Ἰδού ἡ πρώτη ἀρχή τοῦ συγγραφέως καλέ μου φίλε. Οἱ λέξεις! Γράφει λέξεις, