Σᾶς πληροφορῶ ἐντίμως ὅτι τά ρητά εἶναι ἀνεφάρμοστα. Αὐτό τό εἶχα ἐννοήσει ἀπό τήν ἐφηβεία μου ἀκόμη, εὐλογημένη ἐποχή ὅπου πρωτοδιάβασα «τό ὑπόγειο» τοῦΝτοστογιέφσκι. Περίλαμπρα ὁἥρωας τοῦ ὑπογείου ἀποδεικνύει πώς δέν εἶναι καλό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του. Τά ἐπιχειρήματά του μἀλιστα εἶναι τόσο συγκλονιστικά κι ἀνατρέπουν τόν καθιερωμένο ρυθμό τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ὥστε τό ἔργο εἶναι πραγματικά μεγαλοφυές.
Φυσικά ἐμένα δέν μέ ἀπασχόλησε τό θέμα τῆς γνωριμίας τοῦ ἑαυτοῦμου, δέν διαθέτω ἄλλωστε τέτοιες διανοητικές ἱκανότητες. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος πού δέν φιλοδόξησε ποτέ νά καταπιαστεῖ μέ ὑψηλά θέματα καί νά κυριαρχήσει σέ χῶρο μεγαλύτερο ἀπό ὀγδόντα τετραγωνικά.
Δέν ἰσχυρίζομαι ὅτι εἶμαι καλός χριστιανός, θά ἔλεγα πώς ἀπλῶς μέ συγκινεῖ ἡ ὀμορφιά τῶν κειμένων και τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ὅμως, ἐφήρμοσα, χωρίς νά τό καταλάβω, τήν κυριώτερη χριστιανική ρήση: ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Τό βίωμά μου, βλέπετε, δέν ἦταν γνωσιολογικό ἀλλά ἠθικό. Γι’αὐτό καί ἡ προσπάθεια ἐφαρμογῆς του γέννησε ἕνα τεράστιο ἠθικό παράδοξο.
Ἔτσι βρίσκομαι ὁλομόναχος τώρα, ἡμέρα Χριστουγέννων, μέ μία βασανιστική ἀπορία: ἀφοῦ τήν ἀγάπησα ὡς ἐμαυτόν, γιατί διαμαρτυρήθηκε μετά ἀπό τόσα χρόνια, κι ἕνα ὡραῖο πρωϊ- ὄχι πρωί, σχῆμα λόγου εἶναι- μᾶλλον γιά ἀπόγευμα έπρόκειτο, ἕνα ὡραῖο λοιπόν ἀπόγευμα μοῦ ἐδήλωσε κατηγορηματικῶς, χωρίς θυμούς, δάκρυα καί ἐξάρσεις πώς δέν ἀντέχει ἄλλο αὐτόν τόν δεσμό.
Στήν ἀρχή ξαφνιάστηκα καί δέν τό πίστεψα, σοφίστηκα καί χρησιμοποίησα ποικίλους διερευνητικούς τρόπους, ἀλλά δυστυχῶς ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Πανικοβλήθηκα καί τά ἐρωτηματικά, σάν λαιμητόμοι ἔπεφταν στό κεφάλι μου. Τί τῆς ἔκανα λοιπόν καί ἐπαναστάτησε τόσο, δηλώνοντάς μου ὅτι εἶχε πλέον φτάσει στά ὅρια τῆς ἀντοχῆς της; ἐγώ τήν ἀγάπησα ἀληθινά, ὅπως τόν ἑαυτό μου.
