ΤΑ ΚΑΛΙΚΑΝΤΖΑΡΑΚΙΑ
Ελένη Λαδιά
Πηγή: Diastixo.gr
Δημοσιεύτηκε 02 Ιανουαρίου 2022
Η γιαγιά μου η Ελένη ήταν ένα μυθικό πλάσμα, μολονότι σύμφωνα με την εποχή της παντρεύτηκε πολύ νέα και απέκτησε πέντε παιδιά. Δυστυχώς δύο από αυτά, η Όλγα και η Λευκοθέα, πέθαναν νωρίς. Ζυμωμένη λοιπόν με τον πιο σκληρό ρεαλισμό, διατήρησε ωστόσο την μυθική της ουσία. Την έβλεπα μία φορά τον χρόνο, ερχόταν στο σπίτι μας στην Αθήνα από το ορεινό της χωριό, φορτωμένη καλούδια: σύκα ξερά, καρύδια, σταφίδες και διάφορα γλυκά, με πρώτο το θεσσαλικό «ριτσέλι», καμωμένο από κολοκύθα και μούστο, λουκάνικα και διάφορες πίτες. Δεν ήταν όμως μόνο αυτά. Ερχόταν φορτωμένη με παραμύθια και διηγήσεις που είχαν όλα το στερεότυπο τέλος: «Και πέρασα κι εγώ από κει, κι είχα παπούτσια από χαρτί και χάλασαν».
Η γιαγιά μου η Ελένη είχε ταλέντο ηθοποιού και σίγουρα, αν γεννιόταν σε άλλη εποχή, χώρα και οικογένεια, θα μπορούσε να διαπρέψει σε μεγάλους ρόλους. Όταν έλεγε τα παραμύθια της, τα χρωμάτιζε με την φωνή της και στα συγκινητικά τους τμήματα έκλαιγε αληθινά. Μπορούσε να κλάψει χωρίς λόγο, αρκεί να της το ζητούσες. Ποτέ δεν κατάλαβα από πού προέρχονταν αυτά τα εύκολα δάκρυα.
Η γιαγιά μου η Ελένη με αγαπούσε ιδιαιτέρως, διότι με βάφτισαν με το όνομά της, αν κι έκανε πολύ καιρό να το πιστέψει. Από ζήλια για την άλλη μου γιαγιά, που ήταν η προσωποποίηση της λογικής, διέδιδε στο χωριό της: «Ναι, την βάφτισαν την εγγονούλα μου, την έβγαλαν στο όνομα της άλλης γιαγιάς της. Την φωνάζουν Ασπασία».
Θυμάμαι πολλά από αυτήν που σφράγισε τα παιδικά μου χρόνια με την μαγεία της. Γιατί ήταν μαγευτική, μαγεύτρα, μάγισσα! Για να εξασφαλίσει την διαρκή παρουσία της στο μυαλό μου, μου έλεγε όταν έφευγε:
«Να, βλέπεις το βουνό απέναντι; Εκεί είναι το σπίτι μου. Κι όταν ξυπνάς το πρωί να μου λες καλημέρα, κάθε πρωί…»
Κοιτούσα το βουνό, δεν έβλεπα το σπίτι της αλλά το φανταζόμουν, κι ούτε ξέραμε κι οι δυο πως εκείνο το βουνό ήταν ο Υμηττός.
Γέμιζε την ζωή μου με παραμυθένια αύρα, μιλούσε για τις νεράιδες που έπαιρναν την φωνή και για το μαλλιαρό χέρι που έβγαινε απροσδοκήτως από το ταβάνι, το ξύλινο όμως που υπήρχε στα χωριατόσπιτα, έβγαινε και έδερνε τους κακούς. Φανατισμένη Χριστιανή με εκδηλώσεις παραφοράς σαν απόηχος μοντανίστριας, με παρέσυρε να κάνουμε προσευχές με γονυκλισίες, τόσο που τα τρυφερά μου γόνατα κοκκίνιζαν κι η μάνα μου θύμωνε. Όμως εγώ με την γιαγιά μου την Ελένη προσευχόμασταν για όλο τον κόσμο και καθημερινώς κάναμε πενήντα μετάνοιες. Ονειρευόταν συχνά την Παναγία, η οποία της έδινε απλές συνταγές μαγειρικής για το φαγητό που έπαιρνε στα χωράφια ή στα αμπέλια, κι έβρισκε παραλληλισμούς στις ζωές τους. Όπως η Παναγία πήρε τον Ιωσήφ με παιδιά, έτσι κι αυτή παντρεύτηκε τον πάππο μου χήρο με πέντε παιδιά. Πάντα έλεγε: «Πέντε προγόνια, πέντε περόνια», δείχνοντας τα πέντε δάχτυλα του δεξιού της χεριού. Στο βάθος όμως ήταν καλή, γιατί αυτή τα μεγάλωσε.
Η γιαγιά μου η Ελένη μού έλεγε κάθε χρόνο πάντα την ίδια ιστορία. Για τα καλικαντζαράκια, αυτά τα μικροσκοπικά ανθρωπάκια, τα κακόμορφα και κακομούτσουνα, που αρέσκονται στην φασαρία και το ανακάτεμα των σπιτιών. Χοροπηδούν αυτά τα δαιμονάκια από την ημέρα των Χριστουγέννων μέχρι τις 6 Ιανουαρίου, ημέρα των Φώτων, κι ύστερα με το πλήρωμα του χρόνου φεύγουν τρομαγμένα φωνάζοντας: «Να φύγουμε, να φύγουμε, γιατί έρχεται ο ζουρλόπαπας με την αγιαστούρα του». Φοβούνται τον αγιασμό του παπά και τρέχουν να εξαφανισθούν.
