Κουροτρόφος
Ελένης Λαδιά
Από την αρχή με μάγεψες και παρακολουθούσα ώρες, κυρίως προτού κοιμηθώ, Εσένα και το προσφιλές σου νήπιο να παίζετε, να σε θηλάζει κάθε τόσο, σαν διάλειμμα από τα παιχνίδια του, να είναι τόσο τρυφερό και μικρό, αφού ακόμη περπατούσε χοροπηδηχτά σαν κατσικάκι κι εσύ να το κοιτάζεις με τα συμπονετικά σου μάτια. Στον παραμικρό θόρυβο και κίνδυνο έφτανε φοβισμένο στην αγκαλιά σου κι εσύ το αγκάλιαζες με λαχτάρα. Σας κοίταζα και μονίμως έλεγα: πώς το αγαπάει, πώς το προσέχει, πώς το φιλά και πώς το καθαρίζει. Πώς το παρατηρεί, πώς το θαυμάζει και πόσο το λατρεύει! Πώς μιλά και συμβουλεύει το νήπιο και πώς συνεννοούνται στην δική τους γλώσσα! Εκείνο την κοιτούσε λατρευτικά, ήταν πανέμορφο, είχε κληρονομήσει τα χρώματά της, ανοιχτό καστανό και λαμπερό τρίχωμα. Έβλεπα τα δάχτυλα των χεριών της, τα νύχια που ήταν σαν βαμμένα με το χρώμα της φύσης, μοβ και όχι βερνίκι, όπως κι εμείς κάποτε που μικρά κορίτσια, πιο κοντά στα λουλούδια, βάφαμε τα νύχια μας με τα πέταλα των ροζ ή κόκκινων φύλλων.
Καμιά φορά γύριζες ανάσκελα και λιαζόσουν, το δέρμα πιο άσπρο τώρα και χνουδωτό, το φανταζόμουν τρυφερό και ζεστό, γι’ αυτό αγαπούσε το μικρό σου να χάνεται στην θαλπωρή του. Δεν αισθανόσουν καμιά ντροπή, άνοιγες τα πόδια και φαινόταν η πηγή της γονιμότητάς σου, σε μικρογραφία η πύλη του σύμπαντος. Εκείνο ανέβαινε πάνω σου, χοροπηδούσε κι ύστερα ξάπλωνε ευτυχισμένο πάνω στην μεγάλη σου τρυφερή κοιλιά. Φωτιζόταν κι αυτό από τον ήλιο και τα αυτάκια του μεγάλα, έμοιαζαν σαν κρεμασμένα ροδαυγή τριαντάφυλλα, λεπτό κορμάκι, κάπως στρογγυλό πρόσωπο και το μικρό πέος του ερεθισμένο από τις θερμές ηλιακές ακτίνες, υψωνόταν σαν κόκκινο γλειφιτζούρι.
Σας κοιτούσα παρασυρμένη από το φυσικό περιβάλλον, όπου ζούσατε. Τα βράχια, τα δένδρα, εκεί το μάθαινες να σκαρφαλώνει, κι ύστερα να πηδά από τον βράχο προς την αγκαλιά σου που περίμενε ανοιχτή σαν ουράνιος θόλος, εκείνο φοβόταν να πηδήξει από το κενό και να σε συναντήσει, κι εσύ του έκανες νόημα, είδα ολοκάθαρα το νόημα που του έκανες με την κεφαλή και το βλέμμα των συμπονετικών σου οφθαλμών. Και τότε πέταξαν πέρα σαν άχρηστα σκουπίδια στον άνεμο οι θεωρίες μου, οι συγκρίσεις, η γνώση μου, οι σπουδές μου, όλη μου η ζωή ξετινάχτηκε μπροστά στα συμπονετικά μάτια με την σταματημένη από την φύση ευφυΐα. Και σε μένα που προεκτάθηκε αυτή η ευφυΐα, τι έκανα;
Και τότε βρήκα την τεφροδόχη των δακρύων: έπεσε μέσα ένα αργυρό μου δάκρυ.