Πρῶτα πρῶτα ἐπέβαλα καί σ’ αὐτήν τίς ἀπόψεις μου περί γάμου καί τεκνοποιίας. ‘Εκεῖ τά κατάφερα χωρίς μεγάλο κόπο, γιατί καί ἡ ἴδια ἦταν ἰδεόπληκτη. Δοσμένη κατά καιρούς σέ παράξενες φιλοσοφικές ίδέες καί ζώντας σέ ἕνα φανταστικό μέλλον, θεωροῦσε τά παρόντα ἐφήμερα καί συμβατικά. Γιά νά εἶμαι ὅμως ἀκριβής μερικές φορές μοῦ ἔκανε προτάσεις γάμου (αὐτή ἡγυναίκα εἶχε τήν καταπληκτική εὐχέρεια νά μεταμορφώνεται σέ ἱππότη), σέ ἐποχές μεγάλης θλίψης καί βασάνων γιά μένα. Μέ τό σκληρό καί ἀπότομο ὕφος μου τῆς ὑπεδείκνυα δύο δρόμους: ἤ νά μείνει μέ τούς ὅρους πού ὁἴδιος ἐπέβαλα στόν ἑαυτό μου, ἄγαμη δηλαδή, ἤ νά φύγει. Ὁ δρόμος ἦταν πάντα ἀνοικτός καί ἐλεύθερος. Ἔμεινε καί πέρασαν πολλά Χριστούγεννα.
Ἀργότερα σέ κάποια ἡλικία, θεωρώντας προφανῶς πώς θά ἔχανε τήν δυνατότητα τεκνοποίησης, ἄρχισε νά μοῦ ζητᾶ ἕνα τέκνο, ἔστω καί ἄνευ γάμου. Συντηρητικός καθώς ἤμουν καί μέ ἀκλόνητες ἠθικές ἀρχές, μόλις καί συγκρατήθηκα νά μήν τήν διαολοστείλω. Τῆς τόνισα ὅμως, περισσότερο σκληρά, πώς οὔτε ἐγώ οὔτε αὐτή ἤμασταν ἱκανοί νά διαπαιδαγωγήσουμε ἕναν νέο ἄνθρωπο. Καί φυσικά ξαναεῖπα: ἤ μεῖνε μέ τούς ὅρους πού ξέρεις ἤ φύγε. Ἔμεινε καί πέρασαν πολλές Πρωτοχρονιές.
Στά μεγάλα λοιπόν θέματα τοῦ γάμου καί τῆς τεκνοποιίας εἴχαμε συμφωνήσει. Στά μικρά ὅμως, τά σχεδόν ἐλάχιστα, δέν ἄντεξε. Τί ἐπιτέλους τήν εἶχε ἐνοχλήσει; μήπως ἡ σιωπή πού τῆς ἐπέβαλα γιά τόν δεσμό μας;
Μά αὐτό, πρῶτος ἐγώ τό εἶχα ὑποστεῖ. Δέν ἐμίλησα πουθενά, λέξη δέν εἶπα σέ κανέναν, ἄλλο τί καταλάβαιναν οἱ γύρω, τήν δική μου ὁμολογία δέν τήν εἶχε κανείς. Ἐμένα δέν μέ ἐνδιαφέρουν οἱ ἀντιλήψεις τοῦεἰκοστοῦ αἰῶνος. Δεσμός πού δέν καταλήγει σέ γάμο, πρέπει νά μένει κρυφός.
Φυσικά δέν ὑπῆρχε κανένας ἀντικειμενικός λόγος γιά τήν συνωμοσία τῆς σιωπῆς μας, νά κάτι πού δέν κατάλαβε, ἡ ἐχεμύθεια δέν κρηπιδώνεται πάντα σέ λόγους ἀντικειμενικούς. Ἀπό φυσικοῦ μου σιχαίνομαι τίς ἐκμηστηρεύσεις καί τίς ἀνακοινώσεις, πολλές φορές χρησιμοποιῶ κι ἄλλο ὄνομα γιά περιπτώσεις δευτερεύουσες, ὁκουρέας μου λόγου χάρη ξέρει πώς μέ λένε κύριο Ἀλέξανδρο, ἐνῶ τό πραγματικό μου ὄνομα εἶναι ἄλλο. Βεβαίως δέν τά κάνω ὅλα αὐτά ἀπό δόλια πρόθεση, οὔτε καί χρησιμοποιῶ τεχνάσματα κακοποιῶν, ἁπλῶς διασφαλίζω ἔτσι τήν ἀνωνυμία μου. Ἀγαπῶ τήν ἀνωνυμία, εἶναι πηγή χάριτος καί ἐλευθερίας.
