Η αγάπη του πλησίον
Ελένη Λαδιά
Σᾶς πληροφορῶ ἐντίμως ὅτι τά ρητά εἶναι ἀνεφάρμοστα. Αὐτό τό εἶχα ἐννοήσει ἀπό τήν ἐφηβεία μου ἀκόμη, εὐλογημένη ἐποχή ὅπου πρωτοδιάβασα «τό ὑπόγειο» τοῦ Ντοστογιέφσκι. Περίλαμπρα ὁ ἥρωας τοῦ ὑπογείου ἀποδεικνύει πώς δέν εἶναι καλό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του. Τά ἐπιχειρήματά του μἀλιστα εἶναι τόσο συγκλονιστικά κι ἀνατρέπουν τόν καθιερωμένο ρυθμό τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, ὥστε τό ἔργο εἶναι πραγματικά μεγαλοφυές.
Φυσικά ἐμένα δέν μέ ἀπασχόλησε τό θέμα τῆς γνωριμίας τοῦ ἑαυτοῦ μου, δέν διαθέτω ἄλλωστε τέτοιες διανοητικές ἱκανότητες. Εἶμαι ἕνας ἄνθρωπος πού δέν φιλοδόξησε ποτέ νά καταπιαστεῖ μέ ὑψηλά θέματα καί νά κυριαρχήσει σέ χῶρο μεγαλύτερο ἀπό ὀγδόντα τετραγωνικά.
Δέν ἰσχυρίζομαι ὅτι εἶμαι καλός χριστιανός, θά ἔλεγα πώς ἀπλῶς μέ συγκινεῖ ἡ ὀμορφιά τῶν κειμένων και τοῦ τελετουργικοῦ τῆς Ὀρθοδοξίας. Καί ὅμως, ἐφήρμοσα, χωρίς νά τό καταλάβω, τήν κυριώτερη χριστιανική ρήση: ἀγάπα τόν πλησίον σου ὡς σεαυτόν. Τό βίωμά μου, βλέπετε, δέν ἦταν γνωσιολογικό ἀλλά ἠθικό. Γι’αὐτό καί ἡ προσπάθεια ἐφαρμογῆς του γέννησε ἕνα τεράστιο ἠθικό παράδοξο.
Ἔτσι βρίσκομαι ὁλομόναχος τώρα, ἡμέρα Χριστουγέννων, μέ μία βασανιστική ἀπορία: ἀφοῦ τήν ἀγάπησα ὡς ἐμαυτόν, γιατί διαμαρτυρήθηκε μετά ἀπό τόσα χρόνια, κι ἕνα ὡραῖο πρωϊ- ὄχι πρωί, σχῆμα λόγου εἶναι- μᾶλλον γιά ἀπόγευμα έπρόκειτο, ἕνα ὡραῖο λοιπόν ἀπόγευμα μοῦ ἐδήλωσε κατηγορηματικῶς, χωρίς θυμούς, δάκρυα καί ἐξάρσεις πώς δέν ἀντέχει ἄλλο αὐτόν τόν δεσμό.
Στήν ἀρχή ξαφνιάστηκα καί δέν τό πίστεψα, σοφίστηκα καί χρησιμοποίησα ποικίλους διερευνητικούς τρόπους, ἀλλά δυστυχῶς ἔλεγε τήν ἀλήθεια. Πανικοβλήθηκα καί τά ἐρωτηματικά, σάν λαιμητόμοι ἔπεφταν στό κεφάλι μου. Τί τῆς ἔκανα λοιπόν καί ἐπαναστάτησε τόσο, δηλώνοντάς μου ὅτι εἶχε πλέον φτάσει στά ὅρια τῆς ἀντοχῆς της; ἐγώ τήν ἀγάπησα ἀληθινά, ὅπως τόν ἑαυτό μου.
