Το τυχαίο
Ελένη Λαδιά – Βικιπαίδεια
Οι συμποσιαστές μού ήσαν γνώριμοι. Πρώτα πρόσεξα τη μητέρα μου και μετά τους συγγενείς της: ήταν η αδελφή της, ο νεκρός άνδρας της αδελφής της, ο εξάδελφός της και ο αγαπημένος της ανιψιός. Μου φάνηκε περίεργο το θέαμα, αφού ακριβώς πριν από μία ώρα η μητέρα μου ήταν στο σπίτι, όταν εγώ ετοιμαζόμουν να βγω για περίπατο. Είχε μάλιστα και τη συνηθισμένη της συμπεριφορά. Με φίλησε και με συμβούλευσε να προσέχω. Δε μου ανέφερε πως θα έβγαινε και η ίδια και πως θα έτρωγε με τους συγγενείς της.Περπατούσα ανέμελη στους δρόμους της πρωτεύουσας, όταν ξαφνικά είδα σ’ ένα πεζοδρόμιο – εξώστη τη σκηνή ενός συμποσίου. Στην αρχή μού θύμισε ζωγραφικό πίνακα, λουσμένο στο φως του απογευματινού ήλιου.
Πλησίασα προς το τραπέζι τους κι άρχισα να τους χαιρετώ ευγενικά. Όταν έφτασα προς το μέρος του Θανάση, του ανδρός της αδελφής της και του μίλησα θερμά, μια και είχα να τον δω πολλά χρόνια, με κοίταξαν όλοι απορημένοι σα να ήμουν τρελή.
«Ποιον χαιρετάς μπροστά στην άδεια θέση;», φώναξε έντρομη η μητέρα μου.
«Ποια άδεια; Τον Θανάση βλέπω, τον καλό μου θείο», απάντησα και συνέχισα απτόητη, «τι κάνεις Θανασάκη; μα εσύ ξανάνιωσες. Και σου πάει πολύ το θαλασσί πουκάμισο που φοράς!»
Ήταν ανείπωτη η χαρά που τον ξανάβλεπα, γιατί αυτός ο άνθρωπος είχε μια φυσική ευγένεια και μεγάλο σεβασμό για την τέχνη, σεβασμό που έκανε το περιβάλλον της μητέρας μου να κρυφογελά και να σχολιάζει τη συμπεριφορά του. Θυμήθηκα πως κάποτε έφτασε λαχανιασμένος και καταϊδρωμένος σπίτι του κι η πρώτη φράση στην ανήσυχη γυναίκα του ήταν: «Άνοιξε το ραδιόφωνο. Τραγουδά η Κάλλας!» Η θεια μου τον μούντζωσε αγανακτισμένη, «είπα κι εγώ πως αρρώστησες», σχολίασε με κακία, ενώ εκείνος ευτυχής και πάνω από τις μικρότητες του περιβάλλοντος απολάμβανε τη φωνή τού αιώνα, όπως συνήθιζε να λέει.
Του είχα μια ιδιαίτερη αδυναμία γι’ αυτές τις καλλιτεχνικές του ευαισθησίες, κι έτσι τον τίμησα και τον έχρισα πρώτο αναγνώστη των εφηβικών μου διηγημάτων. Κανείς δε με άκουγε τότε που είχα μεγάλη ανάγκη για έναν αναγνώστη. Όταν στα δεκατρία μου χρόνια εμπνεύστηκα ένα διήγημα από τη θλιβερή ιστορία ενός μακρινού συγγενούς, που ήταν νόθος και απεγνωσμένα έψαχνε να βρει τον πατέρα του, στον θείο μου τον Θανάση εμπιστεύτηκα το θέμα. Κι όταν διάβαζα συγκινημένη την ιστορία που έπλασα, τονίζοντας κάπως υπερβολικά και συχνά τη λέξη «μπάσταρδε», ο Θανάσης με άκουγε προσεχτικά και μάλωνε τη γυναίκα του που με περιγελούσε, «άσε το παιδί, μην το πληγώνεις. Αυτό κάποτε θα γίνει συγγραφεύς».
Τα λόγια του ήταν προφητικά, κι όταν πλέον ως συγγραφεύς είχα τιμητικές διακρίσεις, τον Θανάση καλούσα πρώτον και καλύτερο, στην πιο περίοπτη θέση.
