Καλησπέρα σας,
Πρώτα απ’ όλα να σας συστηθώ. Λέγομαι Βαγγέλης Κάλιοσης και βρίσκομαι εδώ σήμερα, γιατί είχα την τύχη να γνωρίσω και να συνεργαστώ με τον αξέχαστο δάσκαλο και φίλο Γιώργο Ζουγανέλη, όταν το 2014 ανέλαβα τη διεύθυνση του νεοσύστατου τότε ΙΕΚ των Φυλακών Κορυδαλλού, που ερχόταν να προσθέσει μία ακόμη ψηφίδα στο θαυμαστό ψηφιδωτό εκπαίδευσης που ο Γιώργος φιλοτεχνούσε από χρόνια εκεί μέσα με την υπομονή και τη μαεστρία ενός αγιορίτη αγιογράφου.
Εκεί συναντήθηκα για πρώτη φορά και με τη συγγραφέα, για την οποία άκουγα συχνά τους κρατούμενους μαθητές της να μιλάνε με μεγάλο σεβασμό. Κι εκείνη με την έκδοση αυτού εδώ του βιβλίου αισθάνομαι πως τους τον ανταποδίδει. Έφτιαξε 14 αναθηματικά λογοτεχνικά ανάγλυφα για να μνημειώσει εκείνο το μικρό εκπαιδευτικό θαύμα που συντελέστηκε στις Φυλακές Κορυδαλλού στα έντεκα χρόνια της λειτουργίας του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας υπό τη διεύθυνση και την εμπνευσμένη καθοδήγηση του τιμώμενου της σημερινής εκδήλωσης. Κι είμαι πραγματικά πολύ χαρούμενος που μια καταξιωμένη συγγραφέας με τη δική της οξυδερκή ματιά βρέθηκε σε εκείνο τον χώρο, τον έζησε από μέσα, τον παρατήρησε και είχε την ευγένεια να καταγράψει πυκνωτικά και με θαυμαστή λιτότητα και μέτρο κάτι – ίσως την πεμπτουσία – από ό, τι συντελέστηκε εκεί μέσα. Θα ήταν στα αλήθεια πολύ κρίμα να μη συμβεί αυτό. Κάτι θα ήξερε ο διορατικός και απίστευτα διαισθητικός Γιώργος τότε, όταν την καλούσε να συνδράμει το εκπαιδευτικό του έργο.
Ωστόσο, η συγκεκριμένη συλλογή διηγημάτων, όπως μπορεί να διαβάσει ο αναγνώστης και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου είναι διφυής. Το πρώτο μέρος περιλαμβάνει διηγήματα μυθοπλασίας και το δεύτερο εστιάζει στην πραγματικότητα της εντός των τειχών εκπαίδευσης. Προσωπικά, τόσο ως αναγνώστης όσο και ως συγγραφέας, ρέπω στη μυθοπλασία. Αλλά αυτό το βιβλίο το διάβασα ανάποδα. Ξεκίνησα από την πραγματικότητα, παρακινημένος ίσως από μια εγωιστική παρόρμηση, καθότι κατά κάποιο τρόπο είχα κι εγώ αποτελέσει μέρος της, αλλά και γιατί με έτρωγε η περιέργεια να δω πώς ένας λογοτέχνης γίνεται να χωρέσει μέσα σε λίγες σχετικά λέξεις τόσα συναισθήματα, εκατοντάδες ιστορίες, ακόμη περισσότερες προσδοκίες παραβατικών ανθρώπων και μια πληθωρική προσωπικότητα όπως εκείνη του πνευματικού τους δαμαστή – ή ίσως θα ήταν πιο δίκαιο και ταιριαστό καλύτερα να πω λυτρωτή – του Γιώργου του Ζουγανέλη. Ε ναι, λοιπόν, διαπίστωσα διαβάζοντάς τα απνευστί ότι γίνεται.
