Με τη συλλογή διηγημάτων υπό τον τίτλο Παραστάσεις κρατήρος (ιδιωτική έκδοση), η Ελένη Λαδιά έκανε το 1973 την πρώτη συγγραφική της εμφάνιση. Μέσα σε αυτήν εμπεριέχονται εννέα διηγήματα. Τα τρία πρώτα γράφτηκαν το 1971 και τα επόμενα έξι το 1972.
Χρόνια μετά, το 2005, η συλλογή των διηγημάτων αυτών συμπεριελήφθη στο βιβλίο της συγγραφέως από τις Εκδόσεις της Εστίας, με τον τίτλο Μαύρος Ερμής. Τίτλος ο οποίος δόθηκε εκ παραδρομής, καθώς έπρεπε να τιτλοφορηθεί: Τρεις συλλογές διηγημάτων: «Παραστάσεις κρατήρος», «Μαύρος Ερμής» και «Σχιζοφρενικός Θεός».
Αυτήν την πρώτη συλλογή διηγημάτων, που αποτελεί και την αρχική συγγραφική εμφάνιση της Ελένης Λαδιά, Παραστάσεις κρατήρος, θα προσεγγίσω κριτικά στο κείμενό μου.
Έχοντας ασχοληθεί πλέον των είκοσι χρόνων με το πεζογραφικό της έργο, είναι για εμένα εξαιρετικά γοητευτικό να ιχνηλατώ την συγγραφική της πορεία αντίστροφα. Από το τώρα στο τότε. Από την κορύφωση στην έναρξη. Στην αρχή. Τι νέο, άραγε, μπορεί να μου δώσει αυτή η οπισθοδρομική πορεία και κατάδυση στα κείμενά της; Αυτό θα το δούμε μαζί.
Λίγες σελίδες μετά που άρχισα να διαβάζω το βιβλίο αυτό, ρώτησα την Ελένη Λαδιά γιατί έδωσε τον τίτλο Παραστάσεις κρατήρος και όχι αμφορέως, με δεδομένο πως δύο κάθετες πήλινες αμφίπλευρες λαβές χρησίμευαν στη μεταφορά του. Και μου απάντησε: «Διότι το σώμα του παρομοιάζεται με ηφαίστειο και το στόμιό του με τον κρατήρα του». Έμεινα σε αυτό. Εκ των υστέρων, έψαξα και έμαθα για το «μεθυστικό» της χρήσης του. Ήταν η κούπα όπου έβαζαν το κρασί και το νερό για να πιουν τον οίνο οι αρχαίοι κεκραμένον.
Παραστάσεις κρατήρος
Σε μια κινηματογραφική αίθουσα, ο θεατής καθοδηγείται από τις εικόνες του σκηνοθέτη. Θαμπώνεται από το κάλλος και την τέχνη που απλώνεται στα χρώματα, τους ρυθμούς και τις λεπτομέρειες των κτιρίων της Φλωρεντίας, κάνοντας την πόλη να μοιάζει με μια ανάγλυφη γκραβούρα του δεκάτου ενάτου αιώνα. Η πόλη απλώνεται μέσα από ένα μείγμα τέχνης του Μιχαήλ Αγγέλου, αποπνέοντας συγχρόνως την ατμόσφαιρα της εποχής των Δάντη και Μακιαβέλι, με τα απομεινάρια του χρόνου να εντοπίζονται διάσπαρτα στην πόλη χωρίς λάμψη, διατηρώντας μόνο το μεγαλείο τους.
Ωστόσο, παραστάσεις της οθόνης, συνειρμοί του μυαλού του και «η μέθη» της τέχνης τον παραπέμπουν και στον κρατήρα του αττικού αριστουργήματος της αγγειογραφίας του 570 π.Χ., που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Φλωρεντίας. Εκεί, στη Φλωρεντία, εκτός της ομορφιάς της πόλης θέλει να βρεθεί ο θεατής και να θαυμάσει την ελληνική τέχνη, που απεικονίζεται στις παραστάσεις του μελανόμορφου ελικοειδούς κρατήρα του Εργότιμου (κεραμέας) και του Κλειτία (αγγειογράφος). Θέλει να επισκεφθεί τη Φλωρεντία και να δει την πραγματική της εικόνα. Όχι του σκηνοθέτη ή της φαντασίας του.