Κανείς δεν μπορούσε να φαντασθεί ότι αυτός ο γίγαντας του ύψους και του πάχους είχε μια τόσο τρυφερή και καλλιτεχνική ψυχή. Είχε μόρφωση σχολαρχείου, κι αγαπούσε τα βιβλία, μολονότι η εργασία του ήταν εμπορικής φύσεως. Προπαντός του άρεσε η όπερα. Θυμήθηκα, όταν τον ξανάδα μετά από χρόνια, ένα περιστατικό που συνέβη στη Γερμανία. Στην Όπερα της Φραγκφούρτης παίζονταν τον καιρό τής εκεί διαμονής μου, στο σπίτι της θείας μου και του Θανάση, οι Αρχιτραγουδιστές της Νυρεμβέργης. Λάτρις και μεγάλη θαυμάστρια του Βάγκνερ θέλησα να πάμε στην Όπερα. «Α, εγώ δεν έρχομαι να ακούω τους Γερμανούς να γκαρίζουν», είπε με τραχύτητα η θεία μου, αλλά ο Θανάσης συγκινήθηκε και προθυμοποιήθηκε αμέσως να πραγματοποιήσει την επιθυμία μου. «Ευτυχώς που ήρθες», μου είπε. «Πάντα λαχταρούσα να πάω στην Όπερα της Φραγκφούρτης, αλλά δεν είχα συντροφιά». Κι έστειλε τη θυγατέρα του να βγάλει εισιτήρια.
Τώρα θες η κακή του τύχη, θες η ωραία μαγειρική της γυναίκας του, το στιφάδο εκείνη της ημέρας, θες η πολυφαγία του, δεν μπόρεσε να χαρεί την παράσταση. Μόλις τακτοποιηθήκαμε σε πλεονεκτικές θέσεις και λίγο προτού ανοίξει η αυλαία, ο Θανάσης έκανε έναν μορφασμό πόνου. Ήταν γραφτό. Τον έπιασε φοβερό κόψιμο, έτρεξε στην τουαλέτα και εν συνεχεία, ιδρωμένο και μισολιπόθυμο, τον πήγε η θυγατέρα του στο σπίτι. Επέπρωτο να δω μόνη μου τους Αρχιτραγουδιστές, αφού η ταλαίπωρη η εξαδέλφη μου που ήλθε να με παραλάβει, έφτασε στο τέλος της παράστασης.
Αυτό το περιστατικό υπενθύμισα ξεκαρδισμένη στον Θανάση του συμποσίου, ενώ οι άλλοι συνδαιτυμόνες παρακολουθούσαν έντρομοι τη συμπεριφορά μου. «Τρελάθηκε», άκουσα τη μητέρα μου να λέει με ταραχή στην αδελφή της. «Το πολύ διάβασμα την πείραξε», ψέλλισε ο εξάδελφος της μητέρας μου.
«Μα τι θέλετε», φώναξα αγανακτισμένη. «Δε βλέπετε πως μιλώ με τον Θανάση; Τόση ώρα είσθε μαζί του και τρωγοπίνετε».
«Κύριε ελέησον», αναστέναξε η θεία μου. «Ο Θανάσης είναι πέντε χρόνια νεκρός. Εσύ η ίδια ήσουν στην κηδεία του. Έλα στα συγκαλά σου…».
«Μπορεί να είναι έτσι όπως τα λες», απάντησα θυμωμένα. «Όμως τώρα είναι ολοζώντανος μπροστά μας, μιλάμε, γελά. Δεν τον βλέπετε πως γελά! Κι είναι τόσο όμορφος με το θαλασσί του πουκάμισο».
«Βλέπεις και το πουκάμισο;», έκανε απορημένος ο αγαπημένος ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.
«Εγώ βλέπω να κάθεται ο Θανάσης και να χαμογελά με τη στραβωμάρα σας».
«Το δίκιο είναι με τους πολλούς», αποφάνθηκε ο εξάδελφος της μητέρας μου, «εμείς δε βλέπουμε τίποτα».
«Το δίκιο μπορεί να είναι μόνο του Ενός», αποκρίθηκα πεισματικά.
