Φαραωνική τράπουλα
«Θἄθελα αὐτήν τήν μνήμη νά τήν πῶ…
Νά ἔτσι ἐσβύσθη πιά… σάν τίποτε δέν ἀπομένει-
γιατί μακρυά, στά πρῶτα ἐφηβικά μου χρόνια κεῖται.»
Κ.Π. Καβάφη*
Fuer meine liebe Freundin und Malerin
Elke Lagansky
Αὐτή ἡ μνήμη προερχόμενη ἀπό τά νεανικά καἰ ὄχι ἀπό τά ἐφηβικά μου χρόνια ἦταν βαθιά καταχωνιασμένη στόν χρόνο, βυθισμένη στόν Νεῖλο τῆς πατρίδας σου. Ποτέ δέν σκόπευα νά μιλήσω γι’αὐτήν, διότι θά ἐμφάνιζε ἕναν κόσμο μπροστά μου, μία χώρα τόσο γοητευτική, ὥστε ἀκόμη δέν ξέρω ἄν ἀγάπησα αὐτήν ἤ τά πρόσωπά της. Συνήθως ἕνα πρόσωπο πού ἔχεις ἐρωτευθεῖ σέ στρέφει νά παρατηρήσεις τόν τόπο του, ἀλλά ἐδῶ συνέβησαν ὅλα ἀντιθέτως. Πρῶτα ὁ Τόπος, μετά τό Πρόσωπον.
Ἀπό παιδί εἶχα ἀγαπήσει τήν Αἴγυπτο, τό ὄνομά της ἠχοῦσε μελωδικά στήν ἀκοή μου κι ἕνας παράξενος ὀμφάλιος λῶρος μέ ἔδενε μαζί της. Στήν ἐφηβεία μου ἡ ποίηση τοῦ Καβάφη σέ συνδυασμό μέ τήν χώρα, μέ στοίχειωσε περισσότερον. Ἐπισκέφτηκα ἀρκετές φορές τόν τόπο πού μοῦ θύμιζε τόσο πολύ τήν δική μου πατρίδα. Πολύ ἀργότερα εἶχα διαβάσει γιά τά κοινά στοιχεῖα καί τήν ἱστορία πού ἕνωνε τίς δύο χῶρες.
Ξεθάφτηκε αὐτή ἡ ἐρωτική μου ἱστορία ἴσως ἀπό τήν πίεση καί τόν ἐγκλεισμό γιά τόν κορονoϊὀ, τοῦ ὁποίου ἡ αἰφνίδια ἐμφάνισή του προκάλεσε παγκοσμίως ρίγη θανάτου, φάσματα θανάτου στἀ ὑποψήφια θύματα πού ἤμασταν ὅλοι.
Ὂ θἀνατος πάντοτε συνδυασμένος μέ τον ἔρωτα ἔσπρωξε τήν πύλη τῆς μνήμης, τήν κατακερμάτισε καί ἰδού τό τεράστιο ἄνθος τοῦ λωτοῦ, ἡ Αἴγυπτος, ἔγινε κυρίαρχη τῆς ἔμπνευσής μου. Ἡ χώρα, ὄχι ἐσύ. Σέ διάλεξα ἀκριβῶς γιατί ἤσουν Αἰγύπτιος καί περνώντας ἀπό μέσα σου, ἄγγιζα τό χῶμα τῆς μαύρης γῆς καί τό καρποφόρο ποταμίσιο νερό της. Σέ θυμᾶμαι τώρα, συναρμολογῶ λίγο λίγο τό πρόσωπο σου πού κάποτε μοῦ ἦταν τόσο γνωστό, ξαναβλέπω γυμνό τό σῶμα σου δίπλα στό δικό μου ἐπίσης γυμνό, δυό νεανικά σώματα, σχεδὀν αἰλουροειδή πάνω στό κρεββάτι.
Ὅμως τώρα ποῦ νά βρίσκεσαι; πῶς χαθήκαμε ἔτσι; πέθανες μήπως; νυμφεύτηκες κάποια ἀπό τόν τόπο σου, ἔχεις οἰκογένεια ἤ εἶσαι κολλημένος στό ὄνειρό σου, ὅπως ἐγώ;
Μία λύση ὑπάρχει νά μάθω κάτι ἀπό τό Ἄγνωστον ἤ στήν πιό εὔκολη περίπτωση νά ξαναθυμηθῶ. Προχθές εἶχα δεῖ τήν φαραωνική τράπουλα πού ἦταν γιά χρόνια κρυμμένη στό συρτάρι τοῦ γραφείου μου. Τήν ἀγόρασα ἀπό τήν χώρα σου,στὀ Χάν ἐλ Χαλίλι, διότι εἶχε φαραωνικἐς παραστάσεις, κι ἐσύ μολονότι ἤσουν ἀπόγονος τῶν φαραώ, εἶχες ὡραῖο χριστιανικό ὄνομα.
Στρώνω στό γραφεῖο μου τά χαρτιά τῆς τράπουλας, ρίχνω πασιέντζα καί ἐπιθυμῶ πολύ νά βγεῖ.
8 κούπα, μία παράσταση ἀπό τό Ἀσσουάν. Ξαναθυμᾶμαι…στό ταξίδι ἐκεῖνο μιλούσαμε ἑλληνικά, βεβαίως ἤσουν Ἕλληνας καί ἀγαπημένος μου. Βρισκόμασταν μαζί σέ μιά φελούκα πού ἔπλεε στόν Νεῖλο μέ προορισμό τήν Ἐλεφαντίνη νῆσο. Ὁ φελλάχος μέ τήν πεντακάθαρη κελεμπία μᾶς ἔδειχνε τό σημεῖον, ὅπου ὑπῆρχε τό Νειλόμετρον. Ὁ Ἕλληνας γεωγράφος Στράβων ἔγραψε πώς αὐτό προέβλεπε τἠν ἡμερομηνία καί τήν σημασία τῆς πλημμύρας. Ἐδῶ τά νερά του ποταμοῦ ἦταν ταραγμένα καί φοβισμένη σέ ἄγγιξα στό μπράτσο.
Σέ παρέσυρα σέ αὐτό τό ταξίδι, γιά νά σοῦ δείξω τήν χώρα πού ἀγαποῦσα σχεδόν σάν δεύτερη πατρίδα· ἤθελα νά τήν δοῦμε μαζί, ὅσο ἔφτανε ὀ χρόνος, νά πᾶμε στὀ μεγαλύτερο μέρος της.
4 τριφύλλι, τό ἀνάκτορον Μοντάζα, ἡ θερινή κατοικία τοῦ τέως βασιλἐως Φαρούκ, νύχτα στήν ἀγαπημένη Ἀλεξάνδρεια, ἐκεῖ πού παιδί σἐ πήγαινε γιά θαλασσινά μπάνια ἡ οἰκογένειά σου. Αὐτήν τήν πόλη τήν εἴχαμε κοινή, ἀγάπη μου, ὁ δικός μου Μεγαλέξανδρος τήν σχεδίασε καί τήν ἔφτιαξε, κι ἡ Μεσόγειος πού βρίσκεται στήν μιά πλευρά της εἶναι δική μου θάλασσα.
Ὅμως τό βράδυ ἐκεῖνο, παράφορη ἀπό ἐρωτισμό, τά μοιράστηκα ὅλα μαζἰ σου.
4 μπαστούνι: ξαναβλέπω τήν Κορνίς, τήν μεγάλη παραλιακή λεωφόρο μέ τούς φοίνικες, δίπλα στήν Μεσόγειο.
Περπατήσαμε σέ αὐτόν τόν δρόμο, στεκόμασταν πότε πότε κι ἐγώ κοιτοῦσα τά ὁρμητικά κύματα.Θυμήθηκα πώς ἐδῶ εἶχα πεθάνει σέ παλαιότερη ἐποχή, ἐδῶ τριγυρνοῦσε ἀπελευθερωμένη ἡ ψυχή μου. Δέν θυμᾶμαι μόνον, ἄν ἐσύ ἤσουν Ἕλληνας ἀγαπημένος μου ἤ Αἰγύπτιος… Γἰνατε ἕνα πρόσωπον, ἕνας δικέφαλος ἄνδρας, μιλούσατε ἑλληνικά καί ἀραβικά, ἀλλά ἐγώ καταλάβαινα μόνον τήν φαραωνικἠ γλώσσα. Τόσο παλαιά ἤμουν, πολλῶν αἰώνων παλαιά!
Ἡ φαραωνική τράπουλα εἶχε στά τέσσερα φύλα, μέ τριφύλλι, μπαστούνι, κούπα καί καρώ τήν πολύχρωμη προτομἠ τῆς Νεφερτίτι, τήν προσωπίδα τοῦ νεαροῦ Τουταγχαμών καί τό ἄγαλμα τοῦ Ραμσῆ τοῦ Β.῎ Τά ὑπόλοιπα τραπουλόφυλλα εἶχαν μὀνον μία παράσταση. Μοῦ εἶπες πώς εἶχες ἀκούσει αὐτά τά ὄνὀματα.
«Ἄ, ἐσεῖς οἱ χριστιανοί τῆς χώρας, τά γνήσια φαραωνικά παιδιά, κολλημένα μέ τόν χριστιανισμό σας δέν ξέρετε τίποτα γιά τήν ἱστορία σας. Ἔλα νά σοῦ τήν ἀφηγηθῶ», σοῦ εἶπα ἕνα βράδυ πού ἤμασταν ξαπλωμένοι στό κρεββάτι, ἀνάλαφροι ἀπό τόν ἔρωτα. Σέ ἀγαποῦσα σέ αύτόν τόν τόπο, μόνον ἐδῶ ποθοῦσα τό σῶμα σου.
«Τό πολύχρωμο κεφάλι τῆς Νεφερτίτι, τῆς ὁποίας τό ὄνομα σημαίνει ἰδού ἡ ὡραία ἔρχεται, δηλωτικό πώς δέν ἦταν Αἰγυπτία ἀλλά ἀπό ἄλλον τόπο, βρέθηκε στό ἐργαστήριον τοῦ γλύπτη Τούθμωσι στήν Ἀμάρνα. Εἶναι καμωμένο ἀπό ἀσβεστόλιθο ἐνῶ ἡ ἐξωτερική κάλυψη ἔχει ἀσβεστοκονίαμα μέ μπλέ, κίτρινες, κοκκινωπές, πρασινωπές, μαῦρες καί λευκές χρωστικές οὐσίες. Οἱ κόρες τῶν ματιῶν εἶναι ἀπό χαλαζία.Ὁ ἀριστερός ὀφθαλμός λείπει. Φορᾶ χρυσό διάδημα στόν ὑπέροχο λαιμό της…..»
Ἡ εἰσβολή τῆς σημερινῆς πραγματικότητας ἔσπασε τήν ἀφήγησή μου. Βρίσκομαι ἔγκλειστη καί μόνη, καί καθημερινῶς πληροφοροῦμαι γιά τά χιλιάδες θύματα τῆς πανδημίας. Γι’αὐτό ἴσως φτάνει ὁ Νίλ, ο μεγάλος ποταμός, ὁ Νεῖλος καί τρυπώνει μέ τό γονιμοποιό νερό καί τήν ἰλύν του στά ὄνειρά μου. Σχηματίζονται ὄνειρα πού ζωντανεύουν στό παρελθόν, ἐκεῖ πού σέ ἄφησα. Συνεχίζω τήν ἀφήγησή μου.