Πρῶτα πρῶτα ἐπέβαλα καί σ’ αὐτήν τίς ἀπόψεις μου περί γάμου καί τεκνοποιίας. ‘Εκεῖ τά κατάφερα χωρίς μεγάλο κόπο, γιατί καί ἡ ἴδια ἦταν ἰδεόπληκτη. Δοσμένη κατά καιρούς σέ παράξενες φιλοσοφικές ίδέες καί ζώντας σέ ἕνα φανταστικό μέλλον, θεωροῦσε τά παρόντα ἐφήμερα καί συμβατικά. Γιά νά εἶμαι ὅμως ἀκριβής μερικές φορές μοῦ ἔκανε προτάσεις γάμου (αὐτή ἡ γυναίκα εἶχε τήν καταπληκτική εὐχέρεια νά μεταμορφώνεται σέ ἱππότη), σέ ἐποχές μεγάλης θλίψης καί βασάνων γιά μένα. Μέ τό σκληρό καί ἀπότομο ὕφος μου τῆς ὑπεδείκνυα δύο δρόμους: ἤ νά μείνει μέ τούς ὅρους πού ὁ ἴδιος ἐπέβαλα στόν ἑαυτό μου, ἄγαμη δηλαδή, ἤ νά φύγει. Ὁ δρόμος ἦταν πάντα ἀνοικτός καί ἐλεύθερος. Ἔμεινε καί πέρασαν πολλά Χριστούγεννα.
Ἀργότερα σέ κάποια ἡλικία, θεωρώντας προφανῶς πώς θά ἔχανε τήν δυνατότητα τεκνοποίησης, ἄρχισε νά μοῦ ζητᾶ ἕνα τέκνο, ἔστω καί ἄνευ γάμου. Συντηρητικός καθώς ἤμουν καί μέ ἀκλόνητες ἠθικές ἀρχές, μόλις καί συγκρατήθηκα νά μήν τήν διαολοστείλω. Τῆς τόνισα ὅμως, περισσότερο σκληρά, πώς οὔτε ἐγώ οὔτε αὐτή ἤμασταν ἱκανοί νά διαπαιδαγωγήσουμε ἕναν νέο ἄνθρωπο. Καί φυσικά ξαναεῖπα: ἤ μεῖνε μέ τούς ὅρους πού ξέρεις ἤ φύγε. Ἔμεινε καί πέρασαν πολλές Πρωτοχρονιές.
Στά μεγάλα λοιπόν θέματα τοῦ γάμου καί τῆς τεκνοποιίας εἴχαμε συμφωνήσει. Στά μικρά ὅμως, τά σχεδόν ἐλάχιστα, δέν ἄντεξε. Τί ἐπιτέλους τήν εἶχε ἐνοχλήσει; μήπως ἡ σιωπή πού τῆς ἐπέβαλα γιά τόν δεσμό μας;
Μά αὐτό, πρῶτος ἐγώ τό εἶχα ὑποστεῖ. Δέν ἐμίλησα πουθενά, λέξη δέν εἶπα σέ κανέναν, ἄλλο τί καταλάβαιναν οἱ γύρω, τήν δική μου ὁμολογία δέν τήν εἶχε κανείς. Ἐμένα δέν μέ ἐνδιαφέρουν οἱ ἀντιλήψεις τοῦ εἰκοστοῦ αἰῶνος. Δεσμός πού δέν καταλήγει σέ γάμο, πρέπει νά μένει κρυφός.
Φυσικά δέν ὑπῆρχε κανένας ἀντικειμενικός λόγος γιά τήν συνωμοσία τῆς σιωπῆς μας, νά κάτι πού δέν κατάλαβε, ἡ ἐχεμύθεια δέν κρηπιδώνεται πάντα σέ λόγους ἀντικειμενικούς. Ἀπό φυσικοῦ μου σιχαίνομαι τίς ἐκμηστηρεύσεις καί τίς ἀνακοινώσεις, πολλές φορές χρησιμοποιῶ κι ἄλλο ὄνομα γιά περιπτώσεις δευτερεύουσες, ὁ κουρέας μου λόγου χάρη ξέρει πώς μέ λένε κύριο Ἀλέξανδρο, ἐνῶ τό πραγματικό μου ὄνομα εἶναι ἄλλο. Βεβαίως δέν τά κάνω ὅλα αὐτά ἀπό δόλια πρόθεση, οὔτε καί χρησιμοποιῶ τεχνάσματα κακοποιῶν, ἁπλῶς διασφαλίζω ἔτσι τήν ἀνωνυμία μου. Ἀγαπῶ τήν ἀνωνυμία, εἶναι πηγή χάριτος καί ἐλευθερίας.