Εδώ πάντως, ενώπιόν σας, θα αποκαταστήσω την τάξη και θα ακολουθήσω τη σειρά που η συγγραφέας έχει επιλέξει και που και με τη δική μου ιδιοσυγκρασία ταιριάζει. Θα μιλήσω πρώτα για τη μυθοπλασία. Ξεκινώντας να διαβάζω ένα ένα τα διηγήματα αυτής της ενότητας γρήγορα συνειδητοποίησα ότι ερχόμουν αντιμέτωπος με μια λογοτεχνία που είχα ξεχάσει ότι υπάρχει. Φέρει πάνω της την πατίνα του χρόνου, σαν καλοβαλμένη γηραιά κυρία, αλλά την ίδια στιγμή σου χαμογελά με τη φρεσκάδα δεκαεξάχρονης κορασίδας. Έχει το βάρος των κλασικών της νεοελληνικής λογοτεχνίας και μια σύγχρονη ελαφράδα με τον τρόπο που υπέδειξε ο Πολ Βαλερύ καλώντας «να είναι κανείς ελαφρύς όχι σαν το φτερό αλλά σαν το πουλί». Κάτω από τις ιστορίες που μας αφηγείται η συγγραφέας αισθάνεσαι αβίαστα, εντελώς φυσικά, να ρέουν τρία μεγάλα ρεύματα που προσδίδουν μουσικότητα στην ανάγνωση και μεστότητα σε ό,τι αυτή σου αφήνει. Το ένα ρεύμα είναι η φιλοσοφία από τους Προσωκρατικούς, τους Πυθαγόρειους και τον Πλάτωνα μέχρι τον Σπινόζα, τον Κίργκεγκωρ και τον μεγάλο υπαρξιστή Νίτσε. Το δεύτερο είναι το πλατύ ποτάμι της χριστιανικής παράδοσης. Και το τρίτο είναι αυτό που διατρέχει όλους τους μεγάλους μύθους, από την κλασική μυθολογία και τους αρχαίους τραγικούς μέχρι τους μεγάλους μυθοπλάστες της ρωσικής λογοτεχνίας προεξάρχοντος του Ντοστογιέφσκι. Η ακρίβεια με την οποία είναι επιλεγμένες οι λέξεις, οι φράσεις και οι προτάσεις και η αδρότητα των ηρώων, πραγματικών και φανταστικών, δεν σου αφήνουν καμία αμφιβολία ότι τα διηγήματα κατοίκησαν για πολύ καιρό στο μυαλό της δημιουργού τους και γεννήθηκαν στην ώρα τους με φυσικό τοκετό. Γι’ αυτό διαθέτουν την πληρότητα και την προοπτική ενός ζώντος οργανισμού. Σε μια εποχή που οι εκδοτικοί οίκοι εκδίδουν κατά συρροή φθηνά ρομάντζα και ευτελή πορνογραφία βαφτίζοντάς τα λογοτεχνία, ενώ τα ράφια των βιβλιοπωλείων ξεχειλίζουν από ογκώδη ιστορικά μυθιστορήματα, στα οποία η ιστορία κατακρεουργείται για να γίνει το συναρπαστικό φόντο κάποιας κατά τα άλλα κοινότοπης και εν πολλοίς βαρετής ιστορίας, τα διηγήματα ετούτης εδώ της συλλογής γίνονται βάλσαμο για όλες τις αισθήσεις του αναγνώστη τους και πρόκληση για το μυαλό του.