« Ἡ Νεφερτίτι ὑπῆρξε σύζυγος τοῦ Ἀχνατόν, τοῦ μονοθεϊστή βασιλέως πού ἔγραψε καί τό θαυμάσιο ποίημα, –πρέπει νά τό διαβάσεις ἀγάπη μου,– γιά τόν ἥλιο, τόν δίσκο τοῦ Ἀτόν. Αὐτός ἄλλαξε τό ὄνομά του πού ἔληγε σέ –αμόν καί πρόσθεσε τό–ατόν, άρνήθηκε δηλαδή τήν θρησκεία τοῦ θεοῦ Ἄμμωνος καί μετέφερε τήν πρωτεύουσα ἀπό τίς Θῆβες στήν Ἀμάρνα.-Μεγάλη ἡ ἀκμή τῆς θρησκείας καί τῆς τέχνης κατά τήν διάρκεια τῆς βασιλείας Ἀχνατόν καί Νεφερτίτι ἀλλά μυστηριώδης ἡ ἐξαφάνιση τοῦ ζεύγους ὅταν ἐπανῆλθε ἡ προτέρα θρησκεία, ξανάγιναν οἱ Θῆβες πρωτεύουσα καί καταστράφηκε ὁλόκληρη ἡ πόλη τῆς Ἀμάρνας.
» Ὁ Τουταγχαμών πάλι, προϊὀν αἱμομειξίας τοῦ Ἀχνατὀν μέ τήν ἀδελφή του, πέθανε πολύ νέος, στρεβλοπόδης καί ἄρρωστος μέ χαρακτηριστικούς γυναικείους γοφούς, ὅπως καί ὁ πατέρας του. Κάτω ἀπό τόν ὁλόχρυση προσωπίδα του καλύπτεται τό ἄσχημο πρόσωπο τοῦ δυστυχισμένου νέου. Γιά τόν σπουδαῖο Ραμσῆ τόν Β θα σοῦ πῶ ἀργὀτερα, ὅταν θά τόν ἐμφανίσει ἡ τράπουλα.»
Ἐσύ ἄλλαζες σάν τόν μυθικό Πρωτέα.Τώρα μέ κοιτοῦσες μέ τό στοχαστικό καί γλαυκῶπες βλέμμα τῶν γερόντων. Ζητοῦσες νά μάθεις περισσότερα γιά τήν συνήθεια τῆς αἱμομιξείας, τό φθοροποιό στοιχεῖον τῶν φαραωνικῶν ἐρώτων. Σέ ἀγκάλιασα μέ πάθος κι ἄρχισα νά σοῦ λέω λόγια πού σέ ξετρέλαιναν στά προκαταρκτικά στάδια, πρίν ἀπό τήν ἕνωση.
Εἶσαι ὁ Νεῖλος, τό δέρμα σου μοιάζει μέ τήν ἁφή τῶν ὑδἀτων του, γλυστρᾶς στήν ἀγκαλιά μου, μέσα μου. Ἄφησε κι ἐσύ μία μεγάλη γεννειάδα καί βοστρυχωτή κόμη, ἔτσι ὅπως ἀπεικονίζονται οἱ ἄνδρες ποταμοί, οἱ θεοί ποταμοί. Γίνε ἕνα ποτάμιος ἔρως!
Ἁπλώνω ξανά τά φύλλα τῆς φαραωνικῆς τράπουλας γιά τήν πασιέντζα, εὐχόμενη νά βγεῖ αὐτή τήν φορά, χωρίς νά ἔχω ἕναν συγκεκριμένο σκοπό.Τί περίμενα νά φέρει, ἀφοῦ ὅλα τά εἶχα ὑποψιασθεῖ;
9 τριφύλλι. Ἀπεικονίζεται ἡ θεά Ἴσις νά πιάνει ἀπό τό χέρι τήν Νεφερτάρι στήν πολύχρωμη τοιχογραφία ἀπό τό δωμάτιον τοῦ τύμβου. Ἡ Νεφερτάρι ἤ Νεφερτάρι Μεριμούτ ἦταν ἡ πρώτη καί πολυγαπημένη σύζυγος τοῦ Ραμσῆ τοῦ Β ἀνάμεσα στίς χίλιες γυναῖκες του.Τό ὄνομά της σημαίνει ἡ ὄμορφη σύντροφος καί τό Μεριμούτ ἡ ἀγαπημένη τῆς θεᾶς Μούτ. Ἐκτός ἀπό πολύ ὄμορφη καί ἰδιαιτέρως φιλάρεσκη καί καλλωπισμένη, μέ τήν λεπτομέρεια νά βάφει τήν γραμμή τοῦ ματιοῦ της μέχρι τό αὐτί, ἦταν καί μορφωμένη, ἀφοῦ διάβαζε καί ἔγραφε ἱερογλυφικά. Ὁ Ραμσῆς ὁ Β τῆς ἔφτιαξε ἕναν μεγαλοπρεπή τάφο στήν κοιλάδα τῶν βασιλισσῶν. Καί στόν μικρό ἀλλά πλούσιο ναό τῆς ἀμπού Σιμπέλ, στήν πρόσοψη τοῦ ναοῦ, ὑπάρχει ἄγαλμά της ἰσουψές μέ τοῦ Ραμσῆ τοῦ Β.