Θά μοῦ πεῖτε, ἀγαπητοί μου: εἶσαι τόσο ταπεινόφρων; ἀπαντῶ μετά παρρησίας: ὄχι, δέν εἶμαι, ἀλλά ἀφοῦ δέν ἔχω τό μέγεθος τῆς ἐπωνυμίας ἑνός Νεύτωνος, ἑνός Ἀινστάιν ἤ ἑνός Ντοστογιέφσκι, τί νά τίς κάνω τίς ἄλλες χλιαρότητες; Νά εἶμαι δηλαδή ὁ δήμαρχος τοῦ χωριοῦ ἤ ὁ συγγραφεύς μιᾶς μερίδος ἀνθρώπων; Ἡ ἀντιπάθειά μου γιά τά μικρά μεγέθη μέ ὁδήγησε στήν πλήρη, στήν πληρέστατη ἀνωνυμία. Τί ἐνόχλησε λοιπόν τήν ἀγαπημένη μου; τήν ἐνόχλησε ἡ προφύλαξη τοῦ δεσμοῦ μας ἤ οἱ μέρες καί οἱ ὧρες πού εἶχα ὁρίσει γιά τίς συναντήσεις μας; Αὐτές τίς μέρες καί ὦρες διέθετα κι ἐγώ γιά τήν προσωπική μου εὐχαρίστηση, ὅλες οἱ ἄλλες ἦταν γεμάτες ἀπό τό ἐπάγγελμα καί τίς οἰκιακές ἀσχολίες, διότι ζοῦσα μόνος.
Θυμᾶμαι τώρα πώς μετά ἀπό πολύ καιρό τόλμησε νά διαμαρτυρηθεῖ γιά τό σπασμένο κρεββάτι πού πλαγιάζαμε, ὅταν τήν φιλοξενοῦσα πάντα τίς μέρες καί τίς ὦρες πού ἐγώ ὅριζα. Δέν εἶμαι οὔτε ἄπορος οὔτε τσιγκούνης ἀλλά δωρικός. Μάλιστα, πολύ δωρικός. Δέν μοῦ ἀρέσουν τά ὡραῖα καί περιττά πράγματα γιά τίς κατοικίες. Καί στό ἴδιο κρεββάτι κοιμόμουν καθημερινά, δίχως νά διαμαρτυρηθῶ. Τά κλινοσκεπάσματά μου εἶχαν βέβαια μερικές τρύπες, πού ὀφείλονταν στά πολλά πλυσίματα, ἀλλά ἦταν πάντα πεντακάθαρα, μοσχοβολοῦσαν ἄρωμα λεμονιοῦ. Ὅ,τι πρόσφερα στόν ἑαυτό μου, πρόσφερα ἐπακριβῶς καί στήν ἴδια. Τήν ἀγαποῦσα ὡς ἐμαυτόν. Ἔτσι τῆς ὅρισα νά πλένει πολύ συχνά τά χέρια της καί ἐπί ὥρα, νά τά σκουπίζει σχολαστικά, νά μήν ἀγγίζει χωρίς πλαστικά γάντια ἀντικείμενα πού ἔπεφταν στό πάτωμα καί τά λοιπά, ἐξηγώντας της λεπτομερῶς ὅλη τήν λογική τῆς καθαριότητας, πού δυστυχῶς, τό σύνολο τῶν ἀνθρώπων ἀγνοοῦσε. Στήν ἀρχή αὐτή τρόμαζε, διαμαρτυρόταν ἀλλά τελικῶς μπροστά στήν ἀποφασιστική μου πρόταση ἤ φύγε ἤ μεῖνε μέ τούς ὅρους μου, ὑποτασσόταν. Τήν μύησα στά πάντα, σχεδόν μέ ἕναν τρόπο τελετουργικό, γιά ν’ ἀποφεύγει τά μικρόβια. Ἐπειδή ὅμως δέν γνώριζε ποιά ἦταν τά πιό ἀκάθαρτα σημεῖα τοῦ σπιτιοῦ, ὅπως λόγου χάρη τό πόμολο τοῦ λουτροῦ πού πρίν ἀπό δέκα χρόνια εἶχε ἀγγίξει μιά παραδουλεύτρα πού εἶχε φέρει ἡ μακαρίτισσα ἡ μάνα μου, τό τμῆμα τοῦ πλυντηρίου ὅπου άκούμπησε τό σακκάκι κάποιου ὑδραυλικοῦ ἤ διάφορα παραπλήσια, τῆς ὅρισα ἕνα μονοπάτι, στό ὁποῖο θά μποροῦσε νά κινηθεῖ. Ἀπό τήν κρεββατοκάμαρα μέχρι τό λουτρό ὑπῆρχε μία λωρίδα στενή, ὅπου ἐπιτρεπόταν νά περπατάει. Κάποτε πού παρέβη τά ὅρια, λίγο καί θά φτάναμε στόν χωρισμό.
