Εἶναι ἀλἠθεια πώς μέσα σέ ὅλα τά ἔτη τῆς συγγραφικῆς μου πορείας δἐν σἐ κἀλεσα ποτἐ. Πάντα ἐρχὀσουν μὀνη σου, ὅποτε ἤθελες, ἀνεξἀρτητη καἰ ἀδέσμευτη ἀπὀ μἐνα. Γνὠριζα τά πείσματα καἰ τἰς μεταβολές σου. Ἔτσι ἄφηνε ἡ μία τἠν ἄλλη στἠν ἡσυχία της, μέχρι πού ἐσύ κατέφθανες ὁρμητική καἰ ἐπίμονη κόβοντάς μου μερικές φορές τἠν ἀνάσα. Κι ἐγώ ποτέ δἐν σἐ περιφρόνησα, οὔτε παραπονέθηκα πώς εἶμαι κουρασμένη. Ἤμουν ἕτοιμη σἀν ἑτοιμοπόλεμος στρατιώτης νἀ ὑπακούσω στἠν προσταγή σου.
Ὅμως τώρα γιἀ πρώτη φορά μία ὑπέροχη γυναικεία φωνή, μἐ διακριτικούς, χαμηλούς τόνους μοῦ εἶπε νἀ σἐ καλέσω. Κι ἐνῶ τῆς ἐξηγοῦσα πώς ποτέ δἐν τὀ ἔπραξα αὐτό καἰ φυσικά ἐκείνη τὀ κατανοοῦσε, ὡστόσο ὑπῆρχε μέσα της μἰα γλυκυτάτη ἐπιμονή.
Ἄς προσπαθήσετε, θἀ ἔχετε κι ἄλλον χρόνο γιἀ νἀ ἔρθει, ὅταν τἠν καλέσετε, ἄς δοῦμε, ἄς περιμἐνουμε τἰ θἀ γίνει….
Ἂπέμεινα να κοιτἀζω ἔκπληκτη τὀ μυθιστόρημα πού ἔγραφα. Ἤμουν τελείως χωμένη στἠν ἀτμόσφαιρα καἰ στἠν πλοκή του, δἐν ὑπῆρχε χῶρος γιἀ σένα, ἦταν καἰ ἡ δύσκολη μετάφραση κι ἐκεῖ ἤμουν βυθισμένη, ἀλλά ἡ φωνή ἠχοῦσε στοὐς λαβυρίνθους τῶν αὐτιῶν μου. Ἦταν ἐπίμονη ἤ προφητική; ἦταν θνητῆς ἤ ξωτικοῦ;
Τὀτε σἐ κάλεσα σἐ μἰα στιγμή ἀδυναμίας ἤ εὐπιστἰας. Γιἀ πρώτη φορἀ περἰμενα. Γνώριζα τοὐς κρυψῶνες σου: συνήθως βρισκόσουν σἐ δευτερεύουσες περιπτώσεις ἤ ἀντικείμενα ἀλλά κυρἰως τρύπωνες στἀ ὄνειρα ἐρεθίζοντάς μου τὀ ἀσυνείδητο. Ἐκεῖ συνέλεγες τά παράλογα στοιχεῖα συνθέτοντας μἰα ἱστορία ἤ παρουσιάζοντάς μου μἰα ἰδέα, πού μετά γινόταν διήγημα ἤ μυθιστόρημα ἀνάλογα μἐ τὀ μέγεθός της.