Η Ελένη Λαδιά μέσα από μια ταινία ταξιδεύει στις σελίδες της και σαν αύρα αέρινη χαϊδεύει και εισχωρεί στα αντικείμενα και τον χρόνο. Στα μνημεία/απομεινάρια του τότε, αλλά και στο σκληρό τώρα. Ο έρωτας για την τέχνη την ωθεί να ονειρευτεί, να πραγματοποιήσει αυτό το ταξίδι, όμως ζει μόνο την απαγόρευσή του – Χούντα. Αυτό την ωθεί να περιγράψει το γεγονός. Χωρίς αναστολές και αμηχανία, το κείμενο, εμπνευσμένο από την τέχνη, την ιστορία και την απαγόρευση, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ποιητικό, ρέει γεννώντας και την δική της τέχνη. Την συγγραφή. Είναι μόνο 26 χρόνων!
Πρωταγωνιστές της, η τέχνη του κινηματογράφου, η τέχνη του ελικοειδούς κρατήρα, ο θεατής και ο χρόνος. Όλα μια έκφραση και ταυτόχρονα μια φυγή. Διανοητική και σωματική. Ωστόσο, στο κλειστό σκοτεινό δωμάτιο του σπιτιού και του μυαλού της θα συνένωνε όλα τα κομμάτια και όλες τις εικόνες από αυτήν την αρχόντισσα πόλη και με τα μάτια του μυαλού της θα έβλεπε/θαύμαζε και τις παραστάσεις του ελικοειδούς κρατήρα. Η τέχνη γίνεται ο αρμός που ενώνει αντικείμενα και χρόνο. Και αυτό το ταξίδι δεν μπορούσε να της το απαγορεύσει κανείς. Ήταν, όλο, του μυαλού της.
Μετά που τελείωσα το βιβλίο, αυτόματα ήρθε στο μυαλό μου η Ελένη Λαδιά. Το μυαλό μου την παρομοίασε με ένα ηφαίστειο που η λάβα της έμπνευσης και των γνώσεών της ξεπηδούσε σαν πίδακας από τον κρατήρα του μυαλού της και ξεχυνόταν στις σελίδες και, με την καλλιέπεια της γραφής της, σχηματίζονταν και μορφοποιούνταν άπειρες εικόνες των δικών της «λογοτεχνικών παραστάσεων κρατήρος».
Η τέχνη γίνεται ο αρμός που ενώνει αντικείμενα και χρόνο.
Η Κυριακή της ανακωχής
Από παιδί, κάθε φορά που ο δάσκαλος μιλούσε για τον Θεό και τη δημιουργία αισθανόταν φόβο και ενοχές. Από τότε φώλιασαν μέσα του αυτά τα συναισθήματα και μεγεθύνονταν κάθε φορά που βρισκόταν στον χώρο του. Ήθελε χρόνο να προλάβει να απολογηθεί.
Η Ελένη Λαδιά αντιμέτωπη από παιδί με την έννοια του Θεού και των φόβων της. Το παραδέχεται και στο έργο Εσωγραφία μιας πεζογράφου. Φόβος και δέος ταυτόχρονα, όχι μόνο για την έννοιά του αλλά και για το άγνωστο μυστηριακό που πλανιέται στον χώρο του. Αυτοί οι τρεις που θα έφερναν την είδηση. Ποια είδηση; Ποιον φόβο; Του χρόνου; Των ενοχών; Και ποιων ενοχών; Όλα γύρω του έμοιαζαν με μια απειλή. Θα είχε προετοιμαστεί, άραγε; Και όταν θα ερχόταν αυτή η είδηση, τι θα άλλαζε; Ποιο ήταν το μέλλον; Και το βράδυ, όταν θα έρχονταν οι σκέψεις αυτές; Διαδικασίες σκέψεις και γέλιου. Το γέλιο του μέσα στον χώρο της αίθουσας έδιωχνε τον φόβο του. Το άκουγε και δεν ήταν μόνος.