Τήν ἀγαποῦσα πολύ καί μοῦ ἄρεσε νά τήν βλέπω κοιμισμένη, γιά νά μπορῶ νά τῆς λέω ὅσα τρυφερόλογα δέν μποροῦσα νά προφέρω κατά τήν ἐγρήγορση. Αὐτή ὅμως, πλάσμα πολύ νευρικό, σηκωνόταν ἀπό τό κρεββάτι καί καθόταν στήν πολυθρόνα, πού τῆς εἶχα ὁρίσει ὡς τήν πιό καθαρή.
Παραπονιόταν πώς ἔμενε δυό τρεῖς ὦρες σχεδόν ἀκίνητη, γιατί ἀπαγορευόταν νά θορυβεῖ καί νά πάει στήν κουζίνα νά φτιάξει καφέ ἤ νά πιεῖ νερό. Τῆς εἶπα ὅμως νά μέ ξυπνάει, ὅταν διψοῦσε. Ἀμέσως σηκωνόμουν ἀπό τόν ὕπνο καί τῆς ἔφερνα ἕνα ποτήρι νερό.
Ἦταν πολύ ἰδεόπληκτη, τῆς τό ἔλεγα καί θύμωνε. Παραπονιόταν ὅτι κρύωνε, ἰδέα της ἦταν, πῶς μποροῦσε νά κρυώνει, ἀφοῦ δέν κρύωνα ἐγώ καί ἀφοῦ ἦταν ὁ ἑαυτός μου; Θυμᾶμαι πώς μερικές φορές διαμαρτυρόταν γιά τήν μεταχείρισή μου, ἔκανε σκηνές καί ἔφευγε. Δέν ἐπέμενα ποτέ νά μείνει, γιατί γνώριζα τό ἑπόμενο στάδιο: μετά ἀπό ἕνα τέταρτο χτυποῦσε τό κουδούνι. Ἔμπαινε στό σπίτι δακρυσμένη καί παραδαρμένη ἀπό τήν ἐπαναστατική της ἀπόπειρα καί μέ ἀγκάλιαζε, γιατί τό δίλημμα ἔστεκε συνεχῶς πάνω ἀπό τό κεφάλι της, δαμόκλειος σπάθη. Κατά βάθος ἤμουν σίγουρος πώς ἔτσι τῆς ἀτσάλωνα τόν χαρακτήρα. Γι’αὐτό καί δέν λυπᾶμαι γιά μιά σκηνή, πού μόλις τώρα θυμήθηκα. Ἤμασταν σέ ἕνα ἐξοχικό κέντρο, κι ἄφηνα πάντα αὐτήν νά διαλέγει τό φαγητό. Μοῦ ἄρεσε νά τήν βλέπω νά τρώει μέ ὄρεξη, γιατί τότε γινόταν ἀληθινά ὁ ἐαυτός μου. Νά φανταστεῖτε πώς ὅταν τήν γνώρισα καί ἄρχισε ὁ ἔρωτάς μας ἦταν τόσο ἀδύνατη, ὥστε φοβόμουν νά τήν ἀγγίξω, μήπως καί τῆς σπάσω κανένα πλευρό. Ἐγώ τήν πάχυνα καί εἶχε γίνει ὡραία κοπέλλα, μέ παραπάνω βέβαια κιλά, ἀλλά ὡραία.
