Δέν καταλάβαινε μέσα στήν ἄβυσσο τῆς κωφαλαλίας του ὁ ἔφηβος, γιατί οἱ τρεῖς διαβολάνθρωποι τόν ἔδεσαν σέ ἕνα δένδρο πισθάγγωνα καί τόν βίασαν μέ ἀγριότητα. Τό μόνον πού ἀπέμεινε ἦταν μιά ἀνείπωτη ντροπή, ἔνας ἀνομολόγητος ἐξευτελισμός, κι ἕνας πόνος πού τόν ἐμπόδιζε γιά ἡμέρες νά καθήσει ἤ νά πάει γιά τήν ἀνάγκη του.
Βασανισμένος στόν κόσμο πού δέν μποροῦσε νά ἀκούσει καί τό τραγικότερο νά συννενοηθεῖ. Ἡ γλώσσα τῶν χεριῶν του ἦταν πρωτόγονη, περιωρισμένη σέ λίγες λέξεις, ἀφοῦ ἀπλούστατα δέν εἶχε κανέναν νά τοῦ διδάξει τήν νοηματική. Ἦταν διωγμένος, πεσμένος ἄγγελος άπό τήν παιδική του ἡλικία, τόν ἐγκατέλειψε ἡ μάννα, ὁ πατέρας άπών κι οἱ λιγοστοί συγγενεῖς πέρα ἀπό ἔναν καφέ κι ἔνα κουλούρι δέν τόν φίλευαν τίποτε ἄλλο. Ἔτρωγε καί κοιμόταν ὅπου τύχαινε, ἀκόμη φτωχότερος κι ἀπό τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ. Δέν τόν ἔνοιαζε τίποτε, ἀρκεῖ πού κυκλοφοροῦσε ἐλεύθερος στά χώρια καί στά δάση, βλέποντας μόνον κι ἄς μήν ἐπικοινωνοῦσε μέ τίς ὀμορφιές τοῦ κόσμου. Ὅλα ἦταν τακτοποιημένα στόν ἀνάπηρο κόσμο του, μέχρι πού ἔφτασαν οἱ τρεῖς ἄγνωστοι διαβολάνθρωποι, γιά νά τοῦ τσακίσουν τήν ψυχή. Ἐκεῖνος δέν εἶχε φταίξει σέ τίποτα, δέν εἶχε πειράξει κανέναν, πόση σκληρή ἦταν ἡ τύχη του νά τόν ρίξει σέ τέτοια ἄβυσσο, νά πονᾶ καί νά μήν μπορεῖ νά ούρλιάξει, νά μήν ἀκούει τά λόγια τῶν διαβολανθρώπων, νά μήν βρεθεῖ κανένας περαστικός νά τόν γλυτώσει. Καί γιατί; τί ζητοῦσαν ἀπό ἐκεῖνον; ἄνδρας ἦταν κι αὐτός, γιατί νά τόν προσβάλλουν μέ αὐτόν τόν τρόπο; Δέν μποροῦσε νά ἀντέξει τήν ταπείνωσή του, τήν πικρή αἴσθηση νά εἶναι θῦμα. Δέν γνώριζε τήν λέξη ἀλλά ἔνιωοε πώς κυοφοροῦσε μέσα της μιά ἐξευτελιστική παθητικότητα.
Δέν ἤθελε νά εἶναι θῦμα, δέν τό ἄντεχε, ἔπρεπε νά ἐξουδετερώσει παντελῶς αὐτήν τήν ντροπιαστική ἐμπειρία. Τό σκεφτόταν συνεχῶς καί κάθε φορά, σιγά σιγά κι ἀνεπαισθήτως μεταμορφωνόταν σἐ διαβολάνθρωπο, ἤ πιό σωστά σέ διαβολοέφηβο.
Καί μετά τήν μεταμόρφωσή του, γύρευε ἔνα θῦμα, ὄχι ὁποιοδήποτε, ἀλλά ἔνα πού νά τοῦ ἔμοιαζε, ὅταν καί ὁ ἴδιος ἔγινε θῦμα μετά τόν βιασμό τῶν διαβολανθρώπων. Ἀπό τἰς ἄσκοπες περιπλανήσεις του θυμήθηκε πώς σέ ἔνα χωριὀ ὑπῆρχε ἕνα ἀγοράκι, ἴσως ἔξι ἐτῶν, ἀνάπηρο, κωφάλαλο κι αὐτό ὅπως ὁ ἴδιος.