Μια αναμονή για κάτι άγνωστο που την γέμιζε φόβο και την αυταπάτη της ελπίδας στο μυαλό της. Μια αναμονή που γινόταν η πραγματική της τιμωρία. Μήπως όμως ο φόβος ήταν η τιμωρία της;
Η Ελένη Λαδιά, στο κείμενό της «Η Κυριακή της ανακωχής», μέσα από προχωρημένες σκέψεις ντύνει την καθημερινότητα με απλές και ασήμαντες παρατηρήσεις και, προσθέτοντας σε αυτές τις έννοιες του χρόνου και της ύπαρξης, απογειώνει το κείμενό της. Αφηγείται, βλέποντας από απόσταση τον εαυτόν της. Της αρέσει να ενδύεται τον ρόλο του πρωταγωνιστή και να κρύβεται πίσω από αυτόν. Έτσι, ελευθερώνεται και διεισδύει πιο βαθιά μέσα της. Έρχεται αντιμέτωπη μαζί Του, και με αυτό το κείμενο αρχίζει την συνομιλία/αντιπαράθεση μαζί Του. Αρχίζει αυτός ο υπέροχος διάλογος, ο οποίος θα διαρκέσει χρόνια και θα χαρακτηρίσει πολλά από τα δοκίμια και βιβλία της. Ιδιαίτερα όταν θα νιώθει τον κόσμο να χάνεται κάτω από τα πόδια της. Άλλοτε θα Τον αμφισβητεί, άλλοτε θα Τον φοβάται, θα νιώθει ενοχές και άλλοτε θα απαιτεί τη δικαιοσύνη του σύμπαντος. Την αιώνια επιστροφή, Φρειδερίκος και Ιωάννης.
Η κατακόμβη της αγίας ευσπλαχνίας, Santa Clementia
Ο πρωταγωνιστής, εξοικειωμένος με το σκοτάδι του δωματίου, κουλουριασμένος και χωμένος κάτω από την γκρίζα κουβέρτα, έκανε το σώμα του να μοιάζει σαν ένας δίαυλος, σαν ένας από τους χίλιους διαύλους/λαβυρίνθους που γεννούσε το μυαλό του. Αυτή ήταν η φυγή του από φόβους και ενοχές. Κρύφτηκε σε μια κατακόμβη, που χωνόταν μέσα της. Φοβόταν και αισθανόταν προστατευμένος ταυτόχρονα. Ο χώρος της κατακόμβης χωρούσε έναν τεράστιο όγκο συλλογισμών και συναισθημάτων. Η ουσία της ύπαρξής του εξίσου τεράστια. Το κάθε τι γύρω του έχει νόημα και βαρύτητα. Το βλέμμα του έστεκε σε όλα σαν να τα έβλεπε για πρώτη φορά, ακόμη και την αχτίδα του ηλίου. Οι κουκκίδες στον τοίχο, ο ήχος των βημάτων του, η τοιχογραφία του καλού ποιμένα… Η έντονη παρατήρηση τον κάνει να νιώθει τις τοιχογραφίες να ζωντανεύουν, ο καλός ποιμήν, με το μαχαίρι υψωμένο στο χέρι, έτοιμος να θυσιάσει, και πιο δίπλα μια άλλη εικόνα, τρεις παίδες εν καμίνω, με τον άγγελο Κυρίου ν’ απλώνει τις φτερούγες του…
Εικόνες δέους, φόβου, αμφισβήτησης και ενοχών και αυτές οι αχτίδες του ηλίου ανελέητα να τις φωτίζουν μπρος στα μάτια του. Όμως, θύμωνε με την μάνα του που προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, να τον γλυκάνει. Να τον πείσει πως κανείς δεν ήθελε το κακό του.
Σαν σκηνοθέτης που δεν αφήνει τίποτα τυχαίο στο πλάνο, καθώς και ο ζωγράφος που δεν επιτρέπει την τυχαία πινελιά ή το λάθος χρώμα, έτσι και η Ελένη Λαδιά χαράσσει ανάγλυφες εικόνες στις σελίδες μοιράζοντας ταυτόχρονα τις άπειρες γνώσεις της με τον αναγνώστη. Τον κάνει κοινωνό και συμμέτοχο της ευφυΐας, του πλούτου, της αισθητικής, των φόβων και των ενοχών της. Η πένα της περίτεχνη, με αποτέλεσμα μέσα από το κείμενό της να γίνεται ο γητευτής που θα παρασύρει το θύμα της –τον αναγνώστη– στον δικό της κόσμο, χωρίς έξοδο, χωρίς διέξοδο, χωρίς Santa Clementia.
Τι να ήταν αυτή η διαδρομή, στις στοές της κατακόμβης της Santa Clementia; Εφιάλτης; Φόβος; Ενοχές; Πίστη; Εσώτερη γνώση;
Διαδρομή
Ο μη καθορισμένος χρόνος που εμπεριέχει την αναβολή μιας έλευσης. Μιας συνάντησης. Ένας χρόνος δέκα λεπτών που πέρασε σαν ένα βουνό από αιώνες. Μια ελευθερία που θα δινόταν: ίσως, πιθανόν, μάλλον… Εποχή της Χούντας!
