Ο ονειρόσακος
Αφιερωμένο στην θεολόγο και ποιήτρια Ελένη Λιντζαροπούλου
Όταν επέστρεφα σπίτι τα έβλεπα, ή προσποιούμουν πως δεν τα βλέπω, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο σε τέλειες επιμειξίες, μολονότι ήταν όνειρα διαφορετικής καταγωγής και περιεχομένου. Φαίνεται, όμως, πως με την πάροδο του καιρού απέκτησαν ένα κοινό χαρακτηριστικό που τα ωθούσε προς ένωση: Ήταν όλα εξόριστα από την πραγματικότητα ή, σαφέστερα, ανεκπλήρωτα. Έτσι αποτέλεσαν μία κοινωνία διαφοροτήτων, όμοια με αυτή των ανθρώπων.Ένα πρωί, μετά από ύπνο χωρίς ενύπνια (δόξα τω Θεώ τους τελευταίους μήνες ο ύπνος είναι βαρύς, ληθαργικός και επιλήσμων), αποφάσισα να πετάξω όλα τα όνειρα που ανεκπλήρωτα κυρίευσαν το χώρο του σπιτιού μου. Βεβαίως, η ιδέα κρυφόκαιγε μέσα μου καιρό, έπρεπε κάποτε να καθαρίσω, ο οικίσκος μου ήταν μικρός, μόλις πενήντα τετραγωνικά, και τα όνειρα της ζωής μου πλημμύριζαν επικίνδυνα το ζωτικό μου χώρο. Επομένως έπρεπε να αποφασίσω: ή εγώ ή εκείνα. Τελευταία τόσο δε με άφηναν να αναπνεύσω και να κινηθώ ελεύθερα, ώστε αναγκαζόμουν να απουσιάζω ώρες από το σπίτι, βρίσκοντας καταφύγιο στους δρόμους, στα αλσύλλια ή με το κρύο στους κινηματογράφους.
Όπου κι αν έστρεφα το κεφάλι μου, σε οποιαδήποτε γωνία ή σημείο του σπιτιού, όλο και έβλεπα κάποιο όνειρο να μου κεντρίζει τη μνήμη, τονίζοντάς μου έτσι το μέγεθος της θλίψης ή της αποτυχίας μου.
Στην αρχή υπήρχε μια ταξινόμηση ονείρων, καθένα πήγαινε στην ομάδα ή στο είδος του, τα ταξιδιωτικά λόγου χάρη βρίσκονταν στο μέσον του τοίχου, ενώ τα φιλόδοξα σκαρφάλωναν ακόμη και στο ταβάνι. Αργότερα, με τις επιμειξίες τους, είδα τα τελευταία να κατεβαίνουν μέχρι τις γωνίες του πατώματος και να συντροφεύουν με τα συναισθηματικά, που ήταν πιο άτολμα και πρόωρα γερασμένα. Τα μικρά απόκρυφα τρύπωναν στο πατάρι ή στα συρτάρια της ντουλάπας. Με τα χρόνια άρχισε η μείξη και η σύμφυσή τους, ώστε διασαλευόταν και η δική μου μνήμη, ανίκανη να ξεχωρίσει την προέλευσή τους. Σα να μην έφτανε όμως μόνο η επιμειξία, είχαμε και αποτελέσματα τεκνογονίας. Όχι σε όλα τα όνειρα βεβαίως, αλλά στα πιο γόνιμα. Έτσι αναπτύσσονταν σαν παράσιτα, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερο χώρο. Όταν πρωτοείδα τον πολλαπλασιασμό τους, παρατήρησα και ανακάλυψα ότι τα πιο γόνιμα, και συνεπώς τα πιο κατακτητικά, ήταν εκείνα τα χλωμά και άτολμα συναισθηματικά. Αυτά με την αταραξία και τη στωικότητά τους δελέαζαν ακόμη και τα τολμηρά φιλόδοξα, που για πολύ καιρό απέφευγαν τις μείξεις. Πολλά από τα απόκρυφα και αυστηρώς προσωπικά ήταν τέκνα αυτής της αταίριαστης ένωσης, ανάπηρα, διφορούμενα, ανακατεμένα με ψυχολογισμό ή εμβολιασμένα με δόση αρχετυπικού χαρακτήρα.
