Γεννήθηκε το 1940 στην Λεμεσό της Κύπρου. Το 1959 πήγε στην Αθήνα, όπου σπούδασε πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες στην Πάντειο Σχολή και παρακολούθησε μαθήματα Δικαίου και Δημοσίων σχέσεων. Μεταξύ των ετών 1966 και 1969 εργάσθηκε στο ΡΙΚ σε διάφορα προγράμματα πολιτιστικού περιεχομένου. Εργάσθηκε ως δημοσιογράφος και εκπροσώπησε την Κύπρο σε πολλά λογοτεχνικά συνέδρια στην Ευρώπη. Από το 1970 εγκαταστάθηκε μονίμως στην γενέτειρά της.
Φοιτήτρια ακόμη στην Αθήνα εξέδωσε την πρώτη της ποιητική συλλογή, με τίτλο Στιγμές εφηβείας (Φέξης, 1963) εμπνευσμένη από τον απελευθερωτικό αγώνα της ΕΟΚΑ 1955-59. Στην εφηβική της ηλικία υπήρξε μέλος της ΕΟΚΑ. Ακολούθησαν και άλλες ποιητικές συλλογές: Στα περιθώρια των καιρών (1968), Άσπρη πολιτεία (1969), Δέντρα και θάλασσα (1969), Ψηφιδωτό (1973), Η αδελφή του Αλέξανδρου (1973), Υπνοπαιδεία (1978), Σηματωροί (1984), Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος (1997), Τα Ε της Ελένης (1998), Η φωνή (2017), Ένας κόσμος ελ Γκρέκο (2020) και τα πεζά Οδός Αιμιλίου Χουρμούζιου (2005), Αγαπημένοι και Κεχαριτωμένοι (2020), Μνήμες από την παλιά Κύπρο, 1945-1960. Όλα τα έργα της εκτός από το βιβλίο Σηματωροί (Εκδόσεις της Εστίας, 1984) έχουν κυκλοφορηθεί από τις Εκδόσεις Αρμός. Έχει τιμηθεί με κρατικά βραβεία Κύπρου για τα έργα της Δέντρα και Θάλασσα (1969), Σηματωροί (1984) και Φωνή (2017). Το 1999 έλαβε το βραβείο Λάμπρου Πορφύρα της Ακαδημίας Αθηνών για την συλλογή Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος. Τιμήθηκε επίσης με το βραβείο της Magna Grecia της ελληνόφωνης Ιταλίας το 1987. Ποιήματά της έχουν μεταφρασθεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ιταλικά, ρουμανικά, εβραϊκά, αραβικά και σερβικά.
Στο ταξίδι μου στην Κύπρο το 1975 μετά την εισβολή του Αττίλα ΙΙ, με την προτροπή του κριτικού Ανδρέα Καραντώνη και της πεζογράφου Τατιάνας Μιλλιέξ, γνώρισα την ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη. Από την πρώτη μας συνάντηση εντοπίσαμε τα κοινά μας σημεία για την Πατρίδα και την ένωση της Κύπρου με την μητέρα Ελλάδα, όπως έλεγαν. Η ποιήτρια με ξενάγησε στον τόπο της και οι δυο μας με το αυτοκίνητό της επισκεφθήκαμε διάφορες μεριές της νήσου. Μαζί της επισκέφθηκα τα Φυλακισμένα Μνήματα. Από το αυτοκίνητό της έβγαλε μία ωραία μεγάλη ανθοδέσμη, «για τα μνήματα», μου είπε. «Είναι 13 οι θαμμένοι. Βάλε ένα τριαντάφυλλο στο μνήμα του καθενός». Πάνω στο μνήμα όμως του Ευαγόρα Παλληκαρίδη, του πιο μικρού νεκρού, τοποθέτησε η ίδια ένα ματσάκι μενεξέδες. Τα έβαζε σε κάθε της επίσκεψη. Δεν τον γνώρισε προσωπικώς, αλλά η γενναία του ζωή και το ποιητικό του τάλαντο, που προμηνυόταν λαμπρό, την έκανε να αισθάνεται ενοχή για την δική της ζωή και ποίηση. Ένιωθε πως συνέχιζε την ζωή της ταυτισμένη με τον αδικοχαμένο ποιητή.
Δεν θα βρεις στην ποίηση των πολλών βιβλίων της ούτε μία νύξη για τον έρωτα. Όλος της ο έρωτας και τα συναισθήματα διοχετεύτηκαν στην μεγάλη της αγάπη για την Πατρίδα.
Μαζί ταξιδέψαμε στην Λάρνακα, Δερύνεια, Λιοπέτρι και Αγιανάπα. Στην Δερύνεια, κάθε φορά που πήγαινα στην Κύπρο, παίρναμε την κατεύθυνση προς το ελληνικό φυλάκιο, για να δούμε από εκεί την Αμμόχωστο, την νεκρή πολιτεία (την άλλοτε χρυσή και πορτοκαλένια). Κι ανεβαίναμε την κλίμακα που οδηγούσε στον εξώστη μίας καφετέριας. Διαβάσαμε μία επιγραφή πως ενοικιάζονται κιάλια. «Φαντάσου», φώναξε αγριεμένη, «νοικιάζεις κιάλια για να δεις την πατρίδα σου».