Ωστόσο, η σκέψη του Θανάτου, μελετημένη και λεπτομερής, είχε πάρει μορφή. Είχε πάρει σάρκα και οστά, ταίριαζε απόλυτα με τους φόβους των συναισθημάτων της, αυτό το καθημερινό τόσο αόριστο και τόσο συγκεκριμένο που ζούσε στην καθημερινότητα εκείνης της ημέρας. Η απαγόρευση και ο Θάνατος ενός ταξιδιού.
Κάθε στιγμή εμπεριέχει τα πάντα στη γραφή της, γίνεται έμπνευση και η ίδια εμπνευσμένη.
Οι τεσσαράκοντα μάρτυρες
Μια εικόνα του 17ου αιώνα γίνεται χίλιες λέξεις και ακόμη περισσότερες, αποκαλύπτοντας συνειρμούς και συλλογισμούς της Ελένης Λαδιά. Το παρόν και η φύση γίνονται το μείγμα μέσα από το οποίο, από παράγραφο σε παράγραφο, θα οδηγήσει τον αναγνώστη της στον εσώτερο δικό της κόσμο. Δεν βάζει φραγμούς στην γραφή της δίνοντάς του την ελευθερία, την οποία και η ίδια διεκδικεί. Τον αφήνει να δει βαθιά, να εισχωρήσει μέσα στον πυρήνα της αφήγησής της και να αναγνωρίσει αυτό το υπέροχο πάθος της για ελευθερία, ζωή, δικαιοσύνη, να διαχωρίσει το ηθικό από το ανήθικο, την φιλία, την φυγή και τον θάνατο. Τον αφήνει να δει με πόση ευλάβεια νιώθει το δέος και τον φόβο για αυτόν που κυριαρχεί στην εικόνα των τεσσαράκοντα μαρτύρων, με πόση ευλάβεια ποθεί την επιλογή να γλιστρήσει μέσα στη λίμνη και να αφεθεί στο νερό από το οποίο προήλθε, θυμίζοντας στον πιστό της αναγνώστη και τους Ποταμίσιους έρωτες.
Παράκλητος και Κατήγορος
Το διήγημα αυτό ξεχωρίζει και δίνει μια άλλη βαρύτητα στο βιβλίο. Το κύριο χαρακτηριστικό του είναι η χρησιμοποίηση της τυπικής λογικής (σελ. 75-76), η οποία προσθέτει και την μαθηματική βάση στην εξίσωση των συλλογισμών. Τεμαχίζει τα δεδομένα της μέσα από διάφορους συνδυασμούς, για να καταλήξει σε κάποιο συμπέρασμα, π.χ.
Παράκλητος: Εάν το διέπραξε ή θα ήταν η ημέρα Χι ή ο δρόμος Ψι.
Αλλά ούτε η ημέρα Χι ήταν ούτε ο δρόμος Ψι.
Άρα δεν το διέπραξε.
Κατήγορος: Εάν το διέπραξε, ή δεν θα ήταν η ημέρα Χι ή δεν θα ήταν ο δρόμος Ψι.
Αλλά ήταν η ημέρα Χι και ο δρόμος Ψι.
Άρα το διέπραξε…
Τα αντίθετα βαθιά μέσα της, ήταν διχασμένη: αθωότης και ενοχές, μια μορφή διχοτόμησης, διχασμού. Το καλό και το κακό την ωθούν να τεμαχίσει τον μεγάλο της πρωταγωνιστή, τον χρόνο, μέσα στον χώρο. Τον τεμαχίζει στις τέσσερις εποχές δίνοντας την αρχική/πρώτη θέση στο Φθινόπωρο.
Γιατί άραγε το Φθινόπωρο; Ίσως επειδή η φύση ετοιμάζεται για τη χειμερία νάρκη της ή μήπως διότι προετοιμάζεται για τον «Χάλκινο ύπνο»; Τον χειμώνα! Πόσο και μεταφορική είναι αυτή η έναρξη;
*Το ένα μέσα στο φθινόπωρο
Ο χώρος –τον οποίον περιγράφει– είναι γνωστός από την παιδική της ηλικία, ο οποίος άλλοτε στεγάζει το βουητό μιας συνάθροισης και άλλοτε εκπέμπει τον αντίλαλο της απουσίας. Το κενό της οποιασδήποτε παρουσίας. Στο μεσαίο τραπέζι ο Κατήγορος και ο Παράκλητος, ίσως δύο όψεις ενός διχασμένου εγώ. Ο υπερρεαλισμός στην γραφή της άρχισε να εγχαράσσεται/εμφανίζεται στο μυαλό της με εφιάλτες που χρονολογούνται από την παιδική της ηλικία. Όνειρα, σκέψεις και συλλογισμοί ανάμεσα σε λογική και παραλογισμό, ενδεδυμένοι άλλοτε με την λευκότητα της αγνότητας και άλλοτε με το κόκκινο του αίματος, της τιμωρίας. Οι δύο ποιότητες της ίδιας ανθρώπινης ουσίας, του καλού και του κακού. Του ελεύθερου, του είλωτα, του ιδεολόγου, του θρησκόληπτου, του λευκού/άσπιλου, του κόκκινου όπως η πληγή. Και πάλι ενοχές που την βασανίζουν χωρίς να ξέρει την αιτία. Ενοχές που την ματώνουν.