Όταν λοιπόν τα όνειρα γέμισαν επικίνδυνα το χώρο της οικίας μου, αναγκάζοντάς με να αυτοεξορίζομαι (στην αρχή απολάμβανα τη φυγή μου, αλλά αργότερα κουράστηκα), αποφάσισα να τα πετάξω. Κι εκείνο το πρωί, όπως ανέφερα, πήρα ένα μεγάλο σάκο σχεδιάζοντας να τα στοιβάξω όλα και να τα ρίξω στον γκρεμνό. Εφοδιάστηκα λοιπόν με θάρρος και ψυχραιμία, έπνιξα κάθε συναισθηματισμό, κι εγώ που κρατούσα ενθυμητάρι ακόμη κι ένα εισιτήριο θεάτρου ή ένα ταξιδιωτικό πρόγραμμα, εγώ, άσπλαχνος και άκαρδος, άρχισα το κυνήγι των ονείρων. Φαίνεται όμως πως αυτά τα «όντα» (δεν ξέρω με ποια λέξη να τα χαρακτηρίσω) είχανε παντού μάτια και αυτιά, γιατί μόλις κατάλαβαν τις προθέσεις μου ταράχτηκαν. Ακόμη και κείνα που ήταν κλεισμένα στο πατάρι και στα ερμάρια πήραν είδηση τον πανικό που επικρατούσε και κρύφτηκαν ακόμη βαθύτερα. Εγώ, όμως, μυημένος σε τέτοιες πονηριές, κατόρθωσα και έχωσα αρκετά στον ονειρόσακο και έως το μεσημέρι, καταϊδρωμένος και κουρασμένος, τον είχα αρκετά γεμίσει. Τον έδεσα γερά με τρεις κόμπους για να μη διαφύγει κανένα από τα συλληφθέντα και κάθισα στο κρεβάτι να καπνίσω ένα τσιγάρο. Απέναντί μου είδα ένα όνειρο που ερχόταν αμέριμνο από την κουζίνα και, νομίζοντας πως η επιχείρηση – σκούπα είχε τελειώσει, προσπαθούσε να βρει θέση στο δωμάτιο. Χωρίς να προσέξει ότι ήμουν κοντά του, ζωηρό και μάλλον ευρισκόμενο στη ζάλη της εφηβείας του, τεντώθηκε ηδονικά και ξάπλωσε στη γωνία του πατώματος. Το αναγνώρισα αμέσως. Ανήκε στην κατηγορία των ταξιδιωτικών, όνειρο που δεν εκπληρώθηκε ποτέ και είχε γεννηθεί στα χρόνια της δικής μου νεότητας για ένα ταξίδι πολλών μηνών που είχα τότε επιθυμήσει, ένα ταξίδι στη Μέση Ανατολή για να γνωρίσω διάφορες γλώσσες και πολιτισμούς. Απόρησα σαν θυμήθηκα εκείνα τα σχέδια και ξαφνιάστηκα με τη ζωηρότητα και την αντοχή του ονείρου, γιατί εγώ ήμουν πλέον μεσόκοπος, ανήμπορος από προβλήματα καρδιάς και υψηλής πιέσεως, τέλεια αδύναμος να εκτελέσω το ονειρεμένο ταξίδι.