Θά μοῦ πεῖτε, ἀγαπητοί μου: εἶσαι τόσο ταπεινόφρων; ἀπαντῶ μετά παρρησίας: ὄχι, δέν εἶμαι, ἀλλά ἀφοῦ δέν ἔχω τό μέγεθος τῆς ἐπωνυμίας ἑνός Νεύτωνος, ἑνός Ἀινστάιν ἤ ἑνός Ντοστογιέφσκι, τί νά τίς κάνω τίς ἄλλες χλιαρότητες; Νά εἶμαι δηλαδή ὁ δήμαρχος τοῦ χωριοῦ ἤ ὁ συγγραφεύς μιᾶς μερίδος ἀνθρώπων; Ἡ ἀντιπάθειά μου γιά τά μικρά μεγέθη μέ ὁδήγησε στήν πλήρη, στήν πληρέστατη ἀνωνυμία. Τί ἐνόχλησε λοιπόν τήν ἀγαπημένη μου; τήν ἐνόχλησε ἡ προφύλαξη τοῦ δεσμοῦ μας ἤ οἱ μέρες καί οἱ ὧρες πού εἶχα ὁρίσει γιά τίς συναντήσεις μας; Αὐτές τίς μέρες καί ὦρες διέθετα κι ἐγώ γιά τήν προσωπική μου εὐχαρίστηση, ὅλες οἱ ἄλλες ἦταν γεμάτες ἀπό τό ἐπάγγελμα καί τίς οἰκιακές ἀσχολίες, διότι ζοῦσα μόνος.
Θυμᾶμαι τώρα πώς μετά ἀπό πολύ καιρό τόλμησε νά διαμαρτυρηθεῖ γιά τό σπασμένο κρεββάτι πού πλαγιάζαμε, ὅταν τήν φιλοξενοῦσα πάντα τίς μέρες καί τίς ὦρες πού ἐγώ ὅριζα. Δέν εἶμαι οὔτε ἄπορος οὔτε τσιγκούνης ἀλλά δωρικός. Μάλιστα, πολύ δωρικός. Δέν μοῦἀρέσουν τά ὡραῖα καί περιττά πράγματα γιά τίς κατοικίες. Καί στό ἴδιο κρεββάτι κοιμόμουν καθημερινά, δίχως νά διαμαρτυρηθῶ. Τά κλινοσκεπάσματά μου εἶχαν βέβαια μερικές τρύπες, πού ὀφείλονταν στά πολλά πλυσίματα, ἀλλά ἦταν πάντα πεντακάθαρα, μοσχοβολοῦσαν ἄρωμα λεμονιοῦ. Ὅ,τι πρόσφερα στόν ἑαυτό μου, πρόσφερα ἐπακριβῶς καί στήν ἴδια. Τήν ἀγαποῦσα ὡς ἐμαυτόν. Ἔτσι τῆς ὅρισα νά πλένει πολύ συχνά τά χέρια της καί ἐπί ὥρα, νά τά σκουπίζει σχολαστικά, νά μήν ἀγγίζει χωρίς πλαστικά γάντια ἀντικείμενα πού ἔπεφταν στό πάτωμα καί τά λοιπά, ἐξηγώντας της λεπτομερῶς ὅλη τήν λογική τῆς καθαριότητας, πού δυστυχῶς, τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων ἀγνοοῦσε. Στήν ἀρχή αὐτή τρόμαζε, διαμαρτυρόταν ἀλλά τελικῶς μπροστά στήν ἀποφασιστική μου πρόταση ἤ φύγε ἤ μεῖνε μέ τούς ὅρους μου, ὑποτασσόταν. Τήν μύησα στά πάντα, σχεδόν μέ ἕναν τρόπο τελετουργικό, γιά ν’ ἀποφεύγει τά μικρόβια. Ἐπειδή ὅμως δέν γνώριζε ποιά ἦταν τά πιό ἀκάθαρτα σημεῖα τοῦσπιτιοῦ, ὅπως λόγου χάρη τό πόμολο τοῦ λουτροῦ πού πρίν ἀπό δέκα χρόνια εἶχε ἀγγίξει μιά παραδουλεύτρα πού εἶχε φέρει ἡμακαρίτισσα ἡ μάνα μου, τό τμῆμα τοῦ πλυντηρίου ὅπου άκούμπησε τό σακκάκι κάποιου ὑδραυλικοῦ ἤ διάφορα παραπλήσια, τῆς ὅρισα ἕνα μονοπάτι, στό ὁποῖο θά μποροῦσε νά κινηθεῖ. Ἀπό τήν κρεββατοκάμαρα μέχρι τό λουτρό ὑπῆρχε μία λωρίδα στενή, ὅπου ἐπιτρεπόταν νά περπατάει. Κάποτε πού παρέβη τά ὅρια, λίγο καί θά φτάναμε στόν χωρισμό.