Στό κέντρο αὐτό λοιπόν, νύχτα καλοκαιριοῦ, εἴχαμε παραγγείλει τό φαγητό. Ὀ κῆπος ἦταν διακοσμημένος μέ κάτι κακόγουστα πιθάρια. Ξαφνικά αὐτή μοῦ δείχνει ἕναν τεράστιο ἀρουραῖο. «Τό πέρασα γιά γατάκι,» εἶπε ἔντρομη, «ἀλλά εἶναι ποντίκι. Πᾶμε νά φύγουμε.» Γνώριζα πώς μιά ἀκόμη ἰδεοληψία της ἦταν ὁ φόβος τῶν ποντικιῶν, καί γι’αὐτό παρατήρησα μέ αὐστηρότητα. «Μήν κάνεις νούμερα. Θά μείνουμε ἐδῶ καί δέν θά ξεφτιλιστοῦμε μπροστά στούς ἄλλους θαμῶνες, πού συνεχίζουν νά τρῶνε ἀνενόχλητοι.»
Καί μείναμε. Φυσικά καί εἶχε δίκιο, ὁ κῆπος ἦταν γεμάτος ποντικούς μεγάλους σάν γατιά, πού πηγαινοέρχονταν στά πιθάρια καί σχεδόν κοντά στά τραπέζια. Ἐκείνη εἶχε ἀνεβεῖ πάνω στήν καρέκλα της, φοβούμενη νά πατήσει τά πόδια της στό δάπεδο, εἶχε χλωμιάσει καί πῆρε μιά ἔκφραση σά νά ἤθελε νά κάνει ἐμετό. Ἐγώ, δίνοντας τό γενναῖο παράδειγμα, προσπαθοῦσα νά φάω. Ἦταν ἀλήθεια πώς τό θέαμα μέ εἶχε ἀηδιάσει, ἀλλά δέν τό ἔδειχνα.
Ἴσως ἐκεῖνο τό βράδυ κάτι νά ράγισε μέσα της, γιατί μοῦ εἶπε πώς τήν εἶχαν κουράσει ἀφάνταστα οἱ ἰδιοτροπίες μου καί ἡ συμπεριφορά μου. Διαμαρτυρήθηκα λέγοντάς της πώς οὔτε γυναικάς ἤμουν, οὔτε ἀπατεώνας, οὔτε παίκτης οὔτε πότης. Μέ κοίταξε μελαγχολικά καί άπάντησε: “Μέ τά μεγάλα ἐλαττώματα ξεμπλέκεις εὔκολα, τά μικρά εἶναι πού σοῦ τρῶνε σάν σαράκι τήν ζωή μέσα ἀπό τήν καθημερινότητα.”
Δέν ἔδωσα σημασία, ἀγαπητοί μου, ἀλλά ποιοί ἀγαπητοί, σέ ποιόν ἀπευθύνομαι; ἐγώ σιχαίνομαι τίς ἐκμηστηρεύσεις, εἶναι δεῖγμα τῶν ἀδυνάτων ψυχῶν. Καί ἄλλον ἀγαπητό ἀπό αὐτήν δέν ἔχω. Κανείς δέν ἔμαθε, οὔτε καί ἡ ἴδια ὑποψιάστηκε πόσο τήν ἀγάπησα. Ὑπῆρξαν ὦρες πού ὁ ἔρωτάς μου γι’αὐτήν ἦταν τό ίσχυρότερο συναίσθημα ἐπί τῆς γῆς.
Μἀλιστα, ἐπί τῆς γῆς. Μοῦ παραπονιόταν ὅτι δέν ζηλεύω, ἀλλά ποτέ δέν κατάλαβε πώς κάθε στιγμή ἔτρεμα νά τῆς φανερώσω τήν ἀδυναμία μου, τήν τρομερή μου ζήλεια ἀκόμη καί γιά τό βλέμμα πού ἔρριχνε ἀδιάφορα στό κενό, γιατί φοβόμουν μήπως καί τήν χάσω. Καί φυσικά τήν ἔχασα ἀπό ἄλλο δρόμο.
«Δέν ἀμφέβαλα ποτέ ὅτι μέ ἀγάπησες», ἦταν τά τελευταῖα της λόγια, «τό θέμα ἦταν ὁ τρόπος, πῶς μέ ἀγάπησες.»