Ζήλεψα, αλήθεια, τη δική του υπομονή και αντοχή, κι έτσι σβήνοντας γρήγορα τη γόπα του τσιγάρου, το άρπαξα βιαίως και το έβαλα στον ονειρόσακο. Κουρασμένος καθώς ήμουν, ίσως και να οπτασιάστηκα γιατί άκουσα λυγμούς. Φαίνεται πως το όνειρό μου έκλαιγε, αλλά εγώ ψυχρός και μεθοδικός μπήκα στο μπάνιο να βρέξω λίγο το πρόσωπό μου. Από δάκρυα ονείρων είμαι συνηθισμένος, είπα στον εαυτό μου και βγήκα στο δωμάτιο να συνεχίσω το έργο μου…
Συνέχισα με πείσμα και ορμή. Ο ονειρόσακος είχε πλέον γεμίσει και το σπίτι μου είχε πλέον αδειάσει. Προτού τον κατεβάσω στο αυτοκίνητό μου, έκανα μια επιθεώρηση σε όλες τις γωνιές. Ήμουν ευχαριστημένος, γιατί δεν ανακάλυψα κανένα όνειρο, ούτε το ελάχιστο. Έσυρα τον βαρύ ονειρόσακο από τις σκάλες (ποτέ δεν είχα υποψιαστεί το μολυβένιο βάρος των ονείρων) και τον τοποθέτησα προσεχτικά στο πίσω κάθισμα. Θα μπορούσα βέβαια να τον στοιβάξω στο πορτμπαγκάζ, αλλά από έμφυτη ευγένεια και ευαισθησία δεν το έπραξα, για να μην καταπιέσω τα όνειρα. Άρχιζε το δειλινό όταν οδηγούσα στους έρημους δρόμους για την τοποθεσία όπου υπήρχαν γκρεμνοί και βαθιές χαράδρες. Ιδανική μεριά να τα πετάξω, σκέφτηκα ευχαριστημένος, ιδανική και δίκαιη, γιατί τ’ αφήνω στην τύχη τους να σκοτωθούν ή όχι.
Άνοιξα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου για να με συντροφεύει στη μοναχική μου διαδρομή. Το τραγούδι που ακούστηκε φαίνεται πως συγκίνησε κάποιο όνειρο, γιατί ξανάκουσα λυγμούς. Κι όταν θυμήθηκα, ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Το τραγούδι αυτό που τυχαία ακούστηκε ήταν ένα από τα αγαπημένα που πλαισίωναν μια εποχή σφόδρα συναισθηματική και φιλόδοξη, τραγούδι-σύμβολο. Τότε η απολυτότητα και η ορμή μου με τοποθετούσαν στο κέντρο του κόσμου, του δικού μου όμως κόσμου, γι’ αυτό και βρέθηκα καθημαγμένος έξω από τον κύκλο της αντικειμενικότητας. Το όνειρο πίσω μου έκλαιγε και το συνόδευε η μουσική, η ίδια μουσική που το γέννησε και το γιγάντωσε, ενώ εγώ μπροστά οδηγούσα σφίγγοντας τα χείλη μου να πνίξω τον αναστεναγμό. Όχι, δεν έκλεισα το ραδιόφωνο σαν δειλός. Άκουσα το τραγούδι μέχρι το τέλος, στα βάθη της αποτυχίας μου είχα ατσαλωθεί και μάλιστα ηδονιζόμουν με τις μηδενιστικές μου αποφάσεις. Η πίστη μου ότι η αποτυχία ελευθερώνει ήταν τόσο δυνατή, ώστε θα μπορούσα, αν ήθελα, και όρη να μετακινήσω. Το τραγούδι τελείωσε και οι λυγμοί του ονείρου μετατράπηκαν σε ένα ρόγχο που έμοιαζε επιθανάτιος. Πεθαίνει, σκέφτηκα και ανέπτυξα ταχύτητα. Το δειλινό έφευγε, κρυβόταν στο βάθος της δύσης, αλλά δε θ’ αργούσα να φτάσω στο επιλεγμένο σημείο του γκρεμνού.
