Κοιτάζοντας μία φωτογραφία του 1983, βλέπω δύο νεαρές καθισμένες να στριμώχνονται στην ίδια πολυθρόνα. Εσύ κι εγώ, χαρούμενες τότε, γεμάτες ιστορίες και σχέδια. Πρόκειται για μία φιλία που διήρκησε (και μόνον ο θάνατος την διέκοψε) για ολόκληρα σαράντα χρόνια, πάντοτε θερμή και παρήγορη. Είναι εύκολο να θυμηθώ το αίτιον της γνωριμίας μας, άλλωστε κι εσύ το είπες σε πολλούς γνωστούς και μου το μετέφεραν, ακόμη και τώρα, μετά τον θάνατό σου.
Συναντηθήκαμε στο γραφείο της Μάνιας Καραϊτίδη το έτος 1981, και μόλις είχε κυκλοφορήσει από τις Εκδόσεις της Εστίας το βιβλίο μου Ο Χάλκινος ύπνος.
Γράφετε κι εσείς, μου είπες με «το αριστοκρατικό σου ύφος», όταν η Μάνια ανέφερε την ιδιότητά μου. Το γνώρισα λοιπόν αυτό το ύφος σου, όταν δυσπιστούσες σε κάποιον και ήθελες κάπως να τον περιγελάσεις. Ένα ύφος που, όπως κατάλαβα αργότερα, δεν κρατούσε πολύ και γινόταν φιλικό χαμόγελο. Δεν πρόλαβα να δω την μετατροπή αυτού του ύφους, γιατί έφυγα, όχι στεναχωρημένη αλλά με ουδέτερα αισθήματα.
Αυτή ήσουν: πιστή και φιλαλήθης, δίκαιη και γενναιόδωρη.
Μετά από τρεις ή τέσσερις ημέρες έλαβα ένα τηλεφώνημά σου, με το οποίον με παρακαλούσες να συγχωρήσω την αγένεια, που φανέρωνε η ειρωνική ερώτησή σου «γράφετε κι εσείς;», γιατί βρήκες το βιβλίο μοναδικό, κι εμένα την καλύτερη συγγραφέα της χώρας. (Κάτι που δεν έπαψες ποτέ να λες.) Κεραυνοβολήθηκα όχι γιατί σου άρεσε το βιβλίο, αλλά για το συνειδησιακό σου άλμα, το ήθος να μετανιώνει κανείς και να ομολογεί μία απρέπεια. Ζητούσες επιμόνως να με δεις και να γνωριστούμε.
Αυτή ήσουν: πιστή και φιλαλήθης, δίκαιη και γενναιόδωρη. Δεν δίσταζες να τιμωρείς και να καταπιέζεις τον εαυτό σου για κάθε αθέλητο αδίκημα. Όμως κι εγώ, καταλαβαίνοντας το ήθος σου και τον ντοστογιεφσκικό σου τρόπο να μεταβαίνεις με ευκολία εναντιοδρομικές καταστάσεις, πάντοτε με πυρήνα την καλοσύνη σου, έγινες με τον καιρό το «Τιτινάκι μου». Και ήρθαν εποχές στις οποίες τηλεφωνιόμασταν δυο τρεις φορές την ημέρα. Μοιραστήκαμε μεγάλες χαρές και λύπες, επιτυχίες και αποτυχίες και, κυρίως, την κοινή μας αγάπη για τον Ντοστογιέφσκι, Ναστάσια Φιλίποβνα που δεν λογάριαζες τα χρήματα, είχες κάτι από όλες τις ηρωίδες του, ήσουν ένα μυθιστορηματικό πρόσωπο μέσα στην κοινή πραγματικότητα. Εσύ που ήσουν στο παρελθόν το κορίτσι μιας μεγαλοαστικής οικογένειας, με θαυμάσιες οικίες στο Ψυχικό και στην Γλυφάδα, που έζησες με υπηρετικό προσωπικό και με οικογενειακά ταξίδια στα πιο πολυτελή ξενοδοχεία της Ευρώπης, με πανάκριβα αυτοκίνητα, με σπουδές στην Ιταλία και πολύμηνη παραμονή σε Νέα Υόρκη και εις Παρισίους, εσύ, χωρίς κανένα κλαψούρισμα του τύπου «πώς ήμουν και πώς έγινα», με περηφάνια μπήκες στην κοινότητα των πτωχών, και εργάσθηκες στην εφημερίδα Ριζοσπάστης, όπου σε αγάπησαν και τους αγάπησες. Τι αναποδογύρισμα της τρελής Τύχης των Στωικών, κι εσύ εκεί, πάντα πιστή στα μεγάλα ιδανικά, τα ανεξάρτητα από την ταξική ιεραρχία. Κι όμως στην νέα σου προσγείωση, έζησες αδιαμαρτύρητα σε ένα ενοικιασμένο, μικρό διαμέρισμα. Αλλά όσο και να ήθελες να προσαρμοσθείς, σου ξέφευγαν, Τιτινάκι μου, έκπτωτη πριγκίπισσά μου, οι αριστοκρατικές χειρονομίες, όπως ο τρόπος που έτρωγες, που χειροκροτούσες στην Όπερα, η θαυμάσια αισθητική σου ακόμη και για ένα φτηνό φλιτζάνι του καφέ, το απλό αλλά αριστοκρατικό ένδυμά σου, η μελαγχολία σου να κρύψεις το πένθος των δικών σου και το ανέμελο παρελθόν.
Δεν ήσουν μόνον συγγραφεύς σπουδαίων βιβλίων της αστυνομικής λογοτεχνίας, αλλά και μεγάλη αναγνώστρια. Διάβαζες αχόρταγα, διψασμένη για γνώση, και σε δελέαζε η ιστορία και τα μυθιστορήματα κατασκοπείας. Αναφέρεται από μελετητές πως ήσουν και η πρώτη που έγραψες αστυνομικά βιβλία μετά τον Γιάννη Μαρή. Από τα βιβλία σου αγαπώ την Αίθουσα αναμονής, το διήγημα «Σερ Γκρέγκορι ή Καπετάν Γρηγόρης» και το εξαίσιο θεατρικό σου Έρως διατηρητέος έως. Υπήρξες λάτρις της κλασικής μουσικής, του καλού κινηματογράφου και του χορού (χόρευες θαυμάσια ταγκό).
Από όσα μου είπες, και είναι πολλά, κρατώ μία φράση σου που επαναλάμβανες, «εσύ και έγκλημα να κάνεις, θα σε συγχωρήσω». Πόσο παρήγορη και πάνοπλη φιλία! Και αξέχαστη, όπως και εσύ.
Πηγή: Diastixo.gr