Θα μου επιτρέψετε να σταθώ ιδιαίτερα σε ένα από αυτά, που προφανώς δεν είναι τυχαίο ότι η συγγραφέας το ταξινόμησε πρώτο και τον τίτλο του τον συμπεριέλαβε στον γενικό τίτλο της συλλογής. Δεν σας κρύβω ότι άρχισα να το διαβάζω με κάποια επιφύλαξη – θα μπορούσες να την πεις και προκατάληψη – εξαιτίας του επιθετικού προσδιορισμού «Το άγιο». Θα πρέπει εδώ να σας εξομολογηθώ ότι είμαι θιασώτης μιας φιλοσοφικής και ιδεολογικής παράδοσης διάφορης από εκείνη της συγγραφέως που ξεκινάει από τον Δημόκριτο και τον Αριστοτέλη και περνώντας από τους Επικούρειους φτάνει στο Ρουσσό και από εκεί στον Πόππερ και τον Καστοριάδη, ενώ με τις θρησκείες, παρότι υπήρξα για ένα έτος φοιτητής της Θεολογικής Σχολής Αθηνών, η σχέση μου είναι εντελώς ακαδημαϊκή και για την οικονομία της κουβέντας μας θα με προσδιόριζα ως αγνωστικιστή. Όμως, όταν τελείωσα την ανάγνωση παραδόξως αισθάνθηκα αμέσως την ανάγκη να το ξαναδιαβάσω. Και αφού το διάβασα και τρίτη φορά συνειδητοποίησα ότι το ένθεο «άγιο περιστέρι» είναι ίσως το καλύτερο διήγημα που έχω διαβάσει. Θα σας παρακαλέσω να δεχτείτε ότι αυτό δεν είναι μια απλή φιλοφρόνηση, αλλά μια ειλικρινής δήλωση προερχόμενη από ένα πολέμιο κάθε μεταφυσικής. Πώς συνέβη αυτό; Πολύ απλά! Η συγγραφέας καταφέρνει να προσεγγίσει με θεολοσοφικούς όρους την πιο γήινη και πιο κοσμική ανάγκη του ανθρώπου, την ανάγκη να αντικρύσει την αλήθεια, να δει το όλον πλέον και όχι το μέρος. Μέσα σε μόλις οκτώ σελίδες ο αέναος ήρωάς της, ο Αριστοκλής ο Πνευματοφόρος, προστατευόμενος και καθοδηγούμενος από το άγιο περιστέρι διατρέχει όλες τις αντιφάσεις της ανθρώπινης φύσης, δοκιμάζεται σκληρά ανάμεσα στο «κτιστόν» και στο «άκτιστον», για να φτάσει δια της αποκάλυψης του ανθρώπινου εγκεφάλου στη θέωση, που στη δική μου αποδεκτή ορολογία θα ονομαζόταν ολοκλήρωση. Αλλά αυτό δεν έχει καμία σημασία. Σημασία έχει ότι η συγγραφέας μού αποκάλυψε τόσο ρηξικέλευθα ότι στο ίδιο επιθυμητό αποτέλεσμα μπορούμε να φτάσουμε από πολλούς διαφορετικούς δρόμους. Κι αυτό εκτός από γοητευτικό είναι και απέραντα ελπιδοφόρο.
Η κυρία Λαδιά σε όλα της τα διηγήματα επιβεβαιώνει με ενάργεια την καταπληκτική της ικανότητα να καθολικοποιεί το ατομικό και να εξατομικεύει το καθολικό, να προσδίδει μεταφυσικές διαστάσεις στην πιο πεζή εμπειρία και να καθιστά εντελώς φυσική την πλέον φαντασιακή αναζήτηση, να περιγράφει βιώματα της προσωπικής της διαδρομής σαν να είναι περιπέτειες πλασμάτων βγαλμένων από αρχέγονους μύθους. Γι’ αυτό προφανώς όταν κλήθηκε από τη συνείδησή της να περιγράψει την πραγματικότητα της εκπαίδευσης εντός των Φυλακών του Κορυδαλλού, το έκανε με έναν τρόπο ολιστικό που επιτρέπει και στον πιο ανυποψίαστο αναγνώστη να συλλάβει την ατμόσφαιρα, την ποιότητα αλλά και την αξία του πράγματος. Ο Άγγελος με τα σπασμένα δόντια, ο Μάριος με το λύκο της Αλβανίας, ο Νίκος ο καλύτερος κτίστης της Ευρυτανίας, ο Αλβανός Μπραντ Πητ, ο Βαγγέλης ο γιος του Ποσειδώνα, ο Δημήτρης με την έφεση στα μαθηματικά, ο Αριάν, ο Άνι και τόσοι άλλοι μοιάζουν στα αφηγήματά της με ήρωες του Ντοστογιέφσκι, καταραμένα πλάσματα που υπό το φως της εκπαίδευσης και της τέχνης αποκαλύπτουν εκτός από τις αδυναμίες τους και κάποιες από τις σπάνιες αρετές τους.