Τήν ἀγαποῦσα πολύ καί μοῦ ἄρεσε νά τήν βλέπω κοιμισμένη, γιά νά μπορῶ νά τῆς λέω ὅσα τρυφερόλογα δέν μποροῦσα νά προφέρω κατά τήν ἐγρήγορση. Αὐτή ὅμως, πλάσμα πολύ νευρικό, σηκωνόταν ἀπό τό κρεββάτι καί καθόταν στήν πολυθρόνα, πού τῆς εἶχα ὁρίσει ὡς τήν πιό καθαρή.
Παραπονιόταν πώς ἔμενε δυό τρεῖς ὦρες σχεδόν ἀκίνητη, γιατί ἀπαγορευόταν νά θορυβεῖ καί νά πάει στήν κουζίνα νά φτιάξει καφέ ἤ νά πιεῖ νερό. Τῆς εἶπα ὅμως νά μέ ξυπνάει, ὅταν διψοῦσε. Ἀμέσως σηκωνόμουν ἀπό τόν ὕπνο καί τῆς ἔφερνα ἕνα ποτήρι νερό.
Ἦταν πολύ ἰδεόπληκτη, τῆς τό ἔλεγα καί θύμωνε. Παραπονιόταν ὅτι κρύωνε, ἰδέα της ἦταν, πῶς μποροῦσε νά κρυώνει, ἀφοῦ δέν κρύωνα ἐγώ καί ἀφοῦ ἦταν ὁ ἑαυτός μου; Θυμᾶμαι πώς μερικές φορές διαμαρτυρόταν γιά τήν μεταχείρισή μου, ἔκανε σκηνές καί ἔφευγε. Δέν ἐπέμενα ποτέ νά μείνει, γιατί γνώριζα τό ἑπόμενο στάδιο: μετά ἀπό ἕνα τέταρτο χτυποῦσε τό κουδούνι. Ἔμπαινε στό σπίτι δακρυσμένη καί παραδαρμένη ἀπό τήν ἐπαναστατική της ἀπόπειρα καί μέ ἀγκάλιαζε, γιατί τό δίλημμα ἔστεκε συνεχῶς πάνω ἀπό τό κεφάλι της, δαμόκλειος σπάθη. Κατά βάθος ἤμουν σίγουρος πώς ἔτσι τῆς ἀτσάλωνα τόν χαρακτήρα. Γι’αὐτό καί δέν λυπᾶμαι γιά μιά σκηνή, πού μόλις τώρα θυμήθηκα. Ἤμασταν σέ ἕνα ἐξοχικό κέντρο, κι ἄφηνα πάντα αὐτήν νά διαλέγει τό φαγητό. Μοῦ ἄρεσε νά τήν βλέπω νά τρώει μέ ὄρεξη, γιατί τότε γινόταν ἀληθινά ὁ ἐαυτός μου. Νά φανταστεῖτε πώς ὅταν τήν γνώρισα καί ἄρχισε ὁ ἔρωτάς μας ἦταν τόσο ἀδύνατη, ὥστε φοβόμουν νά τήν ἀγγίξω, μήπως καί τῆς σπάσω κανένα πλευρό. Ἐγώ τήν πάχυνα καί εἶχε γίνει ὡραία κοπέλλα, μέ παραπάνω βέβαια κιλά, ἀλλά ὡραία.
