Τα ηλιοτρόπια
Ελένης Λαδιά
Καθισμένες στο δάπεδο της φελούκας σε ημικυκλική διάταξη, με το κουπί στο μέσον να τέμνει το χώρο μοιράζοντάς σας σε δύο ομάδες. Τρεις δεξιά και τρεις αριστερά.Σας κοίταζα κι έρχονταν στο νου μου άνθη. Είχατε ήδη τακτοποιηθεί στη φελούκα μου, που ήταν αγκυροβολημένη στις όχθες του Νείλου. Αυτόχθονα κορίτσια αυτής της γης, που, μολονότι εισβολέας της, έγινε και δική μου.
Δε θυμάμαι τα ονόματά σας, ούτε τις φυσιογνωμίες σας. Μόνο το έβδομο κορίτσι θυμάμαι, που στεκόταν όρθιο πάνω στη φελούκα, μια λυγερή, μικρή καλαμιά, που τη φώναζαν Σάμια. Δεκαπεντάχρονα άνθη ήσασταν, λίγο παραπάνω ίσως ή παρακάτω από το χρόνο, δεν είχε σημασία.
Κι εγώ νέος, ντυμένος σε κατάλευκη κελεμπία, στεκόμουν στην άκρη της φελούκας, έτοιμος να τη σπρώξω και να την κυβερνήσω στα πυκνά, ποταμίσια ύδατα. Υπήκοος και λάτρης του ποταμού, γνώριζα τις μικρές του ιδιοτροπίες και τα υγρά του περάσματα.
Σας κοίταζα με κρυφές, έντονες ματιές. Γι’ αυτό και η σκηνή καρφώθηκε στη μνήμη μου, έγινε λαβωματιά, που δεν επουλώθηκε με το πέρασμα του καιρού.
Μου θυμίζατε, καθώς σας έβλεπα, τοιχογραφίες που οι παλαιοί σας πρόγονοι ζωγράφιζαν στους νεκρικούς θαλάμους και τους μαστραμπάδες.
Κορίτσια που μοιάζατε μεταξύ σας, όμοια σχεδόν, με ανεπαίσθητες διαφορές, όπως τα άνθη, μαλλιά μαύρα μέχρι το λαιμό, μάτια που το χρώμα τους ξεθώριασε μέσα στο χρόνο, πρόσωπα με το ίδιο ανέμελο και επικίνδυνο χαμόγελο της ηλικίας. Θα μπορούσα να σας ερωτευτώ όλες μαζί, όπως κανείς θαυμάζει ένα σμάρι πουλιά που πετούν ή μικρά, λευκά σύννεφα που ταξιδεύουν στην ίδια κατεύθυνση. Θα μπορούσα, όχι μόνο γιατί το επέτρεπε η θρησκεία μου, αλλά γιατί το γύρευε και η ψυχή μου, να σας σφίξω στο στήθος μου, όπως ένα πανέρι με χουρμάδες.
Όμως, από όλες τις φανταστικές μου απόπειρες ξέφευγε η Σάμια, στεκόταν όρθια, το χέρι της ακουμπούσε σ’ ένα από τα κεφάλια των κοριτσιών, κι, όπως φορούσε μακρύ ένδυμα μέχρι τα νύχια των ποδιών, θύμιζε πανάρχαιη ιέρεια. Τα δικά της μαλλιά ήταν μακρύτερα, μαύρα και ολόισια κάλυπταν τους ώμους.
Σάμια, σκέφτηκα τότε και σ’ ερωτεύτηκα αστραπιαία και παράφορα. Κι αμέσως τα άλλα κορίτσια έσβησαν, έκλεισαν τα πρόσωπά τους όπως τα νυχτολούλουδα, κι απέμειναν μόνο σκιές σαν πλαίσιο του έρωτά μου.
Θυμάσαι πού σας πήγαινα με τη φελούκα μου, Σάμια; Τι θυμάσαι μετά από είκοσι χρόνια που πέρασαν; Λησμόνησες το βαθύ, ερωτικό βλέμμα που κρυφά σε ανίχνευε; Σ’ όλη τη διαδρομή φανταζόμουν πως ταξιδεύαμε αδιάκοπα μόνον οι δυο μας, ξεφεύγοντας από το πλέγμα του χρόνου, και διασχίζαμε τα πυκνά ύδατα του Νείλου απαλά, όπως τα δάχτυλά μου θα ψηλάφιζαν το σώμα σου.
Ο ήλιος μάς φώτιζε με μια ασυνήθιστη γλυκύτητα. Γύρισα και σας κοίταξα. Τα πρόσωπα των κοριτσιών είχαν στραφεί προς το θερμό του φως, το βλέμμα τους χρύσιζε από τις ακτίνες του. Τότε σχεδόν ψιθύρισα, αλλά το ακούσατε: Αμπάντ ελ Σαμς, λάτρεις του ήλιου!