Ήταν φως ακόμη όταν έφτασα, λυκόφως ανοιξιάτικο συνυφασμένο με απροσδιόριστη νοσταλγία. Ο ονειρόσακος μου φάνηκε πιο βαρύς ή ίσως εγώ ήμουν πιο κουρασμένος. Τον τράβηξα ωστόσο προσεκτικά και τον έσυρα στο κατάλληλο σημείο. Δυσκολεύτηκα να λύσω τους κόμπους για να απελευθερώσω τα όνειρα, αφού από τη μανία μου να μη φύγουν τους είχα δέσει πολύ σφιχτά. Ο σουγιάς που είχα στο συρτάρι του αυτοκινήτου μαζί με διάφορα άχρηστα αντικείμενα, όπως λόγου χάρη ένα μικρό ορθογραφικό λεξικό, μολονότι είμαι άριστος ορθογράφος, ή ένα μπουκαλάκι ουίσκι που ποτέ δεν πίνω, έδωσε τη λύση.
Όταν άνοιξα τον ονειρόσακο και τον έγειρα προς το μέρος του γκρεμνού ξαφνιάστηκα. Τα περισσότερα όνειρα ήταν ήδη νεκρά, δεν άντεξαν φαίνεται την έλλειψη οξυγόνου, ενώ μια μικρή ομάδα σε λίγο θα ξεψυχούσε. Ελάχιστα ήταν αυτά, όπως το ταξιδιάρικο της εφηβείας και άλλα παρεμφερή και πιθανόν της ίδιας εποχής, που πέταξαν σαν πουλιά ξεφεύγοντας από την κόλαση του γκρεμνού. Τα έβλεπα να χάνονται στον αέρα, δεν είχα θλίψη, αλλά ήμουν κατάπληκτος με την εμμονή τους. Πού θα πάνε, σκέφτηκα με κακεντρέχεια, πώς θα σταθούνε μόνα τους χωρίς εμένα; Λησμονώντας ο βλαξ πως για πάμπολλα έτη ζούσαν ανεξάρτητα από τη συγκατάθεσή μου.
Ο ονειρόσακος είχε αδειάσει όταν πέταξα τα νεκρά και ημιθανή όνειρα. Ένα βάρος έφευγε από το στήθος μου στη σκέψη πως τώρα θα ήμουν απολύτως ελεύθερος. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόμουν να πετάξω και τον ονειρόσακο άκουσα έναν περίεργο ήχο. Έβαλα το χέρι μου στον πάτο του ονειρόσακου και έπιασα ένα αρτιγέννητο όνειρο. Πότε πρόλαβε να γεννηθεί, αναρωτήθηκα, και ποιας επιμειξίας προϊόν ήταν; Δεν υπήρχε ακόμη κανένα ιδίωμά του, τόσο ελάχιστο ήταν. Μόνο ο ήχος πρόδιδε την ύπαρξή του.
Στάθηκα δίβουλος: να το πετούσα στον γκρεμνό πριν μεγαλώσει και προβάλει απαιτήσεις ή να το κρατούσα; Θυμήθηκα ότι στο παρελθόν είχα ένα μικρό ενυδρείο με λιλιπούτεια χρυσόψαρα. Με τον καιρό και παρ’ όλη τη φροντίδα μου είχαν όλα πεθάνει κι απέμεινε μόνο ένα, το μικρότερο. Και τότε ξαναβρέθηκα στο ίδιο δίλημμα, αλλά ήμουν νέος και ανθεκτικός. Έτσι, έβαλα το χρυσοψαράκι σε μία μεγάλη κατσαρόλα με νερό και το επέστρεψα στο κατάστημα των ενυδρείων για να το κρατήσουν συντροφιά με τα άλλα. Έτσι έπραξα τότε. Και με αυτή τη μνήμη, έβαλα στη χούφτα μου το ονειρατάκι (λέξη επινοημένη από τον Διονύσιο Σολωμό), το άφυλο και αδήλωτο, και το παρατηρούσα.
Όχι, δεν το πέταξα, δεν μπόρεσα να το πετάξω και δεν προτίθεμαι να αναλύσω τους λόγους αυτής της απόφασής μου.