Τήν ἀγάπησα ὡς ἐμαυτόν, τῆς ἐπέβαλα ὅρους πού πρῶτος ἐγώ εἶχα ὑποστεῖ.
Ὄχι, ἀναφωνῶ τώρα, ὅπως ὁ ἥρωας τοῦ Ὑπογείου πού κραύγαζε: δέν εἶναι καλό νά γνωρίζει ὁ ἄνθρωπος τόν ἑαυτό του.
Ἐγώ δακρύζω καί ὁμολογῶ, ὄχι μήν ἀγαπᾶς τόν πλησίον ὡς σευατόν. Βρίσκεται μεγάλος κίνδυνος σέ μιά τέτοια ἀγάπη.
Τό ἐλάχιστο σᾶς εἶπα ἀπό ὅ,τι συνέβη σέ αὐτόν τόν δεσμό, γιατί ἄν μιλοῦσα, θά ἔπρεπε νά γεμίσω ἕναν ὁλόκληρο τόμο. Καί ἐπειδή δέν ἔχω τό ντοστογιεφσκικό μέγεθος σταματῶ, γιατί εἶμαι ἕνα μηδενικό. Καί ὡς μηδενικό μόνον μέ ἄλλον ἀριθμό μαζί ἀποκτῶ θετική ὑπόσταση. Καί ἔξω ἀπό τό δωμάτιό μου εἶναι Χριστούγεννα κι ἐγώ μένω σάν στρείδι προσκολλημένος σέ ἔνα ἀπόγευμα, ὅπου τά πάντα κοινιορτοποιήθηκαν. Καί δέν τά διέλυσε ὁ θάνατος, ἀλλά ὁ χωρισμός πού εἶναι μιά μορφή θανάτου.
Τελειώνω, ἀγαπητοί μου ἄγνωστοι, μέ ἕνα ἐρώτημα πού αἰφνιδίως ξεφύτρωσε ἀπό τό μυαλό μου: τόν ἀγαποῦσα ἄραγε τόν ἑαυτό μου;
Δέν δύναμαι νά ἀπαντήσω, γιατί φθάνω στόν χῶρο τῆς γνωσιολογίας καί μπερδεύομαι. Ἐγώ ὡς ἠθικός ἄνθρωπος μόνον μέ θέματα ἤθους καί ἠθικῆς μπορῶ νά ἀσχοληθῶ, ἔστω καί ἀνεπιτυχῶς. Σταματῶ ὅμως γιατί, καθώς σᾶς εἶπα, σιχαίνομαι τίς ἐκμηστηρεύσεις. ΚΙ ἄν πέσει στά χέρια σας αὐτό τό κείμενο πού δέν θά σχίσω, γιατί εἶμαι σάν τόν δολοφόνο πού ἀφήνει πάντα κάποιο ἴχνος, πετάξτε το παρακαλῶ, μή τό διαβάσετε, δέν ὠφελεῖ σέ τίποτα πλέον…
Μία ἐξήγηση: ἀνακάλυψα τό κείμενο στίς ἄκοπες σελίδες ἑνός μυθιστορήματος πού ἀγόρασα ἀπό κάποιο παλιαοπωλεῖο.
27 Δεκεμβρίου 1992 Ἑλένη Λαδιᾶ
Ἀπό τήν συλλογή «ὁ Ἔτυμος Λόγος» ἐκδόσεις Ἁρμός 1998
Love thy neighbor
by Eleni Ladia
Rendered by Vassilis Militsis
I want to be honest with you; maxims do not always apply to life. I have realized this since my adolescence; that blessed time when I first read Dostoyevsky’s Underground. The hero of the novel proves in a blatant way that it is not a good thing to know thyself. His arguments are indeed so stirring and upsetting the standing process of human thought that the work is considered the product of a genius.
As far as I am concerned, I have never cared about knowing myself; after all, I do not possess such intellectual capacity. I am a simple soul who has never aspired to tackle such lofty issues and prevail upon an area more than eighty square meters.
Neither do I boast of being a good Christian; I am simply moved by the beauty of the Greek Orthodox texts and rituals. And yet unwittingly I have applied to my life the utmost Christian teaching: Thou shalt love thy neighbor as thyself. This experience was not conceptual but moral, the implementation of which engendered a great moral paradox. I am left all alone now on the day of Christmas pestered by a tantalizing question: Since I loved her as myself, why did she have to revolt after so many years and one nice morning – literally it was rather a nice afternoon – she declared point-blank to me, without rancor or tears or effusions that she could no longer stand our relationship.