Είχες μία τεράστια ανοιχτή αγκαλιά για όλα τα μικρά που σε πλησίαζαν, και μολονότι λάτρευες τον γιο σου, χάιδευες και φιλούσες και τα ξένα, που σε θεωρούσαν δεύτερη μητέρα. Έρχονταν να φωλιάσουν στην ζεστή τριχωτή σου αγκαλιά. Ο δικός σου μικρός συνήθως δεν ζήλευε, αλλά ενίοτε τον έπιανε η αγανάκτηση και προσπαθούσε, αυτός ο μικρότερος από όλα, να τα διώξει από κοντά σου. Κι εσύ με τα συμπονετικά σου μάτια τα παραμέριζες τρυφερά και υπομονετικά, κι έπαιρνες το δικό σου παιδί στην αγκαλιά.
Κι εγώ επαναλάμβανα σαν ηχώ τις φράσεις: πώς το αγαπά, πώς το φιλά και πόσο το προσέχει.
Και κάθε φορά ένα αργυρό μου δάκρυ στην τεφροδόχο.
Δεν χόρταινα να σας κοιτάζω κι ας παρακολουθούσα την ζωή σας καθημερινώς. Ο μικρός σηκωνόταν, τέντωνε το κορμάκι του κι άπλωνε τα χέρια για να αγκαλιάσει το κεφάλι σου. Κι επειδή δεν μπορούσε, σκαρφάλωνε στον ώμο σου και το φιλούσε από εκεί. Όλα ήθελε να τα δοκιμάζει με το στόμα του, μικρά πεταμένα χαρτάκια, φύλλα δένδρων, σίδερα και ό,τι τύχαινε στον δρόμο του. Ξαφνιασμένος γυρνούσε το κεφάλι και σε έψαχνε, έτρεμε μήπως και τον αφήσεις μόνο του τον «γενναίο», έφτανε κοντά σου και άρπαζε την ίδια πάντα θηλή του μαστού σου, την τραβούσε και την έκανε να φαίνεται μεγαλύτερη, υποθέτω πως θα έπινε μία γουλιά γάλα, ίσως για να κατοχυρώσει την θέση του, κι ύστερα ξανάφευγε συνεχίζοντας το παιχνίδι του. Πόση υπομονή είχες με το τοσοδά πλασματάκι που σε όριζε και σε κούραζε ασφαλώς, γιατί καμιά φορά έκλεινες τα μάτια, για να τα ξανανοίξεις αμέσως και να το αναζητήσεις.
Τον βρήκες σκαρφαλωμένο σε ένα πεζούλι, προφυλαγμένο με σιδερένια, κίτρινα κιγκλιδώματα. Προσπαθούσε να αποκολλήσει ένα κομμάτι, δεν μπόρεσε και άρχισε να το γλείφει. Πήγες κοντά του και φαίνεται πως κάτι του είπες, ίσως και να τον επέπληξες. Κάθε φορά που ήθελε να σου ξεφύγει, εσύ τον άρπαζες εγκαίρως από την κοντή του ουρά. Και σε αυτήν σου έμοιαζε. Γύρισε και σε κοίταξε κάπως ένοχα, που εκμεταλλευόμενος την κόπωσή σου, έφυγε. Τότε κοιτάζοντάς τον με τόση αγάπη και στοργή, τον πήρες στην αγκαλιά σου και κυριολεκτικώς τον έπνιξες στα φιλιά. Κι αυτός ξετρελαμένος από την παραφορά της αγάπης σου, έδειχνε σαν μαγεμένος. Τον φιλούσες παντού, τόσο θαυμάσια, τόσο θερμά και διακριτικά, που εγώ φώναξα «μητέρα μου» και τότε η τεφροδόχη γέμισε με τα αργυρά μου δάκρυα.
Ύστερα, αφού τελείωσες με τα αμέτρητα φιλιά, κι αυτός έμενε σαν μαρμαρωμένος από την έκπληξη, άνοιξες τα δυο σου χέρια και τον κράτησες σφιχτά πάνω στο στήθος, ενώ εγώ έβλεπα αναρίθμητες μορφές σε αυτήν την στάση της Κουροτρόφου.
Κουροτρόφος, Πιθηκίνα, Γυναίκα και Παναγία!
Με μία λέξη: ΜΗΤΕΡΑ.