*Το δύο μέσα στο καλοκαίρι
Ένα ζευγάρι στην ωριμότητα της ηλικίας και των συναισθημάτων αφήνεται «στην αναζήτηση της απόλαυσης στον χώρο του έρωτα, σπαρμένου με αυταπάτες και μεταμέλειες…». Σε αυτό το ερωτικό σμίξιμο, τα σώματα των πρωταγωνιστών μοιάζουν σαν κύκνοι σε αργή κίνηση που ερωτοτροπούν. Τέτοια ποίηση έχει η περιγραφή τους, τέτοια ποιητική διάθεση έχει η συγγραφέας. Μόνο τότε δεν είχε ενοχές και φόβους. Χάνονταν βαθιά μέσα της. Ο έρωτας μόνο παραμερίζει τα πάντα και μπαίνει παντού πρώτος.
*Τα τρία μέσα στην άνοιξη
Η άνοιξη που τα γεννά όλα. Στον χώρο αυτόν που ήξερε τόσο καλά, έβρισκε πάντα τον εαυτόν του. Εκεί επανέρχονταν οι ενοχές. Η πάλη ανάμεσα στο καλό και στο κακό, μέσα του. Μόνο η γνώση θα τον έσωζε. Αυτό ήταν η μόνη ελπίδα. Τελικά διαπράχθηκε το κακό; Και τι μπορούσε να τον απαλλάξει από την ενοχή; Το αν συνέπιπτε ο χώρος; ή ο χρόνος; π.χ η ημέρα.
Η συγγραφέας, βλέποντας τα πάντα από απόσταση, αφηγείται σαν να είναι άλλος. Ποιητική και αθώα από τα πλήγματα/στίγματα της ζωής, πειραματίζεται σε αυτήν την πρώτη συγγραφική της προσπάθεια απλώνοντας τον χρωστήρα/πένα της παντού. Με «αργή» γραφή παρατηρεί τα πάντα γύρω και μέσα της, σαν να είναι ο κόσμος καινούργιος. Με αυτήν την προσέγγιση ανακαλύπτει τον εαυτόν της και τον κόσμο, ενώ ταυτόχρονα αποκαλύπτεται.
*Τέσσερα μέσα στο καλοκαίρι
«Η Βαγκνερική μουσική είναι ενσάρκωση της αριστοτελικής ενδελέχειας, κάτι που δεν είναι ούτε ύλη ούτε μορφή, αλλά μια πελώρια κίνηση για τελειότητα». Του άρεσε μέσα του να κουβαλά μια ιερότητα σαν προέλευση. Του άρεσε να φαντάζεται την ομοιότητα των παράλληλων κόσμων. Διπλός κόσμος, διπλή χαρά, διπλή οδύνη, και αυτός μέσα του αθώος και ένοχος. Παράκλητος και Κατήγορος. Και η αρχή αυτού πότε; Πού; Φανταζόταν το δισυπόστατο διάφορο της διχοτόμησης και στο στερέωμα τον Παράκλητο και τον Κατήγορο. Τον απασχολεί πολύ η ύπαρξη του ορατού. Και παρατηρώντας τα πάντα συνειδητοποιεί το μέγεθος, τη θυσία και την πραγματικότητα της δικής του ενοχής. Ενοχή και αθωότης, δύο έντονα συναισθήματα με την ανάλογη εσωτερική πάλη. Ενοχή γιατί; Προς τι; Προς τον Θεό; Ο χώρος, ο χρόνος, και οι δύο μαζί. Μαζί, μέσα και πέρα από τον χώρο και τον χρόνο.