Θυμάμαι πως χαμογελάσατε με την παρατήρησή μου. Μόνο εσύ δε χαμογέλασες, Σάμια, το πρόσωπό σου είχε την ίδια σοβαρότητα.
Θυμάσαι, λοιπόν, πού σας πήγαινα;
Ήταν μια δική σας εορτή και θα επισκεφτόσασταν στην απέναντι όχθη ένα μοναστήρι. Και εγώ ο αλλόφυλος και αλλόθρησκος γινόμουν οδηγός σ’ αυτό το σύντομο ταξίδι, το ανεξίτηλο, όπως η αιωνιότητα.
Τότε κάτω από το φως του ήλιου, στη γη μας, Σάμια, σε πήρα μακριά και σε ξάπλωσα στο έδαφος.
Στην πραγματικότητα τραβούσα το κουπί, αμίλητος και ντροπαλός.
Όμως, μεγάλος ο Θεός, μας δώρισε τη φαντασία, γιατί μέσα σ’ αυτήν ενώθηκα μαζί σου. Σου φιλούσα τα μαλλιά, το λαιμό, τα χέρια, κι ας μας χώριζαν ουσιαστικές διαφορές, εγώ τις ξεπερνούσα, τρελός από έρωτα, σου άγγιξα τα χείλη, κι εσύ σχεδόν λιποθύμησες. Σκέφτηκα ότι φοβήθηκες την τιμωρία του Θεού σου. Όμως, κι εγώ φοβήθηκα, Σάμια, κι απέμεινα απολιθωμένος να σε κοιτάζω. Είχα αγγίξει νοερώς τον θανατηφόρο καρπό του παραδείσου.
Τότε τράβηξα κουπί δυνατότερα να επιταχύνω το χρόνο, για να σβήσει την εικόνα του νου μου. Ήμουν, όμως, αιχμάλωτος αυτού του έρωτα, που γνώριζα, αλίμονο, ότι ήταν απαγορευμένος και χωρίς διάρκεια. Ντράπηκα για την ανοησία μου, μίλησα για διάρκεια, περιγράφοντας κάτι το φευγαλέο, το ανύπαρκτο.
Ο Νείλος μού φαινόταν μελαγχολικός, ατάραχα κυλούσαν τα νερά του και έθλιβαν την ψυχή μου.
Πού να βρίσκεσαι τώρα, Σάμια, μετά από είκοσι ολόκληρα χρόνια; Θυμήθηκες, άραγε, ποτέ τον νεαρό φτωχό φελάχο, που σας ταξίδεψε;
Εγώ, ώριμος άντρας πια, έχοντας πίσω μου μια πολυμελή οικογένεια, τραβώ ακόμη κουπί στα ποταμίσια ύδατα, μεγάλωσα και άσπρισα εδώ, μεροκαματιάρης του Νείλου. Σ’ αυτές τις εικοσάχρονες διαδρομές, σε θυμήθηκα πολλές φορές και μελαγχολούσα, σαν να άκουγα τον λυπητερό ήχο του σουραυλιού.
Από όλα τα κορίτσια της φελούκας, εσύ ήσουν το πιο στοχαστικό. Κοιτούσες μακριά, χανόταν το βλέμμα σου στον ορίζοντα, γινόταν αύρα και άνεμος. Φαινόταν πως ξεπερνούσες τα εγκόσμια, αφήνοντας καταμεσής του ποταμού τον φτωχό σου λάτρη να δέρνεται από τη φαντασίωσή του. Αλήθεια, πολλές φορές σε νοστάλγησα αυτά τα χρόνια, ξαναζώντας το φανταστικό άγγιγμα των χειλιών σου.
Όταν φτάσαμε στην απέναντι όχθη, πρώτη εσύ κατέβηκες από τη φελούκα μου, χαιρετώντας μ’ ένα σοβαρό κούνημα του κεφαλιού. Κατάλαβα πως ο νους σου ήταν δοσμένος στο προσκύνημα.
Τι να απέγινες, Σάμια; Καλόγρια, άραγε, βουτηγμένη στις προσευχές και τα θυμιάματα; Ζεις ή έχεις πεθάνει από κάποια αιφνίδια ασθένεια; `Η, μήπως, ώριμη γυναίκα πια, κατατρώγεσαι από τα οικογενειακά σου βάρη; Τι να υπάρχει από το λεπτό, αιθέριο σώμα σου, το ντυμένο με το μακρύ φόρεμα, που σε μεταμόρφωσε σε μικρή ιέρεια;
Όσο είμαι δεμένος εδώ, καρφωμένος σε τούτη τη γη, τη μαύρη και εύφορη, οδηγώντας καθημερινά τη φελούκα μου, όσο διασχίζω αυτό το τεράστιο ποτάμι, το απέραντο σαν τη θάλασσα και βλέπω τα νερά του, άλλοτε μολυβένια κι άλλοτε διάφανα, δε θα μπορέσω να σε λησμονήσω ποτέ.
