Οταν επέστρεφα σπίτι τα έβλεπα, ή προσποιόμουν πως δεν τα βλέπω, στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο σε τέλειες επιμειξίες, μολονότι ήταν όνειρα διαφορετικής καταγωγής και περιεχομένου. Φαίνεται, όμως, πως με την πάροδο του καιρού απέκτησαν ένα κοινό χαρακτηριστικό που τα ωθούσε προς ένωση: Ηταν όλα εξόριστα από την πραγματικότητα ή, σαφέστερα, ανεκπλήρωτα. Ετσι αποτέλεσαν μία κοινωνία διαφοροτήτων, όμοια με αυτή των ανθρώπων.
Οπου κι αν έστρεφα το κεφάλι μου, σε οποιαδήποτε γωνία ή σημείο του σπιτιού, όλο και έβλεπα κάποιο όνειρο να μου κεντρίζει τη μνήμη, τονίζοντάς μου έτσι το μέγεθος της θλίψης ή της αποτυχίας μου.
Στην αρχή υπήρχε μια ταξινόμηση ονείρων, καθένα πήγαινε στην ομάδα ή στο είδος του, τα ταξιδιωτικά λόγου χάρη βρίσκονταν στο μέσον του τοίχου, ενώ τα φιλόδοξα σκαρφάλωναν ακόμη και στο ταβάνι. Αργότερα, με τις επιμειξίες τους, είδα τα τελευταία να κατεβαίνουν μέχρι τις γωνίες του πατώματος και να συντροφεύουν με τα συναισθηματικά, που ήταν πιο άτολμα και πρόωρα γηρασμένα. Τα μικρά απόκρυφα τρύπωναν στο πατάρι ή στα συρτάρια της ντουλάπας. Με τα χρόνια άρχισε η μείξη και η σύμφυσή τους, ώστε διασαλευόταν και η δική μου μνήμη, ανίκανη να ξεχωρίσει την προέλευσή τους. Σα να μην έφτανε όμως μόνο η επιμειξία, είχαμε και αποτελέσματα τεκνογονίας. Οχι σε όλα τα όνειρα βεβαίως, αλλά στα πιο γόνιμα. Ετσι αναπτύσσονταν σαν παράσιτα, καταλαμβάνοντας όλο και μεγαλύτερο χώρο. Οταν πρωτοείδα τον πολλαπλασιασμό τους, παρατήρησα και ανακάλυψα ότι τα πιο γόνιμα, και συνεπώς τα πιο κατακτητικά, ήταν εκείνα τα χλωμά και άτολμα συναισθηματικά. Αυτά με την αταραξία και τη στωικότητά τους δελέαζαν ακόμη και τα τολμηρά φιλόδοξα, που για πολύ καιρό απέφευγαν τις μείξεις. Πολλά από τα απόκρυφα και αυστηρώς προσωπικά ήταν τέκνα αυτής της αταίριαστης ένωσης, ανάπηρα, διφορούμενα, ανακατεμένα με ψυχολογισμό ή εμβολιασμένα με δόση αρχετυπικού χαρακτήρα.
Οταν λοιπόν τα όνειρα γέμισαν επικίνδυνα το χώρο της οικίας μου, αναγκάζοντάς με να αυτοεξορίζομαι (στην αρχή απολάμβανα τη φυγή μου, αλλά αργότερα κουράστηκα), αποφάσισα να τα πετάξω. Κι εκείνο το πρωί, όπως ανέφερα, πήρα ένα μεγάλο σάκο σχεδιάζοντας να τα στοιβάξω όλα και να τα ρίξω στον γκρεμνό. Εφοδιάστηκα λοιπόν με θάρρος και ψυχραιμία, έπνιξα κάθε συναισθηματισμό, κι εγώ που κρατούσα ενθυμητάρι ακόμη κι ένα εισιτήριο θεάτρου ή ένα ταξιδιωτικό πρόγραμμα, εγώ, άσπλαχνος και άκαρδος, άρχισα το κυνήγι των ονείρων. Φαίνεται όμως πως αυτά τα «όντα» (δεν ξέρω με ποια λέξη να τα χαρακτηρίσω) είχανε παντού μάτια και αυτιά, γιατί μόλις κατάλαβαν τις προθέσεις μου ταράχτηκαν. Ακόμη και κείνα που ήταν κλεισμένα στο πατάρι και στα ερμάρια πήραν είδηση τον πανικό που επικρατούσε και κρύφτηκαν ακόμη βαθύτερα. Εγώ, όμως, μυημένος σε τέτοιες πονηριές, κατόρθωσα και έχωσα αρκετά στον ονειρόσακο και έως το μεσημέρι, καταϊδρωμένος και κουρασμένος, τον είχα αρκετά γεμίσει. Τον έδεσα γερά με τρεις κόμπους για να μη διαφύγει κανένα από τα συλληφθέντα και κάθισα στο κρεβάτι να καπνίσω ένα τσιγάρο. Απέναντί μου είδα ένα όνειρο που ερχόταν αμέριμνο από την κουζίνα και, νομίζοντας πως η επιχείρηση – σκούπα είχε τελειώσει, προσπαθούσε να βρει θέση στο δωμάτιο. Χωρίς να προσέξει ότι ήμουν κοντά του, ζωηρό και μάλλον ευρισκόμενο στη ζάλη της εφηβείας του, τεντώθηκε ηδονικά και ξάπλωσε στη γωνία του πατώματος. Το αναγνώρισα αμέσως. Ανήκε στην κατηγορία των ταξιδιωτικών, όνειρο που δεν εκπληρώθηκε ποτέ και είχε γεννηθεί στα χρόνια της δικής μου νεότητας για ένα ταξίδι πολλών μηνών που είχα τότε επιθυμήσει, ένα ταξίδι στη Μέση Ανατολή για να γνωρίσω διάφορες γλώσσες και πολιτισμούς. Απόρησα σαν θυμήθηκα εκείνα τα σχέδια και ξαφνιάστηκα με τη ζωηρότητα και την αντοχή του ονείρου, γιατί εγώ ήμουν πλέον μεσόκοπος, ανήμπορος από προβλήματα καρδιάς και υψηλής πιέσεως, τέλεια αδύναμος να εκτελέσω το ονειρεμένο ταξίδι.