Ὁ διαβολοέφηβος παρέσυρε τόν ἀνυποψίαστο μικρό, τοῦ ἔταξε καραμέλες καί μερικά νομίσματα χωρίς ἀξία, καί τό ὁδήγησε σέ ἔνα ἐρειπωμένο σπίτι, στήν ἄκρη τοῦ χωριοῦ κι ἐκεῖ, μέσα στίς βρωμιές καί τά σκουπίδια, τό γύρισε μπρούμητα καί τό βίασε ἄγρια μέ τόν τρόπο τῶν δικῶν του βασανιστῶν. Τό ἀγοράκι δέν μποροῦσε νά φωνάξει ἀπό τόν πόνο, οὔτε νά ἀκούσει μέσα στόν σιωπηλό κόσμο τῆς κωφότητας. Ὁ διαβολοέβηβος συμπεριφερόταν βάναυσα στό ἀνήλικο, κι ὅσο τόν βίαζε, τόσο ἔβλεπε νά πέφτει σάν λέπια καί νά θρυμματίζεται ἡ εἰκόνα τῆς δικῆς του θυματοποίησης. Τώρα ἦταν αὐτός ὁ θύτης, βεβαίως δέν γνώριζε τήν λέξη ἀλλά ἔνιωθε πώς κυοφοροῦσε κάτι τό ἐνεργητικό. Τό ἀγοράκι ἀγωνιζόταν νά ξεφύγει ἀλλά ὁ διαβολοέφηβος τό ἔπιασε ἀπό τόν λαιμό, τό γραντζούνισε στήν ἀρχή καί μετά, κάποια στιγμή συναισθάνθηκε τήν πράξη του καί τοῦ ἔφραξε στόμα καί μύτη. Ἔπρεπε νά μήν ὑπάρξει μαρτυρία τῆς πράξης του, ἔπρεπε νά ἐξαφανισθεῖ ὁ θύτης καί τό θῦμα. Τό ἔπνιξε σάν ἕνα λεπτό κοτοπουλάκι.
Μαζεύτηκαν οἱ διαβολάνθρωποι γύρω τους, διαβολάνθρωποι φερμένοι ἀπό τά πέρατα τοῦ κόσμου, ὅλων τῶν χρωμάτων καί ὅλων τῶν φυλῶν γέμισαν τό ἐρειπωμένο σπίτι μέ τά σκουπίδια, πού κατά παράξενο τρόπο ἐκεῖνο ἄνοιγε, ξάνοιγε, ἀπλωνόταν, ὥσπου στερεώθηκε παίρνοντας τίς διαστάσεις τῆς γῆς. Διαβολάνθρωποι κακοποιοί μέ κάθε εἴδους αἰσχρές πράξεις καί ἐγκλήματα, μέ τήν ἀσθένεια διαβολοσύνη, πού μετέδιδαν σέ ὅσους πλησίαζαν, διαβολάνθρωποι πού σκόπευαν νά μετατρέψουν τήν γῆ σέ κολαστήριο.
Ἔφτασε καί ὁ θεάνθρωπος, ἀλλά πῶς νά τά βάλει, ἔνας αὐτός μέ δισεκατομύρια δισεκατομυρίων διαβολανθρώπους, πού δέν φαντάζονταν πώς πίσω ἀπό τήν ἀνθρώπινη μορφή του κρυβόταν ὁ θεϊκός νοῦς;
Ἄν ὁ Χριστός ζοῦσε περισσότερο, δέν θά περίμενε νά τόν σταυρώσουν. Θά αὐτοκτονοῦσε μή ἀντέχοντας τό θέαμα τῆς κακοποίησης.
Μόνον ὀ Θεός μπορεῖ νά σώσει τήν οίκουμένη ἀπό τούς διαβολάνθρωπους. Ἀμήν.
31/1/17
Πηγή: fractalart.gr