Είχατε κατεβεί όλες και πήρατε το δρόμο για το μοναστήρι. Η φελούκα μου άδειασε, γλάστρα δίχως άνθη, και ο ήλιος δε φώτιζε πια. Τα μικρά ηλιοτρόπια λύγισαν το μίσχο τους και έσβηναν…
Δε θελήσατε να σας περιμένω για την επιστροφή. Κάποιος άλλος βαρκάρης θα σας εξυπηρετούσε.
Έφυγα μόνος, κι ώρες τραβούσα κουπί, λέγοντας τα παράπονά μου στον ποταμό. Είχα ακούσει πως κάποτε υπήρξε θεός, κι έτσι προσευχήθηκα. Μου απαντούσε το μουρμούρισμα των νερών, αργό, τελετουργικό σαν ψαλμωδία που ξεπηδούσε από πανάρχαιες εποχές.
Ο έρωτας που ένιωσα και δεν πρόλαβε ν’ ανθίσει ούτε για μια στιγμή στην πραγματικότητα ζυμώθηκε μ’ εκείνη την προσευχή και διασκορπίστηκε στον ορίζοντα. Έρωτας που βουτήχτηκε στο ποτάμι κι έβγαινε ολόδροσος από νοσταλγία, για να στεγνώσει στον ήλιο.
Σάμια, φώναζα ολομόναχος στη φελούκα μου, άγνωστή μου Σάμια, όπως ο ουρανός και ο Θεός, σ’ αγαπώ.
Το κουπί χτυπούσε τα ύδατα, συνοδεύοντας τους ρυθμούς της καρδιάς μου. Ο ορίζοντας στένευε, ο ήλιος χάθηκε, το σούρουπο ερχόταν σταθερά, όπως ο χρόνος που φθείρει μια ζωή. Και μέσα από τα ύδατα του Νείλου έβγαινε ένας ήχος μουσικός, ήχος φαραωνικός…
Υστερόγραφο: Το αφήγημα βρέθηκε στις σημειώσεις ενός Έλληνα περιηγητή. Το φαντάστηκε, όπως επεξηγούσε ο ίδιος, όταν είδε μια φωτογραφία που είχε τραβηχτεί πριν από είκοσι χρόνια, σε κάποια περιοχή της Άνω Αιγύπτου. Η φωτογραφία απεικόνιζε εφτά κορίτσια πάνω σε μια φελούκα στις όχθες του Νείλου. Στην άκρη του πλεούμενου έστεκε ο βαρκάρης, έτοιμος να το σπρώξει στον ποταμό…
Το διήγημα που δημοσιεύεται σήμερα συμπεριλαμβάνεται στο βιβλίο της Ελένης Λαδιά «Ο έτυμος λόγος», που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «ΑΡΜΑΟΣ».
The sunflowers
By Eleni Ladia
Rendered by Vassilis C. Militsis
I was looking at you and I was reminded of blooms. You were settled in my felucca, which was moored at the banks of the Nile. You were indigenous maidens of that land, which, though I was her assailant, had become my own fatherland, too.
Sitting in a semicircle on the bottom of the felucca, with the sole oar in the middle to cut the space in two parts and separate you in two groups. Three on the right and three on the left.
Now I cannot recall your names nor can I picture your faces. Only the seventh girl do I remember, the one who was standing in my felucca, lithe like a slender reed, whose name was Samia. You were more or less fifteen-year-old flowers – it did not matter.
I was also young, dressed in a snow-white burnoose, standing on the edge of the felucca, ready to shove off and steer it upon the dense waters of the river. Thrall and lover of the Nile, I was well aware of his little vagaries and his secret passages.
I was casting secret stares at you. That is why that scene was impressed in my memory and has turned into a wound, which has not healed with time.
You reminded me of frescoes painted by your ancient ancestors in the burial vaults and mastabas.
You girls resembled one another, being almost identical with imperceptible differences, like flowers, shoulder-length black hair, eyes whose color faded through time, carefree faces and perilous, youthful smiles. I could have fallen in love with you all at the same time, admiring you as if you were a flying flock of birds or white clouds sailing in the same direction in the sky. I could have done it, not only because I was allowed by my religion but also at my soul’s behest I yearned to clasp you in my arms like a hamper of dates.