Το πήρα μαζί μου στο δρόμο της επιστροφής, γιατί εγώ και το ονειρατάκι μου χωρούσαμε μια χαρά στο σπίτι…
The dreambag
By Eleni Ladia
Slightly adapted by Vassilis C. Militsis
Dedicated to the theologian and poet Eleni Lintzaropoulou
One morning, after a dreamless sleep (thank God, these last months my slumbers are profound, torpid and oblivious), I decided to get rid of all my dreams, which, unfulfilled, haunted my house. It is true that I had been nourishing such an idea for some time. I had to do some housework sometime, I had to do some cleaning, for my little house was small – barely fifty square meters – and my lifelong dreams had dangerously flooded my vital space. Therefore, I had to make a great decision: either my dreams or I. Indeed, lately they hampered me from breathing and freely moving so much so that I was forced to be for hours out of my house, finding refuge in the streets, the parks, or, when it was cold, in the movie houses.
On returning home I would see them – unless I pretended I didn’t – piled up one upon another in perfect intercourse, though each originated in a different source or had a different content. However, it seems that in the course of time, the dreams had acquired common features which urged them to unite. They were all banished from reality or, more clearly, they were unfulfilled. Consequently, they constituted a diverse society, similar to that of humans.
Wherever I turned my head, to a corner or a point in my house, I would always see some dream or other which stirred my memory enhancing thus the extent of my grief and failure.
At first, there was a classification of the dreams; each fitted into its group or its species: for instance, those concerning travel were at the center of the wall, whereas the more ambitious ones scrambled up, reaching the ceiling. Later on, when they started to intermarry, I saw the last ones climbing down to the floor corners and associating with the sentimental ones, which were the most timid and prematurely aged. The small intimate ones crept into the loft or into the wardrobe drawers. With the years, their conglomeration and mixing together became so indistinguishable that my memory was at a loss to locate their origin. To make matters worse, this crossbreeding resulted to the begetting new dreams. Naturally, not all dreams begat offspring, only the more fertile. In this way, they propagated like parasites, taking up more and more room. When I found out about their proliferation, I realized that the most fertile and therefore most possessive were the ones that were faint, pale and sentimental. They were calm and stoic, and in this way they lured even the most ambitious, which for a long time withstood intercourse. Many of the intimate and strictly personal were the offspring of such an ill-sorted union; as a result they were crippled, ambiguous, psychologically confused or inoculated with a dose of archetypal traits.
When the dreams filled up perilously the space of my house, compelling me to self-exile – though at first I enjoyed my escape, but later on I grew weary – I resolved to get rid of them. Thus on that morning I mentioned above, I got a big bag planning to cram it with all of them and throw it down a sheer cliff. I boosted myself with courage and I calmly strangled all sentimentality, I, who even kept a theater ticket as a memento or a travel brochure, I, who am pitiless and heartless, began to hunt the dreams down. But seemingly those ‘beings’ – how else can I describe them – had eyes and ears everywhere and, no sooner had they noticed my intentions than they were seriously disturbed. Even those concealed in the loft and the cupboard got wind of the panic that prevailed and hid themselves even deeper. However, being privy to such guile, I managed to stuff enough in the dreambag and by noon, all sweating with exhaustion I had almost filled it. Then I tied it up making three knots so that none might slip out and I sat on the bed to have a smoke. At that moment, right across from me, I saw a dream which was coming from the kitchen carefree and believing that the purge was over, it was trying to find a place in the room. Without taking any notice of me and being brisk in the daze of its adolescence, it stretched sensually and lay down in a corner of the floor. I recognized it at once. It belonged to the travel classification. It was an unfulfilled dream, born in the years of my own youth, and concerned a many-month trip to the Middle East, which I had so much longed for; I had then yearned to learn about different languages and cultures. Ι was surprised to remember all those plans I had made and I was startled with the liveliness and the stamina of the dream, for I was already middle-aged, helpless because of heart problems and high blood pressure, thoroughly unfit to make that dream trip.
