Συζητώντας ή καλύτερα ερωτώντας μια πολυγραφότατη και ποικιλογραφότατη συγγραφέα όπως είναι η Ελένη Λαδιά, επέλεξα να μην αναφερθώ καθόλου σε ερωτήματα ήδη απαντημένα από την ίδια στα βιογραφικά της σημειώματα και στις συνεντεύξεις που έχει παραχωρήσει. Ο στόχος αυτής της επιλογής δεν ήταν μια δήθεν πρωτοτυπία, αφού οδηγός μου για τη διατύπωση των ερωτήσεων ήταν το ίδιο το έργο της συγγραφέως, αλλά μια προσπάθεια να προσεγγίσουμε και το έργο και, κυρίως, «τον νου» που το εμπνέεται και το γεννά. Με περισσότερους από 40 τίτλους βιβλίων, η Ελένη Λαδιά δεν εξαίρεται μόνο για το βάθος της γραφής, την υψηλή ποιότητα της γλώσσας και τη θεωρητική θεμελίωση. Τα έργα της δεν επιδέχονται εύκολα διαχωρισμούς, αφού όλα της τα γραπτά –πεζογραφία, αρχαιογνωστικά πονήματα, δοκίμια και μελετήματα– υπηρετούν με συνέπεια, καλλιέπεια και χάρη τον λόγο. Το υπόβαθρο της λογοτεχνίας της δεν είναι μονοσήμαντο. Η γραφή της, παρότι εμφανώς εδράζεται στη γνώση αξιοποιώντας τα αντικείμενα των σπουδών της στην αρχαιολογία και τη θεολογία, εντούτοις αποκαλύπτεται τόσο ποιητική όσο και φιλοσοφική. Καταβυθίζεται και υπερίπταται, με την ίδια ευκολία, στον χώρο των ιδεών. Διδάσκει. Μάχεται. Αναρωτιέται και απαντά. Ωστόσο πάντα «πλάθει μύθους» ως πραγματικότητες, δημιουργώντας ένα καταφύγιο και για τον άνθρωπο και για τις ιδέες.
Με αφορμή τον Ονειρόσακκο, ένα από τα δύο τελευταία σας βιβλία, θα ήθελα να αναφερθούμε στους τίτλους των έργων σας. Αν τους παραθέσει κανείς, δημιουργεί, θα μπορούσαμε να πούμε, ένα ποίημα. Πόθεν και πώς η έμπνευση ή η επιλογή σας;
Δεν ξέρω. Άγνωστες οι βουλές της έμπνευσης. Το μόνο που ξέρω είναι πως ο τίτλος έρχεται πρώτος, αιφνιδίως, και γίνεται κάτι σαν φάρος. Τις περισσότερες φορές ή μάλλον όλες πρώτα βρίσκω τον τίτλο, ο οποίος κυοφορεί τα πάντα: την ιδέα, την υπόθεση του έργου, τα πρόσωπα. Με την ερώτησή σας μου θυμίσατε τα μαθητικά μου χρόνια, όπου είχα την ευχέρεια να βρίσκω την κεντρική ιδέα του λογοτεχνήματος και να τη διατυπώνω σχεδόν με δύο τρεις λέξεις. Ίσως και οι τίτλοι μου να είναι εξέλιξη εκείνης της νεανικής ευχέρειας. Ο τίτλος για τα δικά μου γραπτά είναι πάντοτε η περιέχουσα έννοια.
Οι ιδέες που κυοφορούνται σ’ ένα έργο, η σύλληψη του θέματος, η πιθανή πλοκή ή η γλώσσα θεωρείτε ότι βαρύνουν στην εκτίμηση της ποιότητάς του;
Ασφαλώς και βαρύνουν όλα. Όλα αυτά είναι σημαντικά στοιχεία για τη δημιουργία του έργου.
Πέραν της μυθολογίας με την οποία έχετε ασχοληθεί εκτεταμένα, αισθάνομαι ότι υπάρχει και μια προσωπική μυθολογία που διαπερνά το έργο σας. Πώς θα χαρακτηρίζατε τους ήρωές σας; Έχουν μεταξύ τους συγγένειες;
Πιστεύω πως όχι μόνον ο συγγραφεύς αλλά και ο κάθε άνθρωπος έχει την προσωπική του μυθολογία. Ως προσωπική μυθολογία εννοώ την ανάγκη που έχει ο καθένας μας να κοσμεί τη ζωή και τη σκέψη του. Ποιος δεν έχει ανάγκη από φεγγαρόσκονη; Οι ήρωές μου πιστεύω πως ανήκουν στη συνομοταξία των αφελών. Δεν έχουν δεύτερη σκέψη, δεν κάνουν κακό, αντιθέτως δέχονται το κακό από τους άλλους. Δεν ενδιαφέρονται για πλούσια ζωή, είναι ιδεόπληκτοι, βασανίζονται από τις ιδέες τους. Ακόμα και οι περιπτώσεις τρελών ή δολοφόνων είναι διαυγείς: φέρουν την ευθύνη τους με στωικότητα. Όλα γίνονται κάτω από το βάρος μιας ιδέας. Ακόμη και ο έρωτας των ηρώων μου καταντά ιδεοληψία.