Πηγή: diastixo.gr
Kourotrophos
(BABE NURSE)
by Eleni Ladia
Rendered by Vassilis C. Militsis
You have enchanted me from the beginning and I have been for hours watching you and your beloved babe play. Every so often it sought your nipple, as respite from his play, so little and tender, still frisking around like a baby goat and you look at him with your affectionate eyes. At the slightest noise and danger the poor creature scampered into your arms and you hugged him longingly. I would look at you two and I kept saying to myself: “how she loves him, how she cares for him and how she cleans him. How she looks at him, admires and adores him! How she speaks and counsels the baby and how they communicate in their own language! The baby looked at her in adoration, he was very beautiful, and he had inherited her colors – a light brown and shiny coat. I could see her fingers, the nails tinted by nature in its purple color – not varnished as we once in our girlhood used to do with the pink and red petals of the flowers, as we were closer to them.
Sometimes you lay on your back basking in the sun, and your skin then grew whiter and fluffy. I pictured it tender and warm, and for that reason your little one loved to luxuriate in your coziness. You were not ashamed at all, you opened your legs and your spring of fertility was in full view – the gate of the universe in miniature. The little one climbed on you, pranced about and then lay happily upon your large, tender belly. The sun caressed it, too, and its largish ears resembled suspended dawn roses. It had a lanky little body and a roundish face; its tiny penis, aroused by the warm sunrays, stood erect like a red lollypop.
I stood staring at you for I was carried away by the natural habitat you were living in. The rocks and the trees, where you taught him to climb, and then to spring from the rocks into your arms that were wide open like the firmament. He was afraid to take the jump from the open space to meet you, but you beckoned to him – I saw clearly the inviting nod of your head and the look of your affectionate eyes. And then my theories, my comparisons, my learning, my studies were gone with the wind like useless rubbish, and my entire life was shaken up in front of your compassionate eyes with the curtailed by nature intelligence. And what have I achieved with my expanded intelligence?
And then I found the tear ashtray: a silver tear fell in from my eyes.
You had an immense bosom for all the little ones that came close to you, and although you adored your son, you also caressed and kissed the others who considered you their second mother. They came and nestled in your warm, hirsute breast. Your little one was not normally jealous, but sometimes he grew indignant and, though he was the youngest of all, tried to drive them all away from you. And you with your loving eyes brushed them tenderly and patiently aside and lifted your own child in your arms.
And I repeatedly echoed the words: how she loves him, how he kisses and takes care of him.
And each time one of my silver tears fell in the ashtray.
I was avidly looking at you though I watched your life daily. The little one would stand up, stretch his little body and spread his arms to fondle your head. And since he was too short for that, he climbed on your shoulders and kissed it from there. He wanted to taste everything – scraps of paper, tree leaves, bits of metal and all he came across it. Startled, he would turn his little head around looking for you; he dreaded being left alone by you, though he pretended to be brave, and reaching you he grabbed always the same nipple of your breast, pulled at it and made it seem longer. I suppose he would take one sip of milk, perhaps to safeguard his position, and then leave again to go on playing. How patiently you put up with such a minuscule creature that ruled over you and certainly wearied you, for once in a while you closed your eyes and opened them again shortly in order to seek him.
You found him high up on a parapet protected by yellow, iron rails. He was trying to detach a piece and not being able to do it, he began to lick it. You got closer to him and seemed to have told him something, perhaps scolded him for it. Each time he wanted to break free from you, you caught him in time by his short tail, which he inherited from you, too. He turned and looked at you somewhat guiltily, and taking advantage of your weariness he fled. Then regarding him with such love and affection, you ran after him, embraced him and you utterly drowned him in kisses. And he, infatuated and transported by your love, seemed enchanted. You were kissing him all over in such a wonderful, warm and discreet manner that I exclaimed ‘my mother’ and then the ashtray was filled with my silver tears.
Later, after you were through with your innumerable kisses, while he stood astonished, you opened your arms and held him tightly to your bosom, while I could see countless forms of the Babe Nurse in this posture.
Kourotrophos (Babe Nurse), Female Ape, Woman, Madonna and Child!
In a word: MOTHER