Στήν φαραωνική τράπουλα ἀπεικονίζεται καί τό κολοσσικό ἄγαλμα τοῦ Ραμσῆ τοῦ Β. Εἶναι καθήμενος καί ἀκουμπᾶ τά χέρια στά γόνατα. Εἶναι ὁ νικητής, ὅπως ἔλεγε, στήν περίφημη μάχη τοῦ Καντές τόν 13ο αί πχ,, μολονότι ἡ ἔκβασή της δέν εἶχε νικητές καί νικημένους. Ὅμως ὁ Ραμσῆς ὁ Β ἀποθανάτισε αὐτήν τήν μάχη ἐναντίον τοῦ στρατοῦ τῶν Χετταίων σέ ὅλους τούς ναούς πού οἰκοδόμησε. Σέ ἄλλο τραπουλόχαρο ὁ ἴδιος ἠνιοχεῖ πάνω σέ ἅρμα ἵππων καί σημαδεύει μέ μεγάλο τόξο.
Μαζί εἴχαμε ἐπισκεφθεῖ ὅλους τούς τάφους στήν κοιλάδα τῶν βασιλέων καί τῶν βασιλισσῶν, μαζί κατεβαίναμε τά σκαλοπάτια καί βλέπαμε στό ἡμίφως τά εὑρήματα, μαζί θαυμάζαμε στό Λοῦξορ καί στό Κάρνακ τά μεγαλοπρεπῆ ἐρείπια, τήν γιγαντιαία ἀρχιτεκτονική τοῦ Κάρνακ, τόν ἀφιερωμένο ναό στόν θεό Ἄμμωνα, ὅπου γιά νά τόν φθάσεις ἀπό τἠν ὁδό τῶν Σφιγγῶν περνοῦσες ἀπό δύο σειρές μέ κριοκέφαλα τέρατα.
Γιατί ὅμως τά λέω αὐτά;Τώρα πού καθημερινῶς μαθαίνω γιά τόν θάνατο χιλιάδων ἀνθρώπων καί ἄλλαξε ὁ τροχός τοῦ χρόνου; τί στό διαβόλο σκαλίζω ξεθυμασμένες ἀναμνήσεις, χωρίς νοσταλγία γιά τίποτα; Σέ ἐρωτευόμουν πάμπολλα χρόνια, μολονότι γνώριζα καλά πώς ἡ ἀγάπη σέ κάνει ἀδὐναμο καί ὁ ἔρωτας τελείως ἐξαντλημένο.Ἔφυγες κι ἐσύ παντοτινά, ἀφοῦ τό δικό σου ταξίδι ἦταν ὁ θάνατος.
Ἐγώ ἀρκετές φορές πῆγα στήν ἀγαπημένη χώρα ὁλομόναχη, μόνη στό άεροπλάνο, μόνη στό ξενοδοχεῖο, μόνη γιά φαγητό, μόνη στά μουσεῖα, μόνη τίς νύχτες. Κι ἐσύ δέν ἤσουν πλέον μαζί μου, ἀπὀ τό ταξίδι μας ἀπέμεινε μονάχα ἕνας πίνακας ἀπό πἀπυρο μέ ἀπεικόνιση τῆς Ἴσιδος καί τοῦ Ὀσίριδος, αὐτῶν τῶν ἀγαπημένων, πού ἐρωτεύθηκαν ἀπό ἔμβρυα στήν μήτρα τῆς μητέρας τους, καί δίπλα τους ἦταν γραμμένα μέ ἰερογλυγικά γρἀμματα τά ὀνόματά μας.
Πάλι δέν βγῆκε ἡ καταραμένη φαραωνική τράπουλα! Τώρα τήν ἐμπόδισε ὁ Ραμσῆς ὁ Β΄πού βρίσκεται σέ τέσσερα, ὅπως ξαναεῖπα, τραπουλόχαρτα.
Μέτρησα τά τραπουλόχαρτα: ἦταν ὁλόσωστα 52. Ἄλλαξα τόν χῶρο, κι ἀπό τό γραφεῖο μου πῆγα στό μεγάλο τραπέζι, γιά νά ἔχω εὐρυχωρία. Δέν βγῆκε ξανά. Τί στό διάβολο ἔπεσαν ὅλες οἱ φιγοῦρες καί τήν ἐμπόδισαν; Πάλι ὁ Ραμσῆς ὁ Β, ἡ Νεφερτίτι, ὁ Τουταγχαμών καί ἡ Κλεοπάτρα, μολονότι ὑπάρχει μόνον μία φορά. Ἄν χρησιμοποιοῦσα μιά ἐλληνική τράπουλα θά ἔβγαινε εὐκολότερα.
Μέ ἔπιασε μεγάλο πεῖσμα, θά ἔπαιζα καί θά ξαναέπαιζα μέχρι νά βγεῖ καί νά κερδίσω. Τί νά κέρδιζα καί ποιόν ἡ ἀνόητη, ἀφοῦ ξέρω ἀπό χρόνια πώς ζῆς σέ ἄλλη ἤπειρο, νυμφεύθηκες μία συμπατριώτισσα σου καί ἔχεις παιδιά; ἀφοῦ ξέρω πώς οἰ βιοτικές ἀνάγκες πού προέκυψαν ἀπό τήν ἔγγαμη ζωή σου, σέ ἀνάγκασαν, ἐσἐνα πού ἔλεγες μέ παρρησία πώς δέν θά ἔφευγες ποτέ ἀπό τήν χώρα σου; Κι ὅμως ἄφησες καί τήν Αἴγυπτο καί τόν ἔρωτα. Ἐγώ δέν θέλησα ποτέ κανένα γάμο, οἰκογένεια καί παιδιά. Ἐγώ ὑπηρετῶ τήν ἀποστολή καί τά ὄνειρά μου. Κι ὅσοι μέ πλησιάζουν, πιστεύουν πώς ἔχουν κι αὐτοἰ πνευματική ἀποστολή, κι ὅταν ἀπομακρύνονται ἀπό μένα πέφτουν μέ τά μοῦτρα στήν καθημερινότητα. Νομίζεις πώς ὅλοι εἶναι ἱκανοί νά ὑπηρετήσουν τά ὄνειρά τους, ἄν ὑποθέσουμε πώς εἶχες κι ἐσύ, ὅπως μοῦ ὁμολόγησες, ἀλλά ἔκανες πίσω, γιατί δέν ἀντέχουν οἱ ἄνθρωποι τό ὄνειρο, τό φοβοῦνται γιά τό μεγάλο ποσοστό τῆς ἀποτυχίας του.