Η ποίηση; Υπάρχουν σημεία στα βιβλία σας, από φράσεις μεμονωμένες έως και ολόκληρες ενότητες, που έχουν ισχυρά ποιητική γραφή, συχνά στίχοι συνοδεύουν κεφάλαια των βιβλίων σας. Γράψατε δοκίμια για την ποίηση, αποδώσατε ομηρικούς και ορφικούς ύμνους μαζί με τον ποιητή Δημήτρη Παπαδίτσα στη νέα ελληνική, μάλιστα εκδώσατε και ποιήματα. Το Φάθι Ζαρατούστρα εκδόθηκε το 1976… Έκτοτε;
Σε όλη μου τη νεότητα έγραφα στίχους κρυφά, γέμιζα με αυτούς τα περιθώρια των μαθητικών και φοιτητικών μου βιβλίων. Ποτέ δε θεώρησα ότι είμαι ποιήτρια, μολονότι με την εκτός εμπορίου συλλογή μου, πολλοί συνάδελφοι μου είπαν πως αν δεν ήταν τόσο ωραία η πεζογραφία μου, θα κυριαρχούσε η ποίηση. Η μία και μόνη συλλογή γράφτηκε σαν μια απάντηση στον αγαπημένο μου Νίτσε, στο Τάδε έφη Ζαρατούστρα. Φυσικά λατρεύω την ποίηση και τη θεωρώ το υψηλότερο επίτευγμα του ανθρώπινου πνεύματος μετά τη μουσική. Μου αρέσει να γράφω δοκίμια για τους ποιητές που αγαπώ και να χρησιμοποιώ ως προμετωπίδα στίχους τους. Νομίζω πως καταλαβαίνω πολύ καλά την ποίηση. Έχω βεβαίως και στον νου μου ως παρακαταθήκη τα λόγια που έγραψε ο Καραντώνης κάποτε για εκείνη τη συλλογή. Έγραψε πως έχω τη μεγαλύτερη ποιητική αίσθηση από άλλους ποιητές. Εγώ όμως είμαι πεζογράφος, με ιδιαίτερη αγάπη στο διήγημα.
Ποια κατά τη γνώμη σας τα «συστατικά» της αθανασίας στην τέχνη;
Αν ήξερα τα «συστατικά» (ευφυώς το βάζετε εντός εισαγωγικών), θα τα χρησιμοποιούσα, για να πετύχω την αθανασία.
Μιλάμε πολύ συχνά για δράσεις φιλαναγνωσίας. Θεωρείτε ότι η εκπαίδευση θα μπορούσε να παίξει έναν κάποιο ρόλο, ώστε να εμπνεύσει την αγάπη προς το βιβλίο;
Κυρίως η εκπαίδευση. Τίποτε δεν αξίζει περισσότερο από τον εμπνευσμένο εκπαιδευτικό. Οι άλλες δράσεις φιλαναγνωσίας είναι απλώς παραπληρωματικά στοιχεία.
Τα βιβλία σας αποκαλύπτουν ένα τεράστιο φορτίο γνώσεων. Ώρες διαβασμάτων και ώρες έρευνας. Θεωρείτε τη γνώση ή το ταλέντο προϋπόθεση στη γραφή;
Φυσικά και τα δύο. Γόνιμο χωράφι και καλός σπόρος. Το ταλέντο χρειάζεται γνώση και εργασία. Αλλά χωρίς ταλέντο η γνώση και η εργασία στερεύουν.
Στα βιβλία σας κυριαρχεί ο φιλοσοφικός προβληματισμός. Γράφετε για να αλλάξετε τον κόσμο;
Θα αστειεύεσθε ασφαλώς. Τίποτε δε θέλω να αλλάξω. Συμμερίζομαι την τραγική αισιοδοξία στο «τρίλημμα» του Λάιμπνιτς: αν ο κόσμος δεν ήταν τόσο τέλειος, ο Θεός δε θα ήξερε, δε θα μπορούσε και δε θα ήθελε να τον φτιάξει. Όμως ο Θεός ήξερε ως παντογνώστης, μπορούσε ως παντοδύναμος και ήθελε ως πανάγαθος. Άρα ο κόσμος είναι τέλειος. Γιατί να θέλω αλλαγή;
Στα βιβλία σας δεν υπάρχει συνήθως η έννοια του χρόνου – εννοώ τον ιστορικό χρόνο· πείτε μας, η πραγματικότητα ποια θέση κατέχει στη γραφή σας;
Θα απαντούσα ως λογοπαίγνιο με τη ρήση του Παράκελσου πως υπάρχουν τόσες πραγματικότητες όσες μπορείς να φανταστείς, αλλά ας σοβαρευθώ. Πολύ μικρή θέση κατέχει γενικώς η πραγματικότητα στα γραπτά μου, εκτός μεμονωμένων περιπτώσεων.