Ζήλεψα, αλήθεια, τη δική του υπομονή και αντοχή, κι έτσι σβήνοντας γρήγορα τη γόπα του τσιγάρου, το άρπαξα βιαίως και το έβαλα στον ονειρόσακο. Κουρασμένος καθώς ήμουν, ίσως και να οπτασιάστηκα γιατί άκουσα λυγμούς. Φαίνεται πως το όνειρό μου έκλαιγε, αλλά εγώ ψυχρός και μεθοδικός μπήκα στο μπάνιο να βρέξω λίγο το πρόσωπό μου. Από δάκρυα ονείρων είμαι συνηθισμένος, είπα στον εαυτό μου και βγήκα στο δωμάτιο να συνεχίσω το έργο μου…
Συνέχισα με πείσμα και ορμή. Ο ονειρόσακος είχε πλέον γεμίσει και το σπίτι μου είχε πλέον αδειάσει. Προτού τον κατεβάσω στο αυτοκίνητό μου, έκανα μια επιθεώρηση σε όλες τις γωνιές. Ημουν ευχαριστημένος, γιατί δεν ανακάλυψα κανένα όνειρο, ούτε το ελάχιστο. Εσυρα τον βαρύ ονειρόσακο από τις σκάλες (ποτέ δεν είχα υποψιαστεί το μολυβένιο βάρος των ονείρων) και τον τοποθέτησα προσεχτικά στο πίσω κάθισμα. Θα μπορούσα βέβαια να τον στοιβάξω στο πορτ μπαγκάζ, αλλά από έμφυτη ευγένεια και ευαισθησία δεν το έπραξα, για να μην καταπιέσω τα όνειρα. Αρχιζε το δειλινό όταν οδηγούσα στους έρημους δρόμους για την τοποθεσία όπου υπήρχαν γκρεμνοί και βαθιές χαράδρες. Ιδανική μεριά να τα πετάξω, σκέφτηκα ευχαριστημένος, ιδανική και δίκαιη, γιατί τ’ αφήνω στην τύχη τους να σκοτωθούν ή όχι.
Ανοιξα το ραδιόφωνο του αυτοκινήτου για να με συντροφεύει στη μοναχική μου διαδρομή. Το τραγούδι που ακούστηκε φαίνεται πως συγκίνησε κάποιο όνειρο, γιατί ξανάκουσα λυγμούς. Κι όταν θυμήθηκα, ένας κόμπος στάθηκε στο λαιμό μου. Το τραγούδι αυτό που τυχαία ακούστηκε ήταν ένα από τα αγαπημένα που πλαισίωναν μια εποχή σφόδρα συναισθηματική και φιλόδοξη, τραγούδι-σύμβολο. Τότε η απολυτότητα και η ορμή μου με τοποθετούσαν στο κέντρο του κόσμου, του δικού μου όμως κόσμου, γι’ αυτό και βρέθηκα καθημαγμένος έξω από τον κύκλο της αντικειμενικότητας. Το όνειρο πίσω μου έκλαιγε και το συνόδευε η μουσική, η ίδια μουσική που το γέννησε και το γιγάντωσε, ενώ εγώ μπροστά οδηγούσα σφίγγοντας τα χείλη μου να πνίξω τον αναστεναγμό. Οχι, δεν έκλεισα το ραδιόφωνο σαν δειλός. Ακουσα το τραγούδι μέχρι το τέλος, στα βάθη της αποτυχίας μου είχα ατσαλωθεί και μάλιστα ηδονιζόμουν με τις μηδενιστικές μου αποφάσεις. Η πίστη μου ότι η αποτυχία ελευθερώνει ήταν τόσο δυνατή, ώστε θα μπορούσα, αν ήθελα, και όρη να μετακινήσω. Το τραγούδι τελείωσε και οι λυγμοί του ονείρου μετατράπηκαν σε ένα ρόγχο που έμοιαζε επιθανάτιος. Πεθαίνει, σκέφτηκα και ανέπτυξα ταχύτητα. Το δειλινό έφευγε, κρυβόταν στο βάθος της δύσης, αλλά δε θ’ αργούσα να φτάσω στο επιλεγμένο σημείο του γκρεμνού.
