Ο ποιητής Ηλίας Κεφάλας γράφει στο περιοδικό Περί ου για τις λογοτεχνικές του φιλίες, ανάμεσά τους και για την πολύχρονη φιλία του με την Ελένη Λαδιά
Το 1989 εκδόθηκε από την «Εστία» το βιβλίο «Η βιρβιρίτσα και άλλα διηγήματα», που ήταν μια συλλογή διηγημάτων του ξεχασμένου Καρδιτσιώτη ζωγράφου και πεζογράφου Γιώργου Βαλταδώρου με επιλογή και επιμέλεια της Ελένης Λαδιά. Ανέλαβα να παρουσιάσω το βιβλίο στις σελίδες του περιοδικού «Διαβάζω» και το γεγονός αυτό στάθηκε η αφορμή να γνωριστούμε με την Ελένη Λαδιά, συγγραφέα πολυάριθμων πεζογραφικών και δοκιμιακών βιβλίων και να αναπτύξουμε στη συνέχεια μια φιλία αδελφική και αδιάπτωτη. Κοντοπατριώτες και οι δυο, αφού ο πατέρας της Ελένης είχε καταγωγή από τον Μεσενικόλα Αγράφων, είχαμε πολλαπλές συναντήσεις στην Αθήνα και στο πατρικό της στον Δήμο Νευρόπολης της Καρδίτσας, συναντήσεις που απέβαιναν για μένα πάντα παραγωγικές. Κατά κάποιο τρόπο και εν μέρει είχα πάρει τη θέση του αποθανόντος ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα, με τον οποίο η Ελένη είχε συνάψει μια μυστικιστική φιλία, μέσα σ’ ένα σύμπλεγμα καθημερινής αναπαραγωγής αρχαίων κειμένων και εμβάθυνσης στους λαβύρινθους της μυθολογίας, όπου επίκεντρο πάντα ήταν η Ελευσίνα και τα σκοτεινά αινίγματά της.
Η παρουσία του Παπαδίτσα ήταν πάντα έντονη στις συζητήσεις μας η δε συγκίνησή μου θερμή και τρυφερή για την ανάμνηση της μορφής και της ποίησής του που ενείχε μιαν αίσθηση επαφής με το αόρατο. Ήταν λες και το φάσμα του ποιητή της «Ασώματης» επιχειρούσε να πάρει μιαν απόκοσμη συμπάγεια, ώστε να είναι περισσότερο εδραιωμένο στο παρόν. Την αίσθηση αυτή την είχα σε μεγαλύτερο βαθμό όταν έμενα τα καλοκαίρια στο δωμάτιό του και κοιμόμουνα στην κλίνη του, που μου είχε παραχωρήσει η Ελένη πάνω στο ορεινό καταφύγιό της. Εκεί, στον περίγυρο της λίμνης Πλαστήρα, ακολουθούσαμε με την Ελένη τις ίδιες διαδρομές που έκανε και με τον Παπαδίτσα και αφηνόμουνα στη μαγεία των διηγήσεών της για την καθημερινή δραστηριότητα του ποιητή, όταν τον συνεχή στοχασμό και τη συγγραφή του διέκοπτε μόνο η ανάγκη ενός καλού φαγητού.
Η Ελένη, ασχολούμενη συνεχώς με τις αρχαιολογικές εμβαθύνσεις κι επιβεβαιώσεις της σε χώρο και χρόνο, με τη συγγραφή πεζογραφημάτων στηριγμένων σ’ αυτούς τους άξονες με μια μονιμότητα αξιοζήλευτη, μετέφερε και το ίδιο ρίγος, το ίδιο μυστήριο και στην απλή καθημερινή της προβολή. Θυμάμαι τον αινιγματώδη χαρακτήρα της, όταν με προειδοποιούσε: «Θα πάμε στη νεκρόπολη του Κεραμεικού κι εκεί θα σε ξεναγήσω με τον τρόπο και τη διάρκεια που θέλω εγώ. Μόνο θα ακούς. Αν με διακόψεις με κάποιο ερώτημα, θα σε παρατήσω και θα φύγω».