Υπάρχουν μόνιμα στοιχεία τα οποία απασχολούν το έργο σας;
Ναι, με εμμονή μάλιστα. Η διερεύνηση καλού και κακού, πίστης και απιστίας, Θεού ή πρώτης αρχής, και φυσικά πάντοτε το ηθικό παράδοξο που αρχίζει με τον Ιώβ: γιατί να ευτυχεί ο άδικος και να δυστυχεί ο δίκαιος; Τρομερό το θέμα της Θεοδικίας…
Αρχαιογνωσία, λογοτεχνία, θεολογία… παράλληλοι, διασταυρούμενοι ή εντελώς ξεχωριστοί αυτοί οι δρόμοι στο έργο σας;
Θεωρώ τη λογοτεχνία μια περιέχουσα έννοια, μια θάλασσα, που όλα τα ποτάμια εκβάλλουν σ’ αυτήν. Έτσι, όλες οι γνώσεις μπορούν να γίνουν θαυμάσιο λίπασμα για τη λογοτεχνία. Γι’ αυτό πρέπει να διαβάζουν οι νέοι λογοτεχνία. Ένα βιβλίο γίνεται οπαίο για το σύμπαν. Φυσικά στην περίπτωσή μου οι δρόμοι είναι διασταυρούμενοι.
Δημοσιεύετε πια και στο διαδίκτυο. Μπορεί να επηρεάσει το ίντερνετ τη σύγχρονη γραφή; Υπάρχουν κίνδυνοι ορατοί; Υπάρχουν θετικά;
Ναι, μου αρέσει να δημοσιεύω στο διαδίκτυο, για την ταχύτητα, την κατάργηση ταχυδρομείων και συναντήσεων. Για το αν επηρεάζεται η σύγχρονη γραφή δεν ξέρω. Σ’ εμένα δεν άλλαξε τίποτα. Το μόνον που με ενοχλεί πολύ είναι το μονοτονικό. Σαράντα χρόνια τώρα γράφω σε πολυτονικό. Όλα τα τυπωμένα γραπτά μου είναι σε πολυτονικό.
Η αξία της ανάγνωσης θεωρείται δεδομένη. Η αξία της γραφής; Σαράντα χρόνια στα γράμματα και περισσότερα στη γραφή, τι αποκομίσατε;
Επειδή γράφω από πολύ μικρή (τα πρώτα διηγήματα είναι από τις δύο τελευταίες τάξεις του δημοτικού), θεωρώ τη γραφή αυτονόητη, σαν τα μάτια και τα αυτιά μου. Με την όραση και την ακοή είχα και καλά και άσχημα. Έτσι φαντάζομαι θα συμβαίνει και με τη γραφή.
Είστε αφοσιωμένη στη γραφή. Υπήρξε περίοδος στη ζωή σας που δε γράφατε;
Είμαι αφοσιωμένη, γιατί είναι κάτι σαν μοίρα. Όχι, δεν υπήρξε τέτοια περίοδος και ελπίζω να μη συμβεί όσο ζω, μολονότι δεν ξέρω αν θα είμαι ελεύθερη ή δυστυχισμένη.
Έχετε τιμηθεί με βραβεία. Πόσο θεωρείτε ότι η βράβευση ενός βιβλίου ή ενός συγγραφέα επηρεάζει το αναγνωστικό κοινό;
Χαροποιεί τον ίδιο τον συγγραφέα. Το αναγνωστικό κοινό μένει ανεπηρέαστο στις κρίσεις του, και δεν εξαρτώνται οι πωλήσεις των βιβλίων από τα βραβεία.
Είστε ικανοποιημένη από την αντιμετώπιση της πολιτείας απέναντι στο βιβλίο;
Όχι εντελώς. Πιστεύω πως η πολιτεία πρέπει να βοηθά οικονομικά τους εκδότες, για να βοηθούν, κι αυτοί με την σειρά τους, τους συγγραφείς. Οι διαφημίσεις των βιβλίων στις εφημερίδες και στην τηλεόραση να είναι επίσης φθηνές. Να αγοράζει το υπουργείο βιβλία για τις βιβλιοθήκες, και προπαντός οι εκπαιδευτικοί να συστήνουν βιβλία στους μαθητές τους. Να μαθαίνει κάθε παιδί πως το ωραιότερο δώρο είναι το βιβλίο.
Πηγή: diastixo.gr