9 καρὠ. Μία ἐκπληκτική σέ λεπτότητα σχεδίου καί χρώματος τοιχογραφία ἀπό τόν τάφο τοῦ Nakht, 14οπχ αἰ. ἱερέως καί ἀστρονόμου τοῦ θεοῦ Ἄμμωνος τῶν Θηβῶν. Τρεῖς κομψές γυναῖκες μουσικοί ἀπεικονίζονται στόν δεξιό τοῖχο τοῦ τάφου. Εῖναι σκηνή νεκρικοῦ συμποσίου. Ἡ μία παίζει ἄρπα, ἡ μεσαία λαοῦτο καί ἡ ἄλλη δίαυλο. Οἱ δύο ἀκρινές γυναῖκες φοροῦν ποδήρη, μισοδιάφανα ἐνδὐματα, ἐνῶ ἡ λαουτιέρισσα εἶναι γυμνή, μέ στολίδια στό κορμί. Καί οἱ τρεῖς φέρουν περίτεχνη κόμμωση. Καί σέ ἄλλη παράσταση ἡ λαουτιέρισσα ἀπεικονίζεται πἀλι γυμνή.
Τραβῶ ἄλλο χαρτί. Ἔχει μία ἀπό τίς ὡραιότερες φιγοῦρες ἤ ἴσως τήν ὡραιότερη τῆς φαραωνικῆς τράπουλας. Τότε δέν τήν εἶχα ἀγοράσει, γιά νά τήν δεῖς κι ἐσύ. Μᾶλλον λέω ψέμματα, τήν εἶχα κλεισμένη στό συρτάρι μου, δέν σοῦ τήν ἔδειξα, γιατί σάν παιδί φοβόμουν πώς θά μοῦ τἠν χαλάσεις ρίχνοντας πασιέντζες. Εἶχες μανία νά ἐρευνᾶς καί νά παίρνεις, ὅ,τι εἶχα πάνω στό γραφεῖο μου.Τώρα θά στήν περιγράψω, κι ἄς πάρει τά λόγια μου ὁ ἀέρας τῆς Ἐλλάδος.
10 μπαστούνι. Εἶναι ἔνα θραῦσμα τοιχογραφίας ἀπό τόν τάφο τοῦ Νεμπαμούν στό 1350. Στήν φαραωνική τράπουλα ἔχει τόν τίτλο «κυνήγι καί γάτα». Ὁ Νεμπαμούν ἦταν ἕνας πλούσιος ἀξιωματοῦχος, λογιστής στόν ναό τοῦ Ἄμμωνος στό Κάρνακ. Ὀ τάφος του εἶναι στό Ντέιρ ἐλ Μεντίνα στήν νεκρόπολη τῆς δυτικῆς ὄχθης τοῦ Νείλου, ἀπέναντι ἀπό τό Λοῦξορ. Ἀπεικονίζεται νά ψαρεύει ὁ ἴδιος ὄρθιος πάνω στό πλοιἀριον πού λικνίζεται στά ἔλη. Πίσω του εἶναι ἡ ὄμορφη γυναίκα του, καί κάτω ἀπό τά ἀνοιγμένα του πόδια κάθεται σέ μικρογραφία ἡ κόρη του, ἡ ὁποία τοῦ κρατᾶ τό πόδι. Ἡ γάτα πού ἔπαιρνε μαζί του στό κυνήγι εἶχε ἀρπάξει ἤδη δύο πτηνά. Πεταλοῦδες, ψάρια, λωτοί καί ὑδρόβια πουλιά κοσμοῦν τήν παράσταση. Ἐπίσης καλαμιές καί πάπυροι στήν ὄχθη τοῦ ποταμοῦ.
Τί ζητῶ τώρα καί ἀναμοχλεύω τήν θραυσμένη ἀπό τό βύθισμα καί τόν καιρό μνήμη μου, πού ἴσως νά μήν στηρίζεται σέ καμμία πραγματικότητα. Ἴσως αὐτήν τήν ἱστορία νά τήν δημιούργησε ἡ φαντασία μου, γιατί δύναται καί ἡ φαντασία νά δημιουργήσει μνήμη. Ἴσως γι’αύτό μπερδεὐω καί τούς δύο ἄνδρες. Ἴσως ὅλα νά εἶναι ἕνας ἐμπαιγμός, ὁ ὁποῖος χωρίς τήν συναίνεσή μας, σκηνοθετεῖ τά πάντα εἰκονικῶς. Ὅπως εἶναι οἱ παραστάσεις στήν φαραωνική τράπουλα, ἔτσι ἦταν ἐφέτος καί ἡ ἑβδομάδα τῶν παθῶν, μέ τόν Χριστό ὁλομόναχο ἐσταυρωμένο στήν τηλεόραση, μέ τόν Χριστό νεκρό στόν ἐπιτάφιό του καί πάλι μέ τόν Χριστό ἀναστημένο. Δέν ξέρω ἄν ἔβλεπα τό χριστιανικό δράμα ἤ τίς παραστάσεις ἀπό τήν μινωική σαρκοφάγο τῆς Ἁγίας Τριάδος.