*Το πέντε έξω από εποχή
Η ενοχή, μέρος της προ-υπαρξιακής ενοχής. Ενοχή και αθωότης. Παράκλητος και Κατήγορος. Και τότε εμφανίζεται το πέντε. Η Θεία Δικαιοσύνη, «Μόνο αν είναι ένοχος να τιμωρηθεί». Ήταν;
Αυτό το διήγημα –καθαρά φιλοσοφικό– ίσως να στάθηκε η βάση όλου του μετέπειτα έργου της μέχρι σήμερα. Η ευφυΐα της σύλληψης στην οποία περιέχει την αλληγορία των νοημάτων, την τελειότητα της έκφρασης –σαν Βαγκνερική μουσική– την ύπαρξη των δύο κόσμων, τον έρωτα των δύο φύλων, τον χώρο, τον χρόνο, το καλό, το κακό, την αθωότητα, την ενοχή και, τέλος –μέσα από δαιδαλώδεις συλλογισμούς–, την δικαιοσύνη η οποία επιβάλλεται ισορροπώντας τα αντίθετα και επαναφέρει την τάξη. Η Δικαιοσύνη του Σύμπαντος!
Τα κείμενά της θα αντέξουν στον χρόνο, διότι τον περικλείουν.
Μια μελέτη στην φυλή Ωμέγα
Σε μία ζούγκλα μια μάνα ταΐζει, φροντίζει και κανακεύει το παιδί της. Τα πρωινά, μόλις έφευγε ο πατέρας, πήγαινε και κανάκευε τον γιο της και, γλείφοντάς τον, του μετέφερε μια τούφα από το τρίχωμά του και σκέπαζε το εξόγκωμα που όλο και μεγάλωνε το πρόσωπό του. Ήταν μια καθημερινή τελετουργία, αλλά και η καθημερινή τους συνωμοσία. Το βράδυ που γυρνούσε ο πατέρας του δεν τον έβλεπε. Είχε ήδη κοιμηθεί.
Ο πατέρας είχε την δύναμη μιας εφηβείας –έφερνε το θήραμα– και ο γιος την παραίτηση μιας ωριμότητας, τεμπέλιαζε παίζοντας. Ο πατέρας του τον αποκαλούσε άχρηστο και αυτός τον έβλεπε αγροίκο. Μισούσε τον πατέρα του, που με ξεφωνητά ορμούσε με δύναμη στην ράχη της μητέρας του και την έκανε να μουγκρίζει. Ήξερε πως για αυτόν, αυτό ήταν απαγορευμένο και αμαρτία.
Μεγαλώνοντας, εισέπραττε συνεχώς απόρριψη. Το ήξερε, ήταν διαφορετικός. Κάπου θα έβρισκε έναν όμοιόν του. Ίσως και πολλούς, και τότε θα γινόταν αρχηγός τους.
Η μητέρα, προσωποποίηση της αγάπης, της τρυφερότητας, της προστασίας και της συγκάλυψης, είναι από τα βασικά πρόσωπα των βιβλίων της Ελένης Λαδιά. Ωστόσο, εδώ έρχεται να προσθέσει την παραδοχή της διαφορετικότητας, που δίνει την δύναμη του ξεχωριστού. Του αρχηγού. Του γλάρου Ιωνάθαν. Της Ελένης Λαδιά.
Πήλινος οικίσκος
Ζωγραφίζει γράφοντας, αφήνοντας ταυτόχρονα αόρατες οπές και κουκκίδες στην ανεικονική της ζωγραφική, για να εισχωρήσει και ο αναγνώστης κάτω από την δική του οπτική και να συναντήσει/προσεγγίσει την δική της. Να δει την συνειδητοποίησή της –και σε αυτό το διήγημα– πως δεν της ταιριάζει αυτός ο κόσμος. Να δει αυτήν την αίσθηση της υπεροχής και μοναξιάς που την κυριεύει/περικλείει.
Στον πήλινο οικίσκο της, αισθάνεται μια πραγματικότητα –περιβάλλον– που δεν μπορεί να την εντοπίσει στον χρόνο και στον χώρο. Έχει την αίσθηση πως κάτι έχει υπάρξει πέρα από την ύπαρξή τους. Κάτι άχρονο και ασύλληπτο/ανεντόπιστο στον χώρο. Πολύ πριν από τον άνθρωπο.
Και τώρα μέσα σε αυτόν τον πήλινο οικίσκο ζει το δικό της παρόν. Οι μέρες και οι νύχτες περνούν μέσα από ένα μείγμα φαντασίας, ψυχεδέλειας και λαβυρινθώδεις εσωτερικούς μονολόγους γεμάτους από ενοχές και αμφισβητήσεις. Την οδηγούν, ωστόσο, μέσα από την μήτρα του νοητικού οικίσκου της να γεννήσει/γεννηθεί αυτό το οποίο θέλει να κάνει. Αδιαφορώντας για τον χρόνο και συνειδητοποιώντας το πού –τον χώρο– είχε επιλέξει πού θα χτίσει τον δικό της Ναό. Στη συγγραφή.