However, Samia was always escaping from all my fantasies. She stood upright laying her hand on the head of a girl, and as she was wearing a long robe reaching down to her toes, she looked like an ancient priestess. Her hair was longer, black and straight, covering both her shoulders.
“Samia”, I then thought, “I fell in love with you instantly and passionately”. And then the other girls faded, their faces closed like moonflowers, and became mere shadows in the background of my love.
Samia, do you remember me boarding you all in my felucca? What can you remember after a lapse of twenty years? Have you forgotten my intent, probing erotic look? During the entire journey I imagined that we two were sailing all alone, having escaped from the mesh of time, and we were softly crossing the dense Nile waters while at the same time my fingers were caressing your body.
The sun shone upon us with an unaccustomed sweetness. I turned and looked at you all. The girls’ faces were turned basking in the warm light and their gaze grew golden in the sunlight. Then I nearly whispered but you could hear it: Abad el Shams, worshippers of the Sun.
I remember the girls smiling with my remark. Only you, Samia, did not smile; your face kept on being grave.
Well, do you remember where I was taking you?
It was one of your religious holidays at a monastery you were visiting on the opposite bank of the Nile. And I, belonging to a different race and faith, gentile and philistine, was your guide during this short passage, which will be indelible in my mind till eternity.
And then, Samia, under the sun, upon our land, I seduced you away and laid you on the ground.
In reality, however, I was rowing, silent and shy.
However, God is great; He endowed us with imagination, for in my fantasy I united with you. I was kissing your hair, neck and hands, and if fundamental differences split us apart, I, infatuated with love, overcame them. I touched your lips lightly and you nearly swooned. I thought you dreaded your God’s punishment, so did I, Samia, and so I stood there transfixed looking at you. In my mind I had touched the deadly fruit of paradise.
Thereupon, I put more strength to the oar in order to speed up time and obliterate the picture in my mind. And yet, I was captive of this love, which, alas, I full well knew that it was forbidden and without duration. I was ashamed of my folly to think of duration describing as such something evanescent and non-existent.
The Nile appeared to me gloomy, and as its waters flowed by, they crushed my soul.
Where are you now, Samia, after twenty long years? Have you, perhaps, sometimes remembered about the young, poor fellah, who had once given you a passage across the Nile?
Now, well into advanced manhood and having a big family to support, I still row my boat in the waters of the river. I have grown up and greyed in this land, always a Nile hand. During all these twenty year-old journeys I have thought of you many times and I fell melancholic every time I heard the sad tune of the flute.
Of all the girls in the felucca, you were the most wistful. You were peering into the distance; your gaze was lost in the horizon and turned into a breeze and wind. You seemed to have been passing beyond worldly existence abandoning your poor worshipper to be tormented by his imaginings. Indeed, how often have I longed for you all these years, reliving that imaginary touch of your lips?
When we reached the opposite bank, it was you the first to board off my felucca, taking leave of me with a sober nod. I realized that your mind was intent upon your pilgrimage.
What has become of you, Samia? Perhaps you became a nun, dedicated to prayers and incense? Are you still in life or have you passed away of a sudden disease? Or, perhaps, a woman in full maturity, do you bend under family burdens? What has been left from your delicate, ethereal body, clad in that long robe, which had transformed you into a little priestess?
As long as I am bound here, riveted in this black, fertile land, sailing daily my felucca; as long as I cross this huge river, as expansive as the sea, and I watch its waters, now leaden, now clear, I will never be able to forget you.
You all disembarked and plodded up the road to the monastery. My felucca was empty, like a pot without flowers, no longer basking in the sun. The little sunflowers bowed down upon their stems and faded…
You declined my waiting for your return. Some other boatmen would take you back.
I cast off alone and began pulling at the oar for hours, divulging my chagrin to the river. I had once heard that the Nile had been a god, and so I prayed. I was being answered by the murmur of the water – a long-drawn ritual like a chant springing out of immemorial eras.
The love I felt was bound to wither in its infancy, and in reality was molded with my prayer to the river and scattered in the horizon. That was love bathed in the river and emerged all dewed with nostalgia and was left to dry in the sun.
“Samia”, I would invoke your name, sitting all alone in my felucca. “My unknown Samia, I love you as I love heaven and God”.
The oar beat the water in accompaniment to my heart beats. The horizon narrowed, the sun set, dusk was steadily falling like time that undermines life. And out of the Nile waters there was coming a musical sound, a pharaonic tune…
Postscript: This narrative was found among the notes of a Greek traveler. As he explained, he made it up after he had seen a photograph taken somewhere in Upper Egypt twenty years before. The photo pictured seven girls in a felucca at the banks of the Nile. The boatman stood on the waterline about to push it off on the river…
From Eleni Ladia’s book Etymos Logos, published by ARMAOS editions.