Καμμία ἐπαφή μέ τήν πραγματικότητα, ὅλα τηλέ, τηλέ, ποτέ δέν φανταζόμουν ὅτι αὐτό τό ἀρχαῖο ἐπίρρημα θά ὄριζε τήν καθημερινότητά μας. Τηλέ-φωνο τηλε-όραση, τηλε-επικοινωνία, τηλε-φίλημα, τηλε- ἐναγκαλισμός, τηλέ, τηλέ….Ἐφέτος ὁ Χριστός ἀπέμεινε μόνος, ὅπως καί οἱ νεκροί μας, ὁ κάθε νεκρός μας μόνος στά κλειστά κοιμητήρια. Τηλέ-κερί, τηλέ-κανδήλι…
Γιατί δέν μοῦ βγαίνει ἡ πασιέντζα στήν φαραωνική τράπουλα; μήπως μέ παρασύρουν οἱ πολύχρωμες, οἱ ἐκπληκτικές παραστάσεις της; Ἀλλάζω χῶρο πάλι καί μεταφέρομαι στό γραφεῖον. Κι ἀρχίζω…
Ὤ πόσες παραστάσεις ἀκόμη… ‘Εμφανίζεται τό μεσαιωνικό φρούριο τοῦ Κάιτ Μπέη, τό τζαμί τοῦ Ἀμπού ἐλ Ἀμπάς, τό τζαμί τοῦ ἐλ Ἄζχαρ, ἡ Σφίγξ τῆς Γκίζας, οἱ πυραμίδες, ἡ βαθμιδωτή πυραμίδα τοῦ Ζοσέρ, φτιαγμένη ἀπό τόν ὀνομαστό ἀρχιτέκτονα Ἰμχοτέπ, ὁ πύργος τοῦ Καϊρου μέ τό περιστρεφόμενο ἑστιατόριο, ὁ ὀβελίσκος τοῦ Ραμσῆ τοῦ Β ἀπό ρόζ γρανίτη, πού τώρα άπό τό Κάϊρο μεταφἐρθηκε στό ἐλ Ἀλαμέιν, οἱ Κολοσσοί τοῦ Μέμνονος… Ἀ σταματᾶμε ἐδῶ, αὐτοί εἶναι ἀξιομνημόνευτοι!
5 μπαστούνι Στόν ἀμφορέα τοῦ Βατικανοῦ ἀπεικονίζεται μία μελανόμορφη γυναικεία μορφή. Στό ἔδαφος νεαρός νεκρός ἄνδρας. Στό πίσω μέρος ἀπό τήν γυναίκα βρίσκεται ἡ πολεμική του ἐξάρτυση. Πρόκειται γιά τήν Ἠώ πού θρηνεῖ τόν γιό της τόν Μέμνονα, τόν βασιλέα τῶν Αἰθιόπων, ὀ ὀποῖος βοήθησε τούς Τρῶες ἀλλά σκοτώθηκε ἀπό τό χέρι τοῦ Ἀχιλλέως. Αύτοί οἱ κολοσσοί εἶναι δύο τεράστια ἀγάλματαν ἀπό χαλαζίτη, πού κατασκευάσθησαν γιά τόν Ἀμένοφι τόν Γ καί στόλιζαν τόν ταφικό ναό του. Ἀναφέρεται πώς κάποτε ἀκουγόταν κάθε πρωί ἔνας ἤχος ἀπό τόν ἕναν κολοσσό, τόν ὁποῖον ταύτιζαν οἱ Ἔλληνες μέ τόν Μέμνονα.
Κατακουρασμένη ρίχνω γιά τελευταία φορά τήν φαραωνική τράπουλα, καί ὤ, τοῦ θαύματος βγῆκε ἡ πασιέντζα! Ὅμως τί εἶχα εὐχηθεῖ; τί περίμενα, οὔτε θυμᾶμαι. Ἴσως τίποτα. Ἴσως νά ἔγιναν ὅλα, γιά νά γραφτεῖ π ρ ο φ α ν ῶ ς τό διήγημα….
Ἑλένη Λαδιᾶ Μεγάλο Σάββατο 18 Ἀπριλίου 2020-
*Κ.Π.Καβάφη ποιήματα τέταρτη ἔκδοση Ἴκαρος 1958
A PHARAONIC DECK OF CARDS
by Eleni Ladia
Rendered by Vassilis C. Militsis
I should like to relate this memory…
but it is so faded now… scarcely anything is left –
because it lies far off, in the years of my early manhood.
- P. Cavafy* (Transl:George Barbanis.)
To my dear friend and painter
Elke Lagansky
This memory originating in my years of youth and not in adolescence had been deeply buried in time, sunk in the Nile of your fatherland. I have never intended to talk about it, because it would reveal a world before me, a land, so charming that still I wonder whether I fell in love with her or her people. Usually, a person you have fallen in love with turns your attention to his place, but here everything occurred vice versa. First came the Place and then the Person.
Since my childhood, I have been in love with Egypt, whose name sounded melodiously in my ears and a strange umbilical cord bound me with her. In my adolescence Cavafy’s poetry together with the country haunted me even more. I often visited this place that reminded me so closely of my own fatherland. Much later I read of the common elements and the history shared by the two countries.
My love story of the country was unearthed under the pressure of the COVID lockdown. The unforeseen assault of the virus caused worldwide frissons and specters of death, the prospective casualties of which we all were.
Death, always combined with love, pushed open the gate of memory, broke it into innumerable pieces, and lo! the enormous lotus flower, Egypt, has stirred my inspiration. The country, not you. I chose you because you were an Egyptian and as I went through you, I felt the earth of the black land and her fertile Nile water. I remember you now, assembling piece by piece your face once so familiar to me, and I can see again your naked body close to mine, also naked, two youthful, almost feline, bodies in bed.