At first I was surprised and did not believe her. I made up and implemented several probing methods to find out that she was telling me the truth and unfortunately she was. I panicked and the whys fell unto my neck like guillotines. What on earth had I done so that she could revolt to such a degree as to declare that her patience had been taxed? I loved her truly as myself.
To begin with, I imposed on her my ideas about marriage and childbearing, where I easily succeeded because she was also of the same mind. Given at times to philosophical vagaries and living in an imaginary future she considered all present events conventional and evanescent. However, to be precise, she sometimes proposed marriage to me – this woman had the astonishing power to transform herself into a knight – in times of great grief and tribulations for me. In a curt and brusque fashion I suggested that she follow two paths: either she stay on the terms I had imposed on myself – i.e. not marrying – or she leave. She had a free choice. Nevertheless, she always stayed and many Christmasses passed.
As the years went by and she reached a certain age, apparently apprehensive that she would be beyond her competence for procreation, she began asking for a child, even out of wedlock. Being conservative and reared with staunch moral principles, I hardly restrained myself from sending her to the deuce. However, I pointed out to her that neither of us was capable of bringing up a young child into a proper human being, also adding that she should stay on my own terms she had naturally accepted or leave. She stayed and many Christmas and New Year’s days flew by.
We had finally agreed on the big issues of matrimony and procreation. However, she had not been able to abide by the almost unimportant ones. What had nagged her? Perhaps the fact that I imposed upon her to keep our affair secret? But it was I who had to go through it first. I had never said a word to anyone about it, despite what my circle realized; no confession from my part was divulged to anyone. I was not concerned with the views held by present day people. An affair that ends up to no matrimony must be kept secret.
Naturally there was no objective cause for this conspiracy of our secrecy – that was something she could not comprehend; discretion does not always originate in an objective cause. I personally hate confessions and trust, and I often go by a pseudonym for trivial situations such as when my barber knows me as Mister Alexandros when I really respond to another name. Certainly, I do not act in this fashion out of treachery nor do I employ villainous devises; I just wish to preserve my anonymity. I love to keep a low profile, because this is a source of grace and liberty.
Now you may ask me, dear reader: are you so modest that you wish to be unobtrusive? No, I am not, but since I do not have a name of the magnitude of Newton, Einstein or Dostoyevsky, I have no need of belonging to the sphere of mediocrities, such as being a village mayor or an obscure author read only by few. Therefore, my aversion to small magnitudes has led me to my utmost anonymity. Why should my beloved one be disturbed? Was she perhaps annoyed by the protection of our affair or by the days and hours assigned by me for our meetings? But those days and hours were also available for my leisure; all the rest were filled with my professional occupations and household tasks, for I lived alone.
I remember now that after a long time she dared protest about the broken bed we always lay on the days and hours I had assigned for our meetings. I am not needy or stingy; I am just Spartan and indeed so much so I do not like glittering and superfluous things in houses. I slept on the very same bed every day and I could not complain. The bed-sheets had certainly some holes but they were due to the frequent washing; that is why they were always so spotlessly clean and smelled of lemon fragrance. Whatever I could provide for myself so could I for her. I loved her as myself. For this reason I bade her wash her hands often and diligently and dry them meticulously. I demanded that she not touch fallen objects on the floor without wearing plastic gloves, expounding to her the reasoning behind cleanliness ignored unfortunately by the majority of the people. At first, she grew frightened and protested but eventually before my threat ‘take it or leave’ of my conditions she submitted. I initiated her in everything in an almost ritual fashion of how to avoid germs. Because she did not know which were the most unclean points of the house such as the bath-door knob touched a decade ago by a charwoman hired by my late mother or the part of the washing-machine on which a plumber had placed his jacket or some other parts, I indicated a path for her to move on. From the bedroom to the bathroom there was a narrow strip on which she was allowed to walk. Once when she deviated from her beaten track, we were on the brink of splitting up.
