korali-poy-petaei

Κοράλι πού πετάει

    Ἀπό τά πλατάνια πέφτανε κάθε λίγο σκουριασμένα φύλλα μέ χρυσωμένες ἄκρες, ἄλλα ὁλοκίτρινα, ἄλλα θαμπωμένα ὅπως χνωτισμένα γυαλιά ἤ ξεφτισμένα κομμάτια ἀπό παλιούς κασσιτερωμένους καθρέφτες. Σ’ἕνα ἀπό τά τσίγκινα τραπεζάκια καθόταν ἡ Ἑλένη , χωμένη στό παλτό της -εἰκόνα τοῦ φθινοπώρου, πολύ μόνη. Ἔτσι μπορεῖ νά νόμιζε κάποιος πού δέν θά τήν γνώριζε…