Μιλά αόριστα και τόσο συγκεκριμένα για την δημιουργία, είτε αυτή αφορά το σύμπαν είτε γίνεται ανθρώπινη. Αυτή είναι η Ελένη Λαδιά. Την καθημερινότητα την ανεβάζει/προεκτείνει στο στερέωμα, την βουτά στην αιωνιότητα και της δίνει το επίχρισμα που θα την κάνει να αντέξει στον χρόνο. Τα κείμενά της θα αντέξουν στον χρόνο, διότι τον περικλείουν.
Αποσπάσματα τοπίων
Ένας άλλος θεός μέσα στον χρόνο, ο Καιρός. Η ευκαιρία. Και η απώλειά της. Μέσα στην σπηλιά του, με την πικρή γεύση της αποτυχίας στα χείλη «παίζει» με την θλίψη, την απόρριψη, τις ενοχές και μόνο κάποιες λεξούλες του δίνουν την αισιοδοξία, το χρώμα και την ομορφιά που δίνουν το πέταγμα και η ελευθερία των φτερών μιας πεταλούδας. Και ένας διχασμένος εαυτός –με τον φόβο σφηνωμένο βαθιά μέσα του, της νευρασθένειας– πικραμένος από την ευκαιρία που χάθηκε μέσα στον χρόνο για πάντα!
Τοπία και αποσπάσματα αυτών. Μια ευφυής, ασυνήθιστη και εμπνευσμένη μικρογραφία του κόσμου το κείμενό της. Σ’ έναν μικρό χώρο του δωματίου της και τον απέραντο εσωτερικό της κόσμο, αγγίζει/περιγράφει το άπειρο. Το συγκεκριμένο και ταυτόχρονα ασχημάτιστο.
Πόσο ποιητική και ταυτόχρονα εσωτερική γίνεται στα κείμενά της. Σπηλιά, πήλινος οικίσκος, παραστάσεις κρατήρος που πάνω στα εξωτερικά του τοιχώματα έχει ξεβραστεί ο εσωτερικός της νοητικός πλούτος. Με γραφή που έχει δώσει στον χρωστήρα τη θέση της πένας της, με επιλεγμένα επίθετα να ομορφαίνουν τις λέξεις δίνοντάς τους ταυτόχρονα μια άλλη απόχρωση και ζωή. Μέσα από τις λέξεις, λατρεύει τα στοιχεία των γραμμάτων που τις συνθέτουν. Βλέπει την λουλουδένια ομορφιά τους, λατρεύει τους μουσικούς ήχους τους και αυτήν την ομορφιά τους μεταφέρει στον αναγνώστη της. Αυτόν, που διαβάζει και προσέχει κάθε της λέξη.
Είχα γράψει σ’ ένα άλλο βιβλίο της: «…η γλώσσα απαστράπτουσα παρελαύνει στις σελίδες των βιβλίων της…». Ναι, είναι γεγονός. Το βλέπω και τώρα. Εικόνες, εικόνες, εικόνες, σαν πίνακες ζωγραφικής οι σελίδες της, προβάλλουν σαν αντανακλάσεις ενός μαγικού καθρέπτη. Του κόσμου της. Ναοί, σπηλιές, ρωσική εκκλησία, βουνά, ρίζες, γλώσσα και ο χρόνος από πάντα. Ποιας σπηλιάς, άραγε; Της προϊστορίας; Του Πλάτωνα; Ή η σπηλιά του εαυτού της.
«Το ήξερε όμως μέσα του πως έπρεπε να διατηρήσει την σεμνότητά του και να δολοφονήσει την δειλία του», λέει για τον πρωταγωνιστή της. Ήταν και αυτό ένα ταξίδι και έπρεπε να το κάνει, και η ίδια. Ή μήπως το είχε ήδη κάνει; Ή μήπως το κάνει ακόμα!
Η Ελένη Λαδιά, στο βιβλίο της με τον τίτλο Παραστάσεις κρατήρος, με επαναστατική εφηβική και ταυτόχρονα διάθεση απόρριψης των πάντων γύρω της, από τους περιορισμούς των ελευθεριών, 1971, Δικτατορία, επηρεάζεται η Ελένη Λαδιά και ταυτόχρονα εμπνέεται.