I really envied it its own patience and persistence; so extinguishing quickly the butt of my cigarette, I snatched the dream violently and put it in the bag. Weary as I was, I might have had a vision for I heard some sobbing. The dream seemed to be crying, but I, cool and orderly, went into the bathroom to sprinkle some water on my face. ‘I’m fed up with dream tears’ I said to myself and went back to the room to go on with my job…
I set about with vehemence and obstinacy. By then, the dreambag was all full and my house was empty. Before taking it down to my car, I inspected every corner and nook, and I was content to find no more dreams, not even the least one. I dragged the heavy bag down the stairs – never suspecting the dreams to be as heavy as lead – and put it carefully in the back seat. I could as well have crammed it in the trunk, but out of my inborn courtesy and sensibility I did not, for I was loath to depress my dreams. Dusk was already falling as I drove on deserted country roads seeking sheer cliffs and deep gorges. I rightly thought that such locations were ideal and for throwing the dreams down, for I left them to chance whether to be killed or not.
I turned on my car radio to keep me company during my lonely drive. A dream seemed to have been moved by the song being played on the radio as it was for I heard the sobbing again. Then I felt a lump in my throat for that song was symbolic, one of my favorites, typical of an era, sentimental and ambitious. At those times, my élan and my intolerance put me in the center of the world – though my own – and for this reason I ended up devastated outside the circle of objectivity. In the back seat, the dream wept to the accompaniment of the music – the same music that begat and grew it to tremendous dimensions, while I was driving biting my lips to choke down a sigh. I was not so coward as to turn off the radio. I listened to the song out, and in my utter failure I took pleasure in my nihilistic decision. My faith in the fact that failure sets you free was so firm that I could even move mountains. After the song was over the dream’s sobbing turned into something sounding like a death rattle. ‘It’s dying’ I thought and sped up. The dusk was melding into darkness hiding in the western background and soon I would reach the chosen spot on the cliff.
When I arrived at the spot, it was twilight, the kind of spring twilight that stirs an indefinable homesickness in you. I felt the bag was heavier now; perhaps the drive had tired me. I hauled it out as carefully as possible and dragged it to the proper place. I found it hard to undo the knots and release the dreams, since in my furious exertions to prevent them from escaping I had tied the bag too hard. The jackknife I kept in the glove compartment, along with miscellaneous other objects such as a pocket spelling dictionary – though I am excellent at spelling – and a small bottle of whiskey, came in handy.
I was startled when I opened the dreambag and tilted it at the brink of the cliff. Most of the dreams were already dead; they must have succumbed due to the lack of oxygen, and a small group was at the throes of death. Very few, such as the travel dream of my young days and other similar ones belonging to those days, soared up flying from the jaws of hell. I could see them dwindle and vanish in the air. I felt no sadness though I was amazed at their tenacity. ‘Where else can they go?’ I thought with malice. The fool, I was forgetting that they had lived with me for years without my consent.
The dreambag had been depleted after I threw away the dead and dying dreams. I was greatly relieved at the thought that now I was completely free. However, as I was about to get rid of the bag, too, I heard a curious sound. I fumbled in the bottom of the bag and got hold of a newborn dream. I wondered when it was born and which intermarriage came from. It did not possess a distinctive mark yet, as it was so tiny. Only the sound of its voice betrayed its existence.
I was in quandary; ‘Shall I pitch it over the cliff before it grows up and stakes its claims or shall I keep it?’ then I remembered having in the past a small aquarium with Lilliputian goldfishes. Despite my care, in the course of time they had all died save one, the smallest. At that time, too, I was in the same dilemma, but then I was young and tough. So, I put the small goldfish in a big kettle of water and returned it to the pet shop so that they could keep it there in company with others of its kind. Thus I did then. And with this reminiscence, I placed in my palm the dreamlet-ονειρατάκι-(a word invented by Dionysios Solomos), sexless and formless, and I watched it.
I did not throw it away; I could not stand such an action, and I do not intend to analyze the reasons for my decision.
I took it along on my return, for my dreamlet and I had plenty of room at home…