Η ποιήτρια Πίτσα Γαλάζη, η αλησμόνητη φίλη μου, πέθανε την ημέρα του Αγίου Βαλεντίνου (14/2/23), ημέρα του έρωτος και των ερωτευμένων. Όμως αυτή δεν έγραψε ούτε έναν ερωτικό στίχο· δεν θα βρεις στην ποίηση των πολλών βιβλίων της ούτε μία νύξη για τον έρωτα. Όλος της ο έρωτας και τα συναισθήματα διοχετεύτηκαν στην μεγάλη της αγάπη για την Πατρίδα. Κι έγιναν πουλιά, ποιήματα και πατρίδα. Στην περίπτωση της Πίτσας Γαλάζη έχουμε μία ποιήτρια, που γεννιέται μέσα από την συλλογική μνήμη. Έτσι, είναι φυσικό τα ποιητικά της σύμβολα να μετέχουν των αρχετύπων, να φωτίζονται από αυτά και να ερωτοτροπούν με την διάρκειά τους.
Τα πουλιά του Ευστολίου (το ευ πρώτο συνθετικό του ονόματος) και ο Έγκλειστος γίνονται δύο μορφές-σύμβολα, ενσαρκώσεις της ιδέας του κάλλους και του αγώνα, μετενσαρκώσεις σε πολλά ιστορικά επίπεδα.[1] Τα ψηφιδωτά πουλιά του αρχαίου αισθαντικού Ευστολίου εμψυχώνονται, πετούν όπως τα σπουργίτια του απόκρυφου ευαγγελίου, γίνονται στίχοι-πουλιά, ποιήματα-πουλιά και περνούν πάνω από τον τόπο-πατρίδα, που επλήγη στο παρελθόν και πλήττεται στο παρόν. Σπάνε το ψηφιδωτό δάπεδο και ως ποίημα πετούν, ενώ με τα «ευ» στα ράμφη τους δίνουν το σήμα της δράσης. Το πέταγμα ψηλά, η απογείωση, δεν μικραίνει μόνον αντικείμενα και γεγονότα, αλλά χαρίζει και μία πρισματική όραση.
Μέσα από την ποιητική της σύνθεση λαμπρύνονται τμήματα της κυπριακής αλλά και γενικότερα της ελλαδικής ιστορίας, συναντάμε μορφές ηρώων παλαιών και συγχρόνων, βλέπουμε «τα πελαργικά φτερά του Γρηγόρη» (Αυξεντίου) και τον «φορτωμένον χάρες και άθλα Ευαγόρα» (και πάλι το ευ πρώτο συνθετικό του ονόματος) Παλληκαρίδη, ιδιαίτερη αγάπη της ποιήτριας.
Εξαιρέτως. «Εξαιρέτως, γιατί ήταν χώμα πατρίδας εξαίρετης». Τότε συναντούν και την ποιήτρια, που στην συγκεκριμένη σύνθεση κρύβεται πίσω από την προσωπικότητα του Νεόφυτου, του καλόγερου μαχητή και ποιητή. «Γιατί πατρίδα του ποιητή είναι το ποίημα», γράφει η Πίτσα Γαλάζη σε μία παλαιότερη συλλογή της (Σηματωροί). Βεβαίως, πατρίδα του ποιητή είναι το ποίημα, αλλά όταν η στιγμή το καλεί ο ποιητής δρα, ο σκεπτόμενος δρα ξεπερνώντας συλλογισμούς, διλήμματα και αντιφάσεις, τα πουλιά σπάζουν το δάπεδο, εμψυχοποιούνται και τρέχουν σε βοήθεια του τόπου-πατρίδα. Τότε ο Νεόφυτος και όλοι οι Νεόφυτοι για το παρόν του αγώνα αφήνουν τον εγκλεισμό τους (παραδείγματα ο Καμί του παραλόγου, ο αρνησίθεος Νίτσε, ο πεισιθανάτιος Μαβίλης), ξεπερνούν τους προσωπικούς οραματισμούς και γίνονται όλοι μία πατρίδα.
Κι ήτανε όλος μια πατρίδα/ να τον βαθαίνουν ζωντανοί οι χωρισμοί/ με δισκοπότηρα κι αλώσεις/ και οι λέξεις του να σφάζονται αμνοί./ Πατρίδα ένδοξη ήταν όλος/ κι όλος πατρίδα του χαμού/ της κατακόμβης κουρσεμένης/ και του τρελού ξεσηκωμού.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
[1] Πρόκειται για την ποιητική συλλογή Τα πουλιά του Ευστολίου και ο Έγκλειστος, εκδ. Αρμός, 1997.
Ημερομηνία: 25 Φεβρουαρίου 2023
Πηγή: diastixo.gr