Στα κείμενά της, η ζωή δεν έχει ακόμη περάσει από επάνω της. Δεν έχει ακόμη γνωρίσει τον Θάνατο. Θυμάται δασκάλους, εκκλησίες, τον χώρο, τον χρόνο, την σχέση της με τον Θεό, την ομοιότητα του ανθρώπου με Αυτόν, την αμφισβήτηση της ύπαρξής Του, τις έκρυθμες πολιτικές καταστάσεις, την αρχαιότητα, τον ρόλο της μητέρας στην οικογένεια, τον άνθρωπο και την θέση του στον πάνω και κάτω κόσμο, την φιλοσοφία. Ιδού οι σπόροι των βιβλίων της, οι οποίοι θα βγάλουν ρίζες και ανθούς και θα κοσμήσουν αστείρευτα την σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία τα επόμενα τόσο δημιουργικά και εμπνευσμένα χρόνια της συγγραφικής της πορείας, από τότε μέχρι σήμερα.
Καινοτόμος στην σύλληψη των θεμάτων και του τρόπου αποτύπωσής τους, ευφυής και εμπνευσμένη, βασίζεται στο απτό και στην καθημερινότητα και, χωρίς να χάνει την ευκαιρία, μιλά για την ύπαρξη του Θεού, την ενοχική και ταυτόχρονα παρακλητική σχέση μαζί του, τον χώρο, τον χρόνο και την τέχνη που απομένει να τον διηγείται. Και ενώ κέντρο της είναι ο άνθρωπος, από τότε κάνει την διαφορά στην γραφή της με το να τον προεκτείνει στο στερέωμα και την δημιουργία. Η ίδια σαν πρωταγωνίστρια του θεάτρου Νο βρίσκεται συχνά στα κείμενά της αντιμέτωπη μαζί Του.
Μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου της παραδίδει στον αναγνώστη κείμενα σαν πίνακες ζωγραφικής χωρίς πλαίσιο· «ανοιχτά»! Κείμενα τα οποία του επιτρέπουν να εισχωρήσει σε αυτά και να τα ερμηνεύσει κάτω από τη δική του οπτική. Τον προκαλεί με την υπόγεια ερμηνεία της ουσίας τους, ούσα ταυτόχρονα αιρετική και αφαιρετική μαζί τους/του. Με αποτέλεσμα, χωρίς μόνοπλευρη/μονότονη/συνηθισμένη/βαρετή ή συγκεκριμένη μορφή, να μπορεί ο αναγνώστης να οικειοποιείται τον κόσμο της και να συνομιλεί για τόσο πολλά θέματα μαζί της. Καθημερινά και αιώνια. Της ίδιας της αρέσει να κρύβεται πίσω από τον εκάστοτε πρωταγωνιστή της, ο οποίος γίνεται η ασφαλής απόσταση,η οποία της δίνει την ελευθερία να εκφραστεί. Να ομολογήσει. Ταυτόχρονα, αφοπλιστικά ειλικρινής στην γραφή της, κρύβεται επιμελώς και πίσω από αλληγορίες, εκφράζοντας την έντονη αίσθηση της προ-υπαρξιακής ενοχής και τους φόβους που από την παιδική της ηλικία έχουν φωλιάσει μέσα της. Στις αφηγήσεις της δεν παύει να έρχεται συνεχώς αντιμέτωπη με τον χρόνο, τον χώρο, τον Θεό, ακόμη και με τις λέξεις, το εργαλείο με το οποίο εκφράζεται. Συχνά απομονώνεται, κλείνεται μέσα της και όταν το ηφαίστειό της εκρήγνυται, η λάβα του ξεχύνεται στις σελίδες της, αποτυπώνει λεκτικές παραστάσεις πλήρεις νοημάτων, ευφυΐας και καλλιέπειας, που κοσμούν την ελληνική λογοτεχνία. Κείμενα που μετατρέπονται σε μικρά κομψά διηγήματα, σαν περίτεχνα πολύχρωμα κεντήματα σε τούλι-μπρετόν.
Παραστάσεις στιγμών της πραγματικότητας και εικόνες ανάγλυφες πλήρους κάλλους βρίθουν στο βιβλίο αυτό, παρομοιάζοντας με παραστάσεις κρατήρος του νοητικού και συγγραφικού έργου της Ελένης Λαδιά. Και είναι μόνον 26 χρόνων! Το έχω αναφέρει και στην Αποσπασματική σχέση: «Ήταν από τότε φτασμένη»! Μόνον οι φόβοι και οι ουλές της ήταν διαφορετικές. Δεν ήταν όλες.
Πηγή: Diastixo.gr