But now I wonder where you may be. How have we lost touch? Are you still in life? Have you, perhaps, married a woman of your place? Have you had a family or are you still possessed by your dream as I am?
There is only one way to find out something from the Unknown by resorting to the easiest means in order to refresh my memory. The other day I came across the pharaonic deck of playing cards that had been hidden in my desk drawer for years. I bought it in your country, at the Khan el-Khalili bazaar. The deck was decorated with pharaonic images, and though you were a descendant of pharaohs, you were given a sweetly-sounding Christian name.
I lay down the cards on my desk in solitaire layout and I strongly desire the cards to flip up all successfully [so as my wish to be fulfilled].
8 of hearts, a picture of Aswan. I hark back to that journey, during which we spoke Greek. You were certainly Greek and my dearest one. We were in a felucca sailing to Elephantine. The fellah in his spotless djellaba showed us the spot where there used to be the nilometer. Strabo, the Greek geographer, had written that the structure foresaw the date and the significance of the annual flood. The river’s waters were choppy and I touched your arm in alarm.
It was I that I lured you to this journey in order to guide you in the country I loved almost as my own; I wanted us to see together the largest part of it, time permitting.
4 of clubs, Montaza palace, King Farouk’s summer residence. A night in beloved Alexandria, where your family took you for sea bathing. That city belonged equally to Egyptian and Greeks; my Alexander, the Great planned and built it. The Mediterranean to the north is my sea.
However, in that evening, transported by love craving, I shared everything with you.
4 of spades, again I can see Corniche, the long seaside boulevard, lined by its palm trees, next to the Mediterranean.
We had walked this street; we paused from time to time and I was watching the foaming combers. I remembered having died here in an age gone by; my freed soul was hovering here. It is only that I cannot remember if you were a Greek or an Egyptian lover. You have merged into one entity, a two headed man, that spoke both Greek and Arabic, but I only understood the pharaonic language. I was so old, many ages old!
The pharaonic deck had four suits: spades, clubs, diamonds and hearts, and the first our leading cards of each suit bore the prints of the colorful bust of Nefertiti, young Tutankhamen’s face and Ramses’ II statue. Each of the rest had only one image. You told me you had known these names by hearsay.
“Ah, you Christians of the country, the full-blooded pharaonic children, obsessed with your Christianity, are completely ignorant of your history. Let me teach it to you,” I said to you one evening as we lay in bed, blithe after love. I loved you in that place, but here I craved only your body.
“The colorful head of Nefertiti, whose name means lo, the beautiful one is coming, and definitive of not being Egyptian, coming from elsewhere, was found in the workshop of the sculptor Tuthmosis at Amarna. It was chiseled from limestone while the outer surface was plastered with blue, yellow, reddish, greenish, black and white pigments. The pupils are balls of quartz, only the left eye is missing. She is wearing a gold bead necklace around her graceful neck…”
The assault or the current reality cut my narration short. I am confined and alone, and keep informed of the thousands pandemic casualties each day. That is why the great river Nile with its fertilizing silt water is sneaking into my dreams; dreams that are formed and bring to life the past, at the moment I left you. I am going on with my story.
“Nefertiti was the spouse of Akhenaten, the monotheistic pharaoh, who composed the wonderful poem – you should read it, my darling – dedicating it to the Sun, the solar disc of Aten. He changed his name from Amenhotep to Akhenaten, thus abolishing the worship of god Ammon’s and transferring the capital from Thebes to Amarna. Religion and art greatly thrived during Akhenaten’s and Nefertiti’s reign, but the couple mysteriously vanished after the reinstatement of the former religion. Thebes became the capital again and Amarna was entirely destroyed.
”Tutankhamen now, offspring of Akhenaten’s and his sister’s incestuous union, died very young, bowlegged and sickly, with pointed female hips like his father. The wretched youngster’s ugly face is hidden under the mask of solid gold. I shall tell you later about Ramses II when he comes up on his card.”
You were changing like mythical Proteus. Now you were observing me in a thoughtful, senile owlish look. You wanted to know more about the usage of incest, the pernicious element of pharaonic lovemaking. I embraced you passionately and began to whisper to you words which infatuated you in the preliminary love play before intercourse.
You are the Nile; your skin feels like its waters, you slip in my bosom and enter me. Let also grow a long beard and curly hair the way the river men and gods are pictured. Be a fluvial Eros, too!
I am spreading the pharaonic cards on the table for another solitaire, and this time I wish all the cards to build face-up, without having in mind a specific purpose. What did I expect to see, since I had suspected it all?
9 of clubs. It shows goddess Isis hand in hand with Nefertari on the colorful mural from the sepulchral room. Nefertari or Nefertari Merimut was the first and the dearest wife of Ramses II among his thousand courtesans. Nefertari means the beautiful consort and Merimut goddess Mut’s beloved. Besides being exceptionally beautiful and coquettishly made up, she lined her eyes in detail, the tint reaching her ears. She was also learned as she could read and write the hieroglyphic script. Ramses II had a magnificent tomb built for her in the valley of the queens. On the front of the small but sumptuous temple at Abu Simbel there exists her statue as high as that of Ramses II.
You can see the picture of Ramses II colossal statue on the cards of the deck. He is seated, his arms placed upon his knees. As he used to say, he was the victor at the Battle of Kadesh in 13th Century BC, although neither side had won. Nevertheless, Ramses II immortalized that battle against the Hittite army recording it in all the temples he built. Another card shows him on a chariot aiming with a big bow.
Together we visited all the graves in the valley of the kings, together we descended the steps and saw in the dim light the findings, together we marveled at the grand ruins of Luxor and the gigantic architecture of Karnack, the temple dedicated to god Ammon, where you had to walk the Sphinxes Avenue passing two rows of ram-headed monsters to reach the temple.