Ηταν φως ακόμη όταν έφτασα, λυκόφως ανοιξιάτικο συνυφασμένο με απροσδιόριστη νοσταλγία. Ο ονειρόσακος μου φάνηκε πιο βαρύς ή ίσως εγώ ήμουν πιο κουρασμένος. Τον τράβηξα ωστόσο προσεκτικά και τον έσυρα στο κατάλληλο σημείο. Δυσκολεύτηκα να λύσω τους κόμπους για να απελευθερώσω τα όνειρα, αφού από τη μανία μου να μη φύγουν τους είχα δέσει πολύ σφιχτά. Ο σουγιάς που είχα στο συρτάρι του αυτοκινήτου μαζί με διάφορα άχρηστα αντικείμενα, όπως λόγου χάρη ένα μικρό ορθογραφικό λεξικό, μολονότι είμαι άριστος ορθογράφος, ή ένα μπουκαλάκι ουίσκι που ποτέ δεν πίνω, έδωσε τη λύση.
Οταν άνοιξα τον ονειρόσακο και τον έγειρα προς το μέρος του γκρεμνού ξαφνιάστηκα. Τα περισσότερα όνειρα ήταν ήδη νεκρά, δεν άντεξαν φαίνεται την έλλειψη οξυγόνου, ενώ μια μικρή ομάδα σε λίγο θα ξεψυχούσε. Ελάχιστα ήταν αυτά, όπως το ταξιδιάρικο της εφηβείας και άλλα παρεμφερή και πιθανόν της ίδιας εποχής, που πέταξαν σαν πουλιά ξεφεύγοντας από την κόλαση του γκρεμνού. Τα έβλεπα να χάνονται στον αέρα, δεν είχα θλίψη, αλλά ήμουν κατάπληκτος με την εμμονή τους. Πού θα πάνε, σκέφτηκα με κακεντρέχεια, πώς θα σταθούνε μόνα τους χωρίς εμένα; Λησμονώντας ο βλαξ πως για πάμπολλα έτη ζούσαν ανεξάρτητα από τη συγκατάθεσή μου.
Ο ονειρόσακος είχε αδειάσει όταν πέταξα τα νεκρά και ημιθανή όνειρα. Ενα βάρος έφευγε από το στήθος μου στη σκέψη πως τώρα θα ήμουν απολύτως ελεύθερος. Τη στιγμή όμως που ετοιμαζόμουν να πετάξω και τον ονειρόσακο άκουσα έναν περίεργο ήχο. Εβαλα το χέρι μου στον πάτο του ονειρόσακου και έπιασα ένα αρτιγέννητο όνειρο. Πότε πρόλαβε να γεννηθεί, αναρωτήθηκα, και ποιας επιμειξίας προϊόν ήταν; Δεν υπήρχε ακόμη κανένα ιδίωμά του, τόσο ελάχιστο ήταν. Μόνο ο ήχος πρόδιδε την ύπαρξή του.
Στάθηκα δίβουλος: να το πετούσα στον γκρεμνό πριν μεγαλώσει και προβάλει απαιτήσεις ή να το κρατούσα; Θυμήθηκα ότι στο παρελθόν είχα ένα μικρό ενυδρείο με λιλιπούτεια χρυσόψαρα. Με τον καιρό και παρ’ όλη τη φροντίδα μου είχαν όλα πεθάνει κι απέμεινε μόνο ένα, το μικρότερο. Και τότε ξαναβρέθηκα στο ίδιο δίλημμα, αλλά ήμουν νέος και ανθεκτικός. Ετσι, έβαλα το χρυσοψαράκι σε μία μεγάλη κατσαρόλα με νερό και το επέστρεψα στο κατάστημα των ενυδρείων για να το κρατήσουν συντροφιά με τα άλλα. Ετσι έπραξα τότε. Και με αυτή τη μνήμη, έβαλα στη χούφτα μου το ονειρατάκι (λέξη επινοημένη από τον Διονύσιο Σολωμό), το άφυλο και αδήλωτο, και το παρατηρούσα.
Οχι, δεν το πέταξα, δεν μπόρεσα να το πετάξω και δεν προτίθεμαι να αναλύσω τους λόγους αυτής της απόφασής μου.
Το πήρα μαζί μου στο δρόμο της επιστροφής, γιατί εγώ και το ονειρατάκι μου χωρούσαμε μια χαρά στο σπίτι…
Πηγή: Ριζοσπάστης