Φάθι Ζαρατούστρα ποίηση, Ἀθήνα 1976 ( ἔκδοση ἐκτός ἐμπορίου, ἐξαντλημένη).
Φάθι Ζαρατούστρα*
‘Απόψε ἄγρια μεσάνυχτα τῆς ἄνοιξης
πνιγμένα στό σκοτάδι τά φύλλα τῶν δένδρων
καί τ’ ἀγόρια μέ τά ἐφηβικά σπιθούρια τριγυρνᾶν
σφυρίζοντας ἄσματα μιᾶς παλιᾶς ἐπανάστασης.
Καί σύ νεκρός; θαμμένος στή σπηλιά σου ἴσως;
Ἄ Ζαρατούστρα, ἀπόψε ξύπνα
εἶν’ἕτοιμα τά πάντα γιά τόν μεγάλο μας Διάλογο-
τά Εὐαγγέλια κλείστηκαν ἑρμητικά
κι οἱ χάλκινοι ἦχοι πνίξανε τό δωμάτιο
οἱ φλέβες τῶν χεριῶν μου φουσκώσανε ἀπό ὀργή-
Ἄ Ζαρατούστρα ξύπνα τώρα
σάν τόν βρυκόλακα καί σάν τό πάθος πού δέν λέει νά σβήσει-
Παρθένε ἄντρα σίμωσε καί μίλα μου γιά τήν γυναίκα…
δέν εἶμαι ἐγώ γριά γιά νά τά λησμονήσω.
Ἐγώ κυοφορῶ τή φλόγα τῶν τριάντα χρόνων
καί γεύτηκα τήν ἴδια μοναξιά-
Τριάντα χρόνων ἔφυγες γιά τό βουνό καί Σύ.
Ἀπόψε ἔλα, ἄγρια μεσάνυχτα τῆς ἄνοιξης
πού τά ὄνειρά μου ξεχυλίζουν ἀπό καλπασμούς άλόγων
καί τό παράπονο δέν παύει μέ τόν ἄγονο ἐρωτικό σπασμό
πού στό κρανίο μου λιγοψυχάει ἡ κοσμική δημιουργία
νεκρά πουλιά οἱ πόθοι στή μεγάλη θάλασσα-
μίλα μου ἀπόψε
αὔριο χαράματα θἆναι πολύ ἀργά.
Χορός
Ὄχι, φωνάζω ὄχι
μή μοῦ μιλᾶς γιά τίς γυναῖκες
μέ τίς κεντητές ποδιές καί τά μεταξωτά παπούτσια
οὔτε γι’αὐτές πού μέ ἡλιαχτίδες
σφίγγουνε τά παιδιά στόν κόρφο
καί μέ χρυσές κλωστές τυλίγουν τούς πολεμιστές-
ποῦ’ναι οἱ πολεμιστές λοιπόν;
γέμισε ἡ γῆ σκουλήκια ἀνδρῶν.
Ὄχι, φωνάζω ὄχι
μή μοῦ μιλᾶς γιά τίς γυναῖκες τίς ἀβρές
τά χίλια πρόσωπα τῆς ὑπολογισμένης τρυφεράδας.
Ἀπόψε ἄγρια μεσάνυχτα τῆς ἄνοιξης
μέ τόν ἀητό καί τό ἑρπετό
στά τζάμια τοῦ παραθυριοῦ νά μέ κοιτάζουν
μίλα μου ἀπόψε γιά τήν δισυπόστατη γυναίκα
πού περιμένει μόνη στόν μεγάλο δρόμο
ἱέρεια τοῦ ὑπέρτατου σκοποῦ-
πές μου γι’ αὐτήν
πού ὅπως καί Σύ
πνίγει ὅ,τι ἀγαπάει
καρφώνοντας τά μάτια της μπροστά.
Χορός
Ὄχι, φωνάζω ὄχι
μή μοῦ μιλᾶς γιά τήν ὑποταγμένη στήν παράδοση
γιά χάδια οὐδέτερα
ἤ γιά ξεσκίσματα στίς σάρκες τῶν ἀνδρῶν-
γιά τίς ἐρωτευμένες μέ τίς παρωπίδες στά κρανία
γιά οὐράνια τόξα σέ φροντίδες μητρικές-
μή μοῦ μιλᾶς γιά τίς γυναῖκες
μέ τήν μονοδιάστατη συνείδηση
πού βράζουνε τόν σπόρο τῶν ναρκωτικῶν
γιά τόν ἀναπαυμένο ὕπνο.
Ἀπόψε ἄγρια μεσάνυχτα τῆς ἄνοιξης
μίλα μου γιά τήν δισυπόστατη γυναίκα
καί βρές της μιά σπηλιά ν’ἀναπαυθεῖ
εἶναι μακρύ τό μονοπάτι
άπό τήν ρίζα τῶν αἰώνων-
πές μου γι’αὐτή πού καρτερᾶ τό ὅραμα
στήν κάψα τοῦ ζεστοῦ μεσημεριοῦ
μέ τήν λαβωματιά στό μέτωπο
παρείσακτη στό θαῦμα τῆς ζωῆς
διωγμένη ἀπ’τήν ἀνάπαυση τῶν αίσθημάτων
συντρόφισσα τῆς ἀγριομηλιᾶς
ἀλήτισα κι ἀπάτριδα
λησμονημένη φεγγαροθεά.
Λαλήσαν’ οἱ ἀλέκτορες καί σύ δέν φάνηκες δειλέ-
φτωχέ μου Ζαρατούστρα
προφήτη τοῦ νεκροῦ θεοῦ
ἀρχιερέα τῆς δύναμης-
Ποιά ἄνοιξη θά σέ ἀναστήσει ἐσένα
ὅπως τόν Ἄδωνη, τόν θεῖο ἐραστή καί τόν Χριστό;
νεκρός καί σύ
σάν τόν θεό πού κήδεψες;
Θαρθεῖ καιρός πού θά ξανακαλέσω
τό ὄνομά σου
κι ἄν δέν παρουσιαστεῖς
κήρυκα τῆς ἀνθρώπινης αὐγῆς
ἀηδόνι τοῦ παλιοῦ καιροῦ-
μέσα στήν ἄγρια νύχτα θά κραυγάσω
ὁ Ζαρατούστρα πέθανε
ἄλλος προφήτης ἔρχεται
τά βήματά του
Πρώτη ἀναγνωρίζω.
*Ποίημα ἀπό τήν ομώνυμη συλλογή τῆς Ἑλένης Λαδιἀ