Σε ένα από τα αφηγήματα αυτής της ενότητας η συγγραφέας μας δίνει μια εικόνα που την έζησα για δύο χρόνια ακριβώς όπως την περιγράφει. «Οι κρατούμενοι περνούσαν, όπως και οι καθηγητές τους, τη στενή λωρίδα δρόμου για να ανέβουν την κλίμακα προς το φως. Γιατί φως ήταν το σχολείο των φυλακών Κορυδαλλού». Ο Γιώργος ο Ζουγανέλης είχε δημιουργήσει πέραν εκείνου του στενού διαδρόμου ένα αυτόφωτο εκπαιδευτικό σύμπαν. Πήρε στα χέρια του την έτσι κι αλλιώς ενδιαφέρουσα δομή του Σχολείου Δεύτερης Ευκαιρίας και μέσα στο δυσμενές περιβάλλον της φυλακής προϊόντος του χρόνου την εξέλιξε σε ένα μοντέλο εκπαίδευσης που κατά την ταπεινή μου άποψη, θα έπρεπε να αποτελεί πρότυπο για τον εκσυγχρονισμό του σύνολου αναχρονιστικού εκπαιδευτικού συστήματος. Έφτιαξε ένα σχολείο δημοκρατικό όπου ο μαθητής προσερχόταν με τη θέλησή του, συμμετείχε σε όλες του τις δράσεις συμπεριλαβανομένων των εργασιών καθαριότητας και συντήρησης του χώρου σαν να ήταν το σπίτι του, συνδιαμόρφωνε με τους καθηγητές του το περιεχόμενο της εκπαίδευσής του, δοκίμαζε τις κλήσεις του και αντιπάλευε τις έξεις του. Η τέχνη στο σχολείο του Γιώργου είχε την τιμητική της. Το δικό της φως διείσδυε στα πιο σκοτεινά κρησφύγετα του μυαλού και της ψυχής των κρατουμένων για να διαλύσει και τις τελευταίες τους αντιστάσεις και να μετατρέψει τη ζωή τους στο σχολείο σε κάτι σαν όαση μέσα στην έρημο της φυλακής. Οι συναναστροφή τους για λίγες ώρες με δασκάλους, εθελοντές, διανοούμενους, ειδικούς και καλλιτέχνες αποκαθιστούσε τρόπον τινά τη σχέση τους με την κοινωνία, με τον έξω κόσμο. Άκουσα πάμπολλες φορές κρατούμενους να δηλώνουν ότι το σχολείο ήταν γι’ αυτούς μια ανάσα.