Την πρώτη νύχτα εἶδα ἕνα παράξενο ὄνειρο: ἐπέστρεψα ἀπό τὀ Σεράγεβο, μόνη καἰ κουρασμένη. Ἔτσι ξαφνικά, δίχως νἀ ξἐρω τἰ ἔκανα ἐκεῖ καἰ γιατί ἐπἐστρεψα. Δἐν θυμὀμουν τἰποτα, ἤμουν τὀν καιρὀ τοῦ πολέμου ἀλλά δἐν θυμόμουν τίποτα, πρέπει ὅμως νἀ ἤμουν γιατί τὀ μαρτυροῦσαν ἡ κόπωση καἰ τά φθαρμένα ροῦχα. Περιμἐνοντας μόνη εἶδα τοὐς νεκρούς μου γονεῖς νἀ ἐρχονται κοντά μου, ἐνδεδυμένοι μἐ πλουμιστά ἀρχιερατικά ἄμφια καἰ λαμπερές μίτρες στἀ κεφάλια. Ἔφθαναν ἀνοίγοντας τἠν ἀγκαλιά τους, τά φαρδιά μανίκια γίνονταν φτερά, κι ἐγώ χάρηκα ἀλλά δἐν ἀποφάσιζα ποιὀν νἀ πλησιάσω, γιἀ νἀ μἠν πληγὠσω κανέναν ἀπό τούς δύο. Ἐκεῖ ξύπνησα ἀπότομα… ἕνα τμῆμα ὀνείρου ἦταν, κι ἐσύ δἐν ἤσουν ἐκεῖ. Ἡ ἑπόμενη ἡμέρα ἦταν διασκορπισμἐνη σἐ βιομἐριμνες καἰ ἐργασία. Ἤξερα πώς δἐν θἀ ἐρχόσουν βλέποντας τὀ ἀνοιγμένο μυθιστόρημα, δἐν καταδεχόσουν. Ἤσουν περἠφανη, ἔπρεπε να φέρεις ἕνα καινούργιο δῶρο.
Τὀ ἐπόμενο ὄνειρό μου ἦταν ἕνα σπίτι ἄγνωστο, ὄχι ἐκεῖνο τοῦ ἀγαπημένου μου, πού περνοῦσα τά Σάββατα τῆς νεότητας μου. Ὅμως μπῆκα κι ἔψαχνα στἀ δωμάτια, ὅπου σἐ κάποιο κρεβάτι τὀν εἶδα νἀ κοιμᾶται μἐ ἕναν ἀνήσυχο στριφογυριστό ὕπνο. Ἦταν νεκρός κι αὐτός, ὅπως οἱ γονεῖς μου. Δἐν μποροῦσα να ἐξηγήσω τἠν ἐμμονή μου νἀ μαζεύω ὄλους τοὐς τεθνεῶτες στὀν ὔπνο μου ἐδῶ καί 15 χρόνια, ἀπό τότε πού ἔγραψα γιἀ τά ψυχομαντεῖα στἠν ἀρχαία Ἑλλἀδα, πού ταρακούνησα τἰς ψυχἐς τοῦ Τροφωνίου και τοῦ Ἀμφιάραου, πού τάραξα τά πνεύματα στὀ νεκυομαντεῖον τοῦ Ἀχεροντος. Στίφη νεκρῶν γνωστῶν και ἀγνώστων μἐ ἐπισκέπτονται καθημερινῶς, πότε σάν γαληνεμένες μορφἐς καί πότε σἀν ἐφιάλτες. Τοὐς ὀνειρεὐομαι μάλιστα μἐ τἠν χρονολογική σειρά πού εἶχαν ἀποβιώσει. Πρῶτα οἱ προσφἀτως νἐκυες καἰ μετἀ οἱ παρωχημἐνοι τεθνεῶτες.
Τὀ πρωί πού ξύπνησα κατάλαβα πώς πάλι δἐν εἶχες ἔλθει, τίποτα δἐν μοῦ παρουσίασες, τὀ πεῖσμα σου ἦταν άνάλογο με το δικό μου. Ὅμως γιἀ στἀσου: στέθι καἰ ἄκουσον. Ἐγώ τὀ ἄκουγα καθαρά ἀλλά δἐν ξεχὠρισα τἰ ἦταν. Θρὀϊσμα φύλλων, πέταγμα πεταλούδας, μυστικοί ἦχοι ἤ θόρυβος ἀπό φτεροῦγες ἀγγἐλου;
Ἑλένη Λαδιᾶ
19/9/18
Περιλαμβάνεται στην έκδοση της Εφημερίδας των Συντακτών και της Εταιρείας Συγγραφέων ΜΙΚΡΟΚΥΜΑΤΑ 99+1 μικρο-διηγήματα μελών της εταιρίας συγγραφέων