I loved her very much and I liked to see her asleep so I could whisper to her as many tender words as I refrained from uttering while she was awake. However, she was a very nervous creature, got up from the bed and sat in the armchair I had reserved for her as the most clean.
She complained that she sat there for hours almost still, for she was not allowed to make any noise and go into the kitchen to make a cup of coffee or to drink a glass of water. I had told her to wake me up in case she was thirsty, for I would be immediately roused from my slumber and fetch her a glass of water.
She was prey to many obsessions, and when I pointed it out to her, she grew vexed. She complained she felt cold but that was only her idea; how could she possibly be cold when I wasn’t since she and I were the selfsame person? I remember sometimes she protested about the way I treated her, made scenes and left. I never insisted on her staying because I well knew her next step: a quarter of an hour later the bell rang. She entered the house remorseful, her rebelliousness crushed, and she hugged me in tears, because the dilemma hung dangling above her head like a Damocles’ sword. In the main, I was certain that in this manner I steeled her character. That is why I do not regret about a scene that I have just remembered. We had gone to a country restaurant to eat and I let her order the meal. I liked seeing her eat with relish because she then became my real self. And to think that when we first met and fell in love with one another, I was afraid to touch her in fear of fracturing her ribs. I fattened her and she grew into a pretty girl, overweight all right, but certainly pretty.
At that restaurant, a summer night, we had ordered the meal. The garden was decorated with some kitschy earthenware jars. Suddenly, she showed me an enormous rat. “I thought it was a kitten,” she said aghast, “but it is a rat. Let’s get out of here right now!” I knew that another of her obsessions was her fear of rats and mice. Therefore, I remarked severely. “Don’t make any scenes. We’re staying; we’re not going to be the center of ridicule in front of the other patrons, who go on eating unperturbed.” So we stayed. Naturally she was right because the garden was swarming with rats as large as kittens; they crawled among the jars and dangerously close to the tables. She had climbed on her chair dreading stepping on the ground; she went pale and assumed an expression as though she were going to be sick. However, setting a brave example, I was trying to eat. It was true that the spectacle had disgusted me, too, but I did not show it.
Perhaps that evening something broke inside her because she told me she was unimaginably wearied by my whims and my behavior. I protested telling her that I was no lothario or a knave; let alone a gambler or a boozer. She looked at me sadly and answered: “You can easily do away with big vices; it is the trivial ones that gnaw at my life within the daily routine.”
I paid no attention, dear reader; but to whom do I turn to? I hate delivering my secrets to the public, for it is a trait of weakness. No other person was dearer to me than she. No one ever learned how much, nor did she even suspect, how much I had loved her. There had been times when my love was the most powerful feeling on earth.
Indeed on earth. She complained I was never jealous but she never understood that every moment I dreaded to manifest my weakness, my tormenting jealousy even when she cast her glance indifferently around because I was afraid of losing her. And I lost her in an unexpected manner.
Her last words were: “I’ve never doubted that you’ve loved me; what I can’t stand is the way you’ve loved me.”
I loved her as myself; I imposed on her the terms I had first imposed on myself.
“No,” I exclaim now as does the hero in the Underground, “it is not good for man to know himself.”
Likewise, I burst in tears and confess: “Do not love thy neighbor as thyself.” Such love presents high risks.
I have told you the least of what had happened during this affair, for if I recounted everything, I would fill an entire volume. And as I do not possess the magnitude of a Dostoyevsky, I should refrain from doing it, for I am a null; and as a naught, I gain a positive value next to another number. Outside my room, it is Christmas, but like a barnacle I am stuck to an afternoon when everything went to dust. And it was not death that wrought the disaster but our parting, which is also a form of death.
Dear reader, I close with a question that has suddenly come into my mind: have I really loved myself?
I am unable to answer because I enter that philosophical realm of knowledge where I am at a loss. As a moral individual, I can only deal with moral issues, even without success. I stop here because I hate further confiding. And if this script happens to fall into your hands – I am not going to destroy it as I feel like the criminal who leaves some trace behind – please do not read it; throw it away because it is no use any longer…
Note: I have discovered this text among the uncut leaves of a book I bought from an old-book shop.
27th December 1992 Eleni Ladia.
From the collection The True Speech (Etymos Logos), Armos Editions, 1998.