Why am I saying all these? Now that I hear of the death of thousands of people, which has changed the wheel of time? Why the hell am I delving into faded reminiscences, yearning after nothing? I had been in love with you though I full well knew that love enfeebled you and lust rendered you completely wasted. You have left forever, since your own journey was death.
I have visited the beloved land several times all by myself, all alone in the plane, alone in the hotel, alone at meals, alone at nights. And you no longer were with me; what was left of our journey together was only a papyrus painting picturing Osiris and Isis, who still in the embryonic state in their mother’s womb had fallen in love, and had been two lovers ever since, and beside each of them were our names written in hieroglyphic script.
Again that damned solitaire reached a dead end! As I have already said, it was hindered by Ramses II, who is painted on four cards.
I counted the cards: they were fifty-two dead right. I changed places: instead of my desk I went to the large table where I could have ample space. Again the game stuck. What the devil was going on? Had all the figures were laid down and brought the game to a cul-de-sac again? Again Ramses II, Nefertiti, Tutankhamen and Cleopatra, though they are found only once, they did it. If I had used an ordinary deck, the game would have ended perfectly.
I doubled down on it; I would have gone on playing until the game ended fully and I would have been the winner. But what could I have won and whom would I have defeated? For I know you have been living in another continent, you have married a woman of your land and you have got children. I know that the daily grind of your married life has made you move out of your country, though you used to be so outspoken about not leaving your homeland. And yet, you left both Egypt and love. I have never wanted either marriage or children. I pursue my mission and my dreams. Those who get to know me believing they have also an intellectual mission sink into their routine as soon as they get away from me. Not all are capable of following their dreams – such as you allegedly had, but you backed off – because they cannot stand dreams; they dread before the big potential percentage of failure.
9 of diamonds. It shows a staggering mural in delicate drawing and color from the tomb of Nakht, who was a 14th Century B.C. priest and astronomer of the temple of Ammon at Thebes. Three stylish female musicians are portrayed upon the right wall of the tomb. It is a scene of a funeral feasting. One musician strums a harp, the middle one plays at a lute and the other blows at a double flute. The two musicians on either side of the lute player are dressed in long semitransparent robes that reach down to their toes, while the lute player is pictured with ornaments on her naked body. In another representation the lutenist is also portrayed nude.
I am drawing one more card. It has one of the prettiest figures – perhaps the prettiest – of the pharaonic deck. When I had bought it, I kept it from you to see. No, I had hidden it in my drawer so that you could not see it, because, a child as you were, I was afraid you might damage it while playing solitaire. You were obsessed with foraging my desk and taking what there was on it. Now I am going to describe it to you, and let it be gone with the wind of Greece.
10 of spades. It is a fragment of a mural from Nebamun’s tomb circa 1350 B.C. On the deck card bears the name ‘the hunt and the cat.’ Nebamun was a wealthy official, an accountant at the Karnack Ammun Temple. His tomb is found at the Deir el Medina necropolis, on the west bank of the Nile, opposite Luxor. He is portrayed standing upright fishing from his small boat, bobbing in the swamps. Behind him there is his beautiful wife and under his open legs his daughter in miniature sits and holds his leg. His cat has already caught two birds. Butterflies, fish, lotus flowers and aquatic birds adorn the picture. By the river bank there is an orgy of reeds and papyrus trees.
Why am I stirring up now my memory, broken in the depths of time and in the waters of the Nile? Perhaps my memory does not rely on reality. Perhaps all this story has been created by my imagination, for imagination can create memory. That is why I mix up the two men. Perhaps all is but a mockery, which without our consent stages everything in virtual reality. Just as one can see the images on the pharaonic deck cards, in the same way this year one experienced the Passion Week on television: Christ crucified all alone, Christ dead on the ‘epitaph’ baldachin, and again Christ resurrected. I don’t know whether I witnessed the Christian drama or the representations from the Minoan Hagia Triada sarcophagus.
No touch with reality whatsoever; all is tele. Never could I imagine that this ancient Greek adverb would define our daily life. Telephone, television, telecommunication, telekissing, telehugging, tele…tele… This year Christ was left alone like our dead, each dead of ours – all alone in the closed down cemeteries. Telecandles, teleoil-lamps…
But why doesn’t my solitaire end up successfully? Might the colorful, stunning figures be luring me away from success? Once again I change places and go back to my desk. And I begin to…
Oh, how many more pictures… There now appear the Qaitbey medieval medieval fortress, the Abu el Abbas mosque in Alexandria, the Al Azhar mosque in Cairo, the Sphinx at Ghiza, the Pyramids, Djoser’s step pyramid at Saqqara, constructed by the famous architect Imhotep, Cairo Tower with its rotating restaurant, Ramses II’s obelisk made of pink granite, transferred from Cairo to el Alamein, the Memnon’s Colossi… Ah, we stop here; they are unforgettable!
5 of spades. The Vatican black-figure amphora portrays the figure of a woman. There is a young dead man at her feet. His war gear is behind the woman. The woman is Eos, who mourns Memnon, her son, the king of Ethiopians. Memnon fought with the Trojans, but was killed by Achilles. vatican
The Colossi of Memnon [mentioned above] are two enormous quartzite statues, erected by Amenophis III to adorn his sepulchral temple. Rumors had it that from time to time in the morning a sound was heard from one of the colossi, which the Greeks identified with Memnon.
Tired out I lay down the pharaonic cards for the last time, and, miracle of miracles! The game ended up successfully. But what was the wish I have made? I have no idea of what I have been expecting. Apparently all this has happened for this short story to be written…
Eleni Ladia, Holy Saturday, April 18, 2020.