Η μητέρα μου έκλαιγε και είχε κοκκινίσει ολόκληρη από ταραχή. Φοβήθηκα μήπως ανέβει η πίεσή της, αλλά τι μπορούσα να κάνω; Η αλήθεια ήταν πως ο Θανάσης στεκόταν ολοζώντανος απέναντί μου.
«Μπορεί να αναστήθηκε», είπα για να τους καθησυχάσω.
«Κανείς δεν ανασταίνεται», τόνισε αποφθεγματικά ο ανιψιός της μητέρας μου, ο μαθηματικός.
«Μετά την Ανάσταση του Χριστού όλοι μπορούμε να αναστηθούμε», απάντησα με πεποίθηση.
Ακούστηκε η φωνή της θειας μου μέσα από λυγμούς. «Την τρέλανε η θεολογία».
Όχι, δε με είχανε τρελάνει οι θεολογικές σπουδές. Έβλεπα τον Θανάση με σάρκα και οστά, κι ας ήξερα ότι είχε πεθάνει. Τον έβλεπα πεντακάθαρα, μέχρι που έκανα ένα μικρό βήμα πλαγίως. Τότε παρουσιάστηκε στα μάτια μου η άδεια καρέκλα, πάνω στην οποία υπήρχε το καπέλο του εξαδέλφου της μητέρας μου. Θεέ μου, σκέφτηκα, μήπως ήταν όραμα; Μήπως έπεσα στα δίχτυα οφθαλμαπάτης κι οι άλλοι είχαν δίκιο;
Ταράχτηκα και ξαναβημάτισα στην αρχική μου θέση. Τότε ξανάδα τον Θανάση ολοζώντανο μπροστά μου να μου χαμογελά. Μια υποψία τρύπωσε στο μυαλό μου. Πειραματίστηκα και ξανάκανα το ίδιο βήμα πλαγίως. Ξανάχανα τον Θανάση. Επανήλθα στη θέση μου και τον ξαναβρήκα. Ήμουν πλέον βέβαιη πως κάτι συνέβαινε με τη θέση των ποδιών μου πάνω στη γη. Ο Θανάσης χανόταν και εμφανιζόταν ανάλογα με τη στάση μου. Δε με ενδιέφερε τι έκαναν, τι σκέπτονταν και τι έλεγαν οι γύρω μου. Στυλώθηκα με πείσμα στον τόπο όπου σίγουρα έβλεπα τον ολοζώντανο Θανάση.
«Τι συμβαίνει;», τον ρώτησα. «Κάτι συμβαίνει με τη θέση των ποδιών μου στο έδαφος».
Χαμογέλασε με καλοσύνη και νόημα. «Ναι, σωστά μάντεψες. Υποψιάστηκες ένα θαυμάσιο μυστικό, που θα σου αποκαλύψω. Άκουσε… υπάρχουν σ’ ολόκληρη την επιφάνεια της Γης χαραγμένες γραμμές, αόρατες για τα μάτια νεκρών και ζωντανών. Γραμμές πολύ λεπτές. Όταν την ίδια χρονική στιγμή πατήσει στην ίδια γραμμή ένας νεκρός κι ένας ζωντανός, συναντιούνται. Γίνεται μια επικοινωνία νεκρών και ζωντανών. Όμως αυτό συμβαίνει σπανίως, γιατί πρέπει συγχρόνως να πατούν στο ίδιο σημείο της ίδιας νοητής γραμμής. Γι’ αυτό όταν άλλαζες τη θέση σου, εξαφανιζόμουν».
Ήμουν συνεπαρμένη από την εξήγησή του και κοιτάζοντάς τον κατάματα ρώτησα: «Τότε μπορώ να έρχομαι σ’ αυτό ακριβώς το σημείο και να συναντιόμαστε».
Ένα θλιμμένο χαμόγελο κάλυψε το πρόσωπο του Θανάση. «Κανείς δεν μπορεί να υπολογίσει τη συνάντηση», είπε. «Η Γη γυρίζει και μαζί της γυρίζουν κι οι νοητές γραμμές. Δεν ξέρουμε τίποτα, δεν ισχύει εδώ ο νόμος των πιθανοτήτων. Η συνάντησή μας ήταν ένα τυχαίο γεγονός. Εντελώς τυχαίο».
