμα και περιστατικά που παραμένουν στο Μουσείο της Μνήμης κι άλλα που διασώζονται σε κάποιο παράλληλο σύμπαν γειτονικό του Μουσείου κι επεκτεινόμενο προς το Νεκροταφείο. Η δημιουργός θυμάται καλά μια προηγούμενη επίσκεψή της στο Νεκυιομαντείο του Αχέροντος, θυμάται πόσο συγκλονίστηκε από τον υγρό και σκοτεινό προθάλαμο του Άδη και θα επιθυμούσε να αρκεστεί απλώς σ’ εκείνη την επίγεια πρόγευση. Φαίνεται όμως πως οι ρόλοι αντεστράφησαν. Η ηρωίδα του μυθιστορήματος, το δημιούργημα, έχει αποκτήσει τόλμη και επιβάλλει την άποψή της. Η επιμονή της να επισκεφτούν τον Άδη την οδηγεί στην πρόταση: «Πριν μεταβούμε στον κόσμο των νεκρών θα φτιάξουμε ένα τέλος με δυο πιθανότητες».
Το βιβλίο κλείνει με ένα εκπληκτικό παιχνίδι μεταμορφώσεων μέσα στο νεκρικό χώρο, όπου οι δυο ηρωίδες πλέον διακρίνουν αυτό που και οι δύο ενδόμυχα προσδοκούν: το πρόσωπο της μητέρας. Η δική της μορφή ζωής μέσα στο χώρο του θανάτου τις συμφιλιώνει με την ιδέα πως όταν γίνουμε νεκροί θα αναγνωρίσουμε τους δικούς μας και πάνω απ’ όλα τη μορφή της Μητέρας «όπως μας την χάρισε η τέχνη σε όλες τις παραστάσεις». Η Μεγάλη Μητέρα που γεννά και ανασταίνει τον άνθρωπο, που νικά το θάνατο.
«Έτσι εγώ, η συγγραφεύς του βιβλίου», καταλήγει η Ελένη Λαδιά, «μεταμορφώθηκα σε Φερέοικη, και περιμένω με απέραντη υπομονή να ξαναγεννηθεί ένα ροδαλό βρέφος, το οποίο θα ξαναγίνει η μητέρα μου».
Με το βιβλίο της αυτό η Ελένη Λαδιά ανοίγει το εργαστήρι του συγγραφέα, όπου τα μυθιστορηματικά πρόσωπα εμφανίζονται ξαφνικά αυτόκλητα, σαν καινούργια πλάσματα με δική τους υπόσταση. Από κει και πέρα αρχίζει η συμβολή του τεχνίτη του λόγου, ο κόπος, η προσπάθεια, η αντίστασή του στη φορτικότητα των ηρώων που τον βασανίζουν, «βγάλε μας στο φως», του λένε, «για να σε λευτερώσουμε». Ο τεχνίτης θα υποχωρήσει στις παρακλήσεις τους, θα τα νιώσει δικά του, θα ταυτιστεί μαζί τους, όσο κι αν το έργο του τελικά θα έχει κάτι από τη δική του φυσιογνωμία, κάτι που εν τέλει θα πείσει πολλούς πως είναι αυτοβιογραφικό.-