Μια άλλη φορά, επιστρέφοντας από τη Δωδώνη στα Τρίκαλα, της έκανα αγόγγυστα το επίμονο χατίρι της. Σε όλο τον δρόμο ήθελε ν’ ακούει και άκουγε ένα σιντί της Φλέρυ Νταντωνάκη, χωρίς διακοπή. Μου άρεσαν οι αργόσυρτες πορείες μας στους δρόμους της Αθήνας ψάχνοντας για ήσυχες καφετέριες και οι χειρονομίες της να κερνάει διπλά τοστ στους άστεγους που συναντούσαμε. Με συγκλόνισε ο θρήνος της για την απώλεια όλων των προγόνων και κυρίως της μητέρας της, της πολυαγαπημένης και σε μένα Ευδοξίας, όταν τη συνόδευσα στο μητρικό χωριό της στη Βλάστη Κοζάνης και την παρακολουθούσα από διακριτική απόσταση να δακρύζει περπατώντας από τον ποταμό Μύριχο μέχρι τα πλατιά λιβάδια του χωριού με τους ιππείς, τα κοπάδια των αλόγων και τις αντιφεγγιές του χιονισμένου Σινιάτσικου.
Ακολουθώντας την Ελένη μέσα στους δρόμους που χάραζε η ίδια με τα βιβλία της, αποκόμιζα κάθε φορά όχι μόνο γνώσεις από διάφορες επιστήμες και κυρίως μαθήματα από τη συγγραφική τέχνη, αλλά και βλέμματα με τα οποία μπορούσα να δω διαφορετικά τον κόσμο.
Η ευρεία θεματική της στο πεζογραφικό και δοκιμιακό της έργο συμπυκνώνεται σε κάποιες αθέατες, αλλά τόσο αμετακίνητες και ανεξάντλητες εκκινήσεις: Στη συνεχή, κατά πρώτο λόγο, ανέλκυση και φανέρωση των θησαυρών της αρχαίας ελληνικής μυθολογίας και κατά δεύτερο λόγο στην αντιμετώπιση της Θεότητας, άλλοτε ως φίλου και άλλοτε ως αντιπάλου, με γνώμονα την κατανόηση της φαινομενολογίας της. Προσθέτω επίσης τη συγκίνησή της που απορρέει από τα έργα και τον βίο των ανθρώπων της Εκκλησίας και για τον λόγο αυτό υπάρχουν οι μεταφράσεις της ομόλογων κειμένων θρησκειολογικής υπερβατικότητας ή το προσωπικό της ενδιαφέρον για τα θέματα των αιρέσεων, όπου ο επί ματαίω πόνος για τη διόρθωση της δογματικής παραδοξολογίας την προσείλκυσε στη θεολογική επιστήμη.
Περισσότερο απ’ όλα, όμως, κι ακριβώς αυτό είναι που εμένα προσωπικά με συγκινεί, είναι το γεγονός ότι η Ελένη αισθάνεται ως ταγμένη στην υπεράσπιση της Δήμητρας και της Κόρης της, μια σύγχρονη ιέρεια που λατρεύει τη θεά των οργωμένων πεδιάδων, μοιράζεται και διαιωνίζει το μαρτύριο της Περσεφόνης, κατά την περίοδο που στερείται τη μάνα της. Θυμάμαι μια παλιά επίσκεψή μας στο Νεκρομαντείο του Αχέροντα, όπου κατεβήκαμε στον υπόγειο θάλαμο με την προσποιητή ελπίδα εμφάνισης της Κόρης. Καθίσαμε για λίγο κι εγώ ανέβηκα να την περιμένω πάνω στον εξουθενωτικό ήλιο του μεσημεριού. Ξανακατέβηκα αργότερα και τη βρήκα να περιμένει και να μη θέλει να φύγει, οπότε αναγκάστηκα να την ανασύρω, τραβώντας την από το χέρι. Την ίδια κατάνυξη, σαν μια μυστήρια επέμβαση του θείου, αισθανθήκαμε και οι δύο, όταν, στη Δωδώνη, εικάσαμε ποια φηγός ήταν στο ίδιο περίπου μέρος με τη φηγό της Διώνης και καθίσαμε στον ίσκιο της. Τα μακριά κλαδιά του δέντρου ακουμπούσαν στο χώμα και κρέμονται γύρω μας σαν μια κουρτίνα που ήθελε να μας κρύψει από τον κόσμο. Σκηνοθετώντας οι ίδιοι τη στάση μας αισθανθήκαμε αυτό το κρυφό ανατρίχιασμα που φέρνει ενίοτε η αυθυποβολή και μας χαρίζει θεάσεις σε ανεπανάληπτα ανοίγματα των αισθήσεων.
Κάθε καλοκαίρι επισκεπτόμασταν και από έναν αρχαιολογικό χώρο, τον οποίο και εξερευνούσαμε ενδελεχώς. Η Ελένη παραμένει στενή φίλη και την αναζητώ πάντα με την παλιά ζέση της σχέσης μας, αλλά πλέον μόνον τηλεφωνικώς, όπως μας επιτρέπει ο ολετήρας της πανδημίας.
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο εδώ: www.periou.gr/