Στό κέντρο αὐτό λοιπόν, νύχτα καλοκαιριοῦ, εἴχαμε παραγγείλει τό φαγητό. Ὀ κῆπος ἦταν διακοσμημένος μέ κάτι κακόγουστα πιθάρια. Ξαφνικά αὐτή μοῦ δείχνει ἕναν τεράστιο ἀρουραῖο. «Τό πέρασα γιά γατάκι,» εἶπε ἔντρομη, «ἀλλά εἶναι ποντίκι. Πᾶμε νά φύγουμε.» Γνώριζα πώς μιά ἀκόμη ἰδεοληψία της ἦταν ὁ φόβος τῶν ποντικιῶν, καί γι’αὐτό παρατήρησα μέ αὐστηρότητα. «Μήν κάνεις νούμερα. Θά μείνουμε ἐδῶ καί δέν θά ξεφτιλιστοῦμε μπροστά στούς ἄλλους θαμῶνες, πού συνεχίζουν νά τρῶνε ἀνενόχλητοι.»
Καί μείναμε. Φυσικά καί εἶχε δίκιο, ὁ κῆπος ἦταν γεμάτος ποντικούς μεγάλους σάν γατιά, πού πηγαινοέρχονταν στά πιθάρια καί σχεδόν κοντά στά τραπέζια. Ἐκείνη εἶχε ἀνεβεῖπάνω στήν καρέκλα της, φοβούμενη νά πατήσει τά πόδια της στό δάπεδο, εἶχε χλωμιάσει καί πῆρε μιά ἔκφραση σά νά ἤθελε νά κάνει ἐμετό. Ἐγώ, δίνοντας τό γενναῖο παράδειγμα, προσπαθοῦσα νά φάω. Ἦταν ἀλήθεια πώς τό θέαμα μέ εἶχε ἀηδιάσει, ἀλλά δέν τό ἔδειχνα.
Ἴσως ἐκεῖνο τό βράδυ κάτι νά ράγισε μέσα της, γιατί μοῦ εἶπε πώς τήν εἶχαν κουράσει ἀφάνταστα οἱ ἰδιοτροπίες μου καί ἡ συμπεριφορά μου. Διαμαρτυρήθηκα λέγοντάς της πώς οὔτε γυναικάς ἤμουν, οὔτε ἀπατεώνας, οὔτε παίκτης οὔτε πότης. Μέ κοίταξε μελαγχολικά καί άπάντησε: “Μέ τά μεγάλα ἐλαττώματα ξεμπλέκεις εὔκολα, τά μικρά εἶναι πού σοῦ τρῶνε σάν σαράκι τήν ζωή μέσα ἀπό τήν καθημερινότητα.”
Δέν ἔδωσα σημασία, ἀγαπητοί μου, ἀλλά ποιοί ἀγαπητοί, σέ ποιόν ἀπευθύνομαι; ἐγώ σιχαίνομαι τίς ἐκμηστηρεύσεις, εἶναι δεῖγμα τῶν ἀδυνάτων ψυχῶν. Καί ἄλλον ἀγαπητό ἀπό αὐτήν δέν ἔχω. Κανείς δέν ἔμαθε, οὔτε καί ἡ ἴδια ὑποψιάστηκε πόσο τήν ἀγάπησα. Ὑπῆρξαν ὦρες πού ὁ ἔρωτάς μου γι’αὐτήν ἦταν τό ίσχυρότερο συναίσθημα ἐπί τῆς γῆς.