Ο Γιώργος ο Ζουγανέλης ήταν απολύτως συνταιριασμένος, με το επάγγελμα – λειτούργημά του, σημειώνει στο διήγημα «ο Δάσκαλος» η συγγραφέας. Παρατηρώντας τον ανακάλυπτε στην μορφή του εκφράσεις των φυλακισμένων και αντιστοίχως στα πρόσωπα εκείνων πολλές δικές του. Κι ήταν πράγματι έτσι. Ήταν ένας από εκείνους κι εκείνοι τον αποκαλούσαν «δάσκαλο» με την ίδια τρυφερότητα που θα πρόφεραν τη λέξη «πατέρα» ή την κλητική προσφώνηση «αδερφέ». Είχε μια εκπληκτική ικανότητα ο Γιώργος να εμπλέκει τους πάντες σε ότι σχεδίαζε στο μυαλό του ως πιθανή δράση με τέτοιο τρόπο που τους έκανε να αισθάνονται ότι συμμετέχουν σε κάτι πολύ σημαντικό, για το οποίο ένιωθαν ήδη πριν καν ξεκινήσει περήφανοι. Τι να λέμε τώρα; Είχε πετύχει μέχρι και το να φέρει στο σχολείο υψηλόβαθμο δικαστή για να διδάξει λογοτεχνία σε κρατούμενους. Κάποτε συνέλαβα και τον εαυτό μου να έχει ομοιοτρόπως εμπλακεί χωρίς να το έχει καταλάβει σε ένα τέτοιο σχέδιο. Τον πείραξα λέγοντάς του «καλά βρε μπαγάσα, χώνεις όλους τους άλλους χώνεις κι εμένα;». Με κοίταξε με εκείνο το χαρακτηριστικό παρατεταμένο πλατύ του χαμόγελο χωρίς να πει τίποτα κι εγώ ένιωθα ήδη πολύ ικανοποιημένος που με είχε εμπλέξει. Μετά το θάνατό του συζητούσα αυτή του την ικανότητα με την Ελένη και ενώ την περιέγραφα δεν μπορούσα να βρω το κατάλληλο επίθετο για να την προσδιορίσω συμπυκνωμένα και με ακρίβεια.
Εκείνη γνωρίζοντας τον φυσικά πολύ περισσότερο από εμένα με έβγαλε από τη δύσκολη θέση λέγοντας μου πως ο τρόπος του είναι ο «καλογερίστικος». Το προηγούμενο καλοκαίρι επισκέφτηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου το Άγιο Όρος. Μου είχε υποσχεθεί ότι θα με ξεναγούσε εκείνος, αλλά δεν πρόλαβε. Ζώντας για τέσσερις μέρες από κοντά την κοινοβιακή ζωή διαπίστωσα έκπληκτος ότι η ικανότητα του Γιώργου είχε σμιλευτεί σε εκείνο το περιβάλλον, όπου για τέσσερις μέρες κανείς δεν μας υποχρέωσε να κάνουμε οτιδήποτε, αλλά συμμετείχαμε σχεδόν σε όλα. Αυτή η δημοκρατική κουλτούρα της γνήσιας ορθόδοξης παράδοσης είχε προετοιμάσει τον φιλελεύθερο, αδογμάτιστο και αντιδογματικό δάσκαλο Ζουγανέλη. Παρότι θεολόγος ποτέ μου δεν τον άκουσα να κατηχεί κανέναν και στις ιδιωτικές μας φιλοσοφικού ή πολιτικού περιεχομένου συζητήσεις ήταν πάντα ανοιχτόμυαλος, ανεκτικός και διαλλακτικός. Όπως παρατηρεί σε ένα άλλο σημείο η συγγραφέας προτιμούσε να «παίζει με τους κρατούμενους και μέσα από το παιχνίδι και το παράδειγμα να τους εμφυσά αρχές ηθικού βίου».
Η τελευταία μου εικόνα από τον Γιώργο είναι δύο απογεύματα πριν πεθάνει να παίζουμε για δυόμισι ώρες πινγκ πονγκ εκείνος, ένας κρατούμενος, ένας φύλακας κι εγώ. Πάνω από ένα τραπέζι του πινγκ πονγκ διαλέγονταν τρεις διαφορετικοί κόσμοι της φυλακής παίζοντας. Μπορείτε να φανταστείτε κάτι πιο δημοκρατικό, κάτι πιο φωτεινό!
*Το κείμενο εκφωνήθηκε στις 29/4/2018 στον Κορυδαλλό στην εκδήλωση παρουσίασης του βιβλίου, αφιερωμένη στην μνήμη του Γιώργου Ζουγανέλη.