Η γιαγιά μου η Ελένη κι εγώ περιμέναμε σήμερα, όπως κάθε χρόνο, να φύγουν τα καλικαντζαράκια. Και μετά ψάχναμε όλο το σπίτι, μήπως και κάτι ξέχασαν ή μας έκλεψαν. Ψάχναμε, μέχρι που εγώ έβγαλα από την τσέπη μου ένα μικρό κατακόκκινο γαντάκι, που πήρα από το παιχνίδι Αϊ-Βασίλη. Το πέταξα με τρόπο, ώστε να το δούμε.
«Γιαγιά, έλα κοίταξε, ένα καλικαντζαράκι έχασε το γαντάκι του».
Απέμεινε μερικά δευτερόλεπτα άλαλη και πετρωμένη μπροστά στην υλοποίηση μιας φαντασίας. Εγώ τα είχα όλα υπολογίσει, μια κι εφέτος είχα μεγαλώσει και δεν πίστευα στα καλικαντζαράκια. Όμως σαν δόλιο παιδί ήθελα να δοκιμάσω την δική της πίστη.
Εκείνη πήρε το γαντάκι στα χέρια της, με κοίταξε λίγο δύσπιστα, ήθελε να χαμογελάσει αλλά τελικώς παρατηρώντας το είπε: «Αχ, το καημένο το καλικαντζαράκι, θα παγώσει το χέρι του στη χιονιά».
Τα κατάφερε πάλι η μάγισσα γιαγιά μου, να μου ξαναζωντανέψει τα καλικαντζαράκια.
TA KALIKATZARAKIA
Kallikantzaros – Wikipedia
By EleniLadia
Rendered by Vassilis C. Militsis
My Grandma, Eleni, was a fabled creature, who, nonetheless, according to her times was married very young and had five children. Unfortunately, two of them, Olga and Leukothea, died too soon.
Although molded in the cruelest realism, she preserved her mythical nature. I used to see her once a year when she visited us in Athens coming from her mountainous village, laden with sundry goodies: dried figs, walnuts, resins and several sweets – especially the Thessalianritzeli, made from squash slices boiled in grape must – sausages and different pies. Those were the material gifts she brought us. However, she was also laden with fairy tales and stories, which all had the same ending: “And I happened to pass by and as I wore shoes made of paper,they went up in vapor.”
My Grandma, Eleni, had an acting talent and if she had lived in different times, country and family, she could certainly have excelled in important roles. When she wastelling her stories, she colored her voice and at the emotional parts she really wept. She could weep without reason provided you asked her to. I could never understand where those ready tears came from.
My Grandma, Eleni, was particularly fond of me, as I had been given her name, though she found it hard to believe it. Out of jealousy of my maternal Grandma, who was the personification of good sense, she spread it about her village: “Indeed, my little granddaughter was christened and given the name of her other grandma. Now they call her Aspasia.”
I remember from her a great deal that sealed my childhood with hermagic. She was enchanting and entrancing – a real witch! In order to secure her constant presence in my mind, she used to say to me when she was going back to the village:
“There, can you see that mountain beyond? That’s where my home is. When you wake up each morning, say ‘good morning’ to me…”
I would look at the mountain, I could not see her house but I visualized it, and neither of us knew that that mountain was Hymettus.
She would fill my life with a fairy-tale aura; she talked of the fairies that robbed you of your voice and the hairy hand that came out of the ceiling, but the wooden one that existed in the country houses came out to thrash the bad guys. A zealous Christian herself with violent manifestations that harked back to early montanism, she guided me to pray with her down on our knees to the extent that my tender knees turned red to the vexation of my mother. And yet, my Grandma and I would pray for the entire world and we daily did fiftygenuflections. I often dreamed of Our Holy Virgin, who gave my Grandma simple recipes for the meals that took along to the fields or vineyards. She used to compare instances of religious life to her own. As the Holy Virgin was engaged to Joseph, who had children, so did she marry my widowed Grandpa, who also had five children. She would always say: “Five step children are five nails,” and she showed the five fingers of her right hand.But deep down, she was kindhearted, as it was she who brought them up.
My Grandma, Eleni, told me the same story each year: it was about goblins, those tiny creatures, ill formed and ugly faced, which are fond of creating a lot of
uproar and commotion in people’s homes. From Christmas day till Epiphany, on January 6, those mischievous imps frolic around, and then in the fullness of time, they flee in frightened shouts: “Let’s get out of here at once, for the mad priest comes with his aspergilla.” They dread the priest sprinkling them with holy water, and thus they vanish.
My Grandma, Eleni, and I were expecting this year, too, the goblins to go away. And then we were searching the entire house in case they stole or left something behind. We kept on searching until I fished out of my pocket a small scarlet glove, which I had taken from the Santa toy. I threw it down in a way it could be easily seen.
“Granny,” I said, “come and look at this; a goblin has lost its little glove.”
“She stood for some seconds speechless and transfixed in front of the materlialization of a fantasy. I had planned it all as I had grown up enough that year not believe in goblins any longer. But as a mischievous child I was I wanted to test her faith.
She picked up the little glove, held it in her hand, looked at it mistrustfully and she was about to smile; but finally, observing it, she said: “Ah, the poor goblin! It must have lost it and now its little hand will freeze in the snow.”
My Grandma, the witch, managed to make the goblins come to life again.