Μἀλιστα, ἐπί τῆς γῆς. Μοῦ παραπονιόταν ὅτι δέν ζηλεύω, ἀλλά ποτέ δέν κατάλαβε πώς κάθε στιγμή ἔτρεμα νά τῆς φανερώσω τήν ἀδυναμία μου, τήν τρομερή μου ζήλεια ἀκόμη καί γιά τό βλέμμα πού ἔρριχνε ἀδιάφορα στό κενό, γιατί φοβόμουν μήπως καί τήν χάσω. Καί φυσικά τήν ἔχασα ἀπό ἄλλο δρόμο.
«Δέν ἀμφέβαλα ποτέ ὅτι μέ ἀγάπησες», ἦταν τά τελευταῖα της λόγια, «τό θέμα ἦταν ὁ τρόπος, πῶς μέ ἀγάπησες.»
Τήν ἀγάπησα ὡς ἐμαυτόν, τῆς ἐπέβαλα ὅρους πού πρῶτος ἐγώ εἶχα ὑποστεῖ.
Ὄχι, ἀναφωνῶτώρα, ὅπως ὁ ἥρωας τοῦ Ὑπογείου πού κραύγαζε: δέν εἶναι καλό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του.
Ἐγώ δακρύζω καί ὁμολογῶ, ὄχι μήν ἀγαπᾶς τόν πλησίον ὡς σευατόν. Βρίσκεται μεγάλος κίνδυνος σέ μιά τέτοια ἀγάπη.
Τό ἐλάχιστο σᾶς εἶπα ἀπό ὅ,τι συνεβη σέ αὐτόν τόν δεσμό, γιατί ἄνμιλοῦσα, θά ἔπρεπε νά γεμίσω ἕναν ὁλόκληρο τόμο. Καί ἐπειδή δέν ἔχω τό ντοστογιεφσκικό μέγεθος σταματῶ, γιατί εἶμαι ἕνα μηδενικό. Καί ὡς μηδενικό μόνον μέ ἄλλον ἀριθμό μαζί ἀποκτῶ θετική ὑπόσταση. Καί ἔξω ἀπό τό δωμάτιό μου εἶναι Χριστούγεννα κι ἐγώ μένω σάν στρείδι προσκολλημένος σέ ἔνα ἀπόγευμα, ὅπου τά πάντα κοινιορτοποιήθηκαν. Καί δέν τά διέλυσε ὁ θάνατος, ἀλλά ὁ χωρισμός πού εἶναι μιά μορφή θανάτου.
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου ἄγνωστοι, μέ ἕνα ἐρώτημα πού αἰφνιδίως ξεφύτρωσε ἀπό τό μυαλό μου: τόν ἀγαποῦσα ἄραγε τόν ἑαυτό μου;
Δέν δύναμαι νά ἀπαντήσω, γιατί φθάνω στόν χῶρο τῆς γνωσιολογίας καί μπερδεύομαι. Ἐγώ ὡς ἠθικός ἄνθρωπος μόνον μέ θέματα ἤθους καί ἠθικῆς μπορῶ νά ἀσχοληθῶ, ἔστω καί ἀνεπιτυχῶς. Σταματῶ ὅμως γιατί, καθώς σᾶς εἶπα, σιχαίνομαι τίς ἐκμηστηρεύσεις. ΚΙ ἄν πέσει στά χέρια σας αὐτό τό κείμενο πού δέν θά σχίσω, γιατί εἶμαι σάν τόν δολοφόνο πού ἀφήνει πάντα κάποιο ἴχνος, πετάξτε το παρακαλῶ, μή τό διαβάσετε, δέν ὠφελεῖ σέ τίποτα πλέον…
Μία ἐξήγηση: ἀνακάλυψα τό κείμενο στίς ἄκοπες σελίδες ἑνός μυθιστορήματος πού ἀγόρασα ἀπό κάποιο παλιαοπωλεῖο.
27 Δεκεμβρίου 1992 Ἑλένη Λαδιᾶ
Ἀπό τήν συλλογή «ὁ Ἔτυμος Λόγος» ἐκδόσεις Ἁρμός 1998
Τα κολάζ, είναι έργα της συγγραφέως.