Ο ήλιος έδυε με καταπληκτικά, ολοπόρφυρα χρώματα. Είδα τον Θανάση να μου χαμογελά γλυκά, «είμαι ευχαριστημένος που αποκάλυψα το μυστικό σε σένα», μου είπε, «γιατί σε αγαπούσα, αλλά και γιατί εσύ έτυχε να πατήσεις στο ίδιο σημείο με μένα, τον νεκρό».
Αυτά είπε και χάθηκε αιφνιδίως.
Απέμεινα με τους ζωντανούς, που βλέποντας την ηρεμία μου, ησύχασαν.
Είχα καθίσει στην ίδια θέση, όπου πρωτύτερα έβλεπα τον Θανάση και, συντονισμένη πια με την υπόλοιπη συντροφιά, παρήγγειλα ένα μπιφτέκι.
«Τι είχες πάθει παιδί μου και έκανες σαν τρελό;», με ρώτησε κάποια στιγμή η μητέρα μου, κι εγώ την καθησύχασα λέγοντάς της: «Τίποτα, τίποτα. Ήταν τυχαίο».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ (ΚΥΡΙΑΚΗ 24 – 3 – 2002)
A random incident
By Eleni Ladia
Rendered by Vassilis C. Militsis
I was walking carefree in the streets of the capital when I suddenly on an elevated restaurant dais, encroaching part of a sidewalk, I ran into a scene of an outdoor banquet. At first I was reminded of a painting bathed in the afternoon sunshine.
The guests were all familiar to me. First of all, I noticed my mother along with her kin: her sister, her sister’s late husband, her cousin and her favorite nephew. The whole spectacle struck me as very curious, since just an hour ago my mother was at home as I was getting ready to go out for a walk. Her attitude had been customary: he kissed me and advised me to be careful. She never mentioned that she was also going out to take part in a feast with her relatives.
I drew closer to the feast and I started to address them politely. When I warmly addressed Thanassi, her sister’s husband, whom I had not seen for many years, everybody looked at me in wonder as though I had gone mad.
“Who are you greeting in an empty seat?” my mother shouted aghast.
“An empty seat? It’s Thanassi, my good uncle I can see”, I replied and went on undaunted; “How are you, my dear Thanassi? Why, I see you look as if you’ve grown younger. And your sea-blue shirt is very becoming!”
My joy to see him was indescribable, for this man was endowed with affability and had great respect for art, which had caused my mother’s milieu to snicker behind his back and criticize his conduct. I remember him once arriving home panting and sweating and addressing his concerned wife with the single utterance; “Turn on the radio. Maria Callas is singing!” My aunt in high dudgeon retorted spitefully; “And I thought you were sick or something” while my uncle blissful and above the trivialities of his family ambience sat down to enjoy the voice of the century as he was wont to say.
I was partial to him because of this artistic touch of his; therefore, I had honored my uncle by anointing him as the first reader of my short stories of my adolescence. No one heeded me when I had greatly needed a reader. When I was thirteen, I wrote a narrative inspired by the sad story of a distant relative, born out of wedlock, who desperately sought his father. At that time I had turned to my uncle for approval. As I was reading my story, being deeply moved, I was using too often the word bastard, but Thanassi was attentively listening and at the same time scolding his wife, who was laughing at me. “Let the kid alone, you’re hurting her feelings. One day she will become an author”.
His prophecy came out to be true, and when as an author I was being awarded honors, it was Thannasi I invited to the ceremony securing the best seat for him.
Nobody could imagine that this giant of a man hid such a tender and artistic soul. He was not educated beyond secondary school, but he was a bookworm although he earned his living as a trader. He was fond of opera, most of all. I recalled an incident that had occurred in Germany where I saw him after some years later. During my sojourn at my aunt and Thanassi’s home in Germany, the Frankfurt Opera House performed Wagner’s Die Meistersinger von Nürnberg. Being a great admirer of Wagner myself, I expressed my wish to attend the performance with Thanassi. “Oh, I’m not coming just to hear the Fritzes bray”, commented my aunt boorishly, but my uncle was greatly touched and saw to the fulfilling of my wish. ‘“Fortunately you’ve come”, he said, “I’ve always yearned to go to Frankfurt Opera, but I had no company”. And he sent his daughter to get the tickets.
Now either due to his bad luck, or his wife’s superb culinary talents in making the stew of that day, or his overeating, he had not been able to enjoy the performance. No sooner had we settled in our seats and just before the curtain had gone up than he made a grimace of pain. It was fated. He was suddenly gripped by sharp stomach aches and had to rush to the toilet. After that, all sweating and half-fainted was taken home by his daughter. It was fated that I see Die Meistersinger von Nürnberg all alone, because my cousin, who came back for me, arrived when the performance was almost over.
It was this incident I reminded Thanassi of at the banquet laughing my head off, while the rest watched me awestruck. “She’s gone crazy”, I heard my mother telling her sister in agitation. “Too much reading has got on her nerves”, mumbled my mother’s cousin.
“Anyway, what do you want?” I yelled in indignation. “Can’t you see I’m talking to Thannasi? You’ve been all this time with him eating and drinking”.
“Good Lord!” my aunt sighed. “Thanassi’s been dead for five years. You were also at his funeral. Come to your senses…”
“It may be as you say”, I said exasperated, “but right now he’s in front of us, all alive, we’re talking and he’s laughing. Can’t you see the way he’s laughing? And he’s so handsome in his sea-blue shirt!”
“Can you even see his shirt?” dumbfounded asked my mother’s favorite nephew, the mathematician.
“All I can see is Thanassi sitting here and laughing at your blindness”.
“The majority is right”, ruled my mother’s cousin, “we see no one”.
“And yet a single person may be also right”, I retorted stubbornly.
My mother was crying and her face turned red in agitation. I was afraid that her blood pressure would soar, but what could I do? The truth was that Thanassi was sitting there in front of me.
“He may have arisen from the dead”, I said to appease them.
“No one can possibly be resurrected”, stressed sententiously my mother’s nephew, the mathematician.
“After Christ’s Resurrection, we are all “looking for the resurrection of the dead”, I answered with conviction.
My aunt was heard saying amid sobbing. “She went crazy studying Theology”.
No, my theological studies have not driven me crazy. I could see Thanassi in flesh, though I was aware that he had died. I could see him clearly until I stepped slightly to the side. Then in front of my eyes was only the empty chair on which there was the hat of my mother’s cousin. Good God, I thought, I must have had a vision. Could I have fallen in the trap of a hallucination, so the others were right?
I was badly shaken and I stepped into my former position. And then I saw Thanassi again, all alive, smiling in front of me. A suspicion came into my mind: experimentally, I stepped aside again. I lost sight of Thanassi. I stepped back and found him there. Now I was dead sure that something was to do with the position of my feet upon the earth. Thanassi disappeared and appeared according to where I was standing. I did not care what the others said or thought. I planted myself obstinately on the spot where I could for certain see Thanassi in full flesh.
“What’s going on?” I asked. “There must be something wrong with the position of my feet on the ground”.
He smiled kindly and in acknowledgement. “Yes, you’ve guessed correctly. You’ve suspected a marvelous secret I’m now about to disclose. Now listen… All over Earth there are lines engraved on its surface, invisible both to the living and the dead. These lines are very thin. When a dead person and a living one step on one simultaneously, then they can communicate. This however seldom transpires, for both must step on the same point of the line at the same time. That’s why I disappeared when you changed positions”.
I was greatly excited by his explanation and looking steadily in his eyes I asked: “Then I can come to this exact point so that we can meet”.
Thanassi smiled ruefully and his face grew sad. “Nobody can plan such a meeting”, he said. “Earth rotates and the lines also rotate with it. The laws of probability do not apply here, so we have no knowledge of when we can surely meet. Our meeting was a random incident. Entirely accidental”.
The sun was about to set in spectacular, purple colors. I saw Thanassi smile sweetly. “I’m pleased to have disclosed this secret to you”, he said, “because I loved you, and also because you happened to step on the same spot as I, who am dead”.
Having said this, he suddenly vanished.
I was left with the living, who quieted down at my calmness.
I sat in the same seat where I had previously seen Thanassi, and in tune with the rest of the company, I ordered a burger.
“What had come over you, my child, and acted like crazy”, my mother asked me a moment later. “Nothing, absolutely nothing”. I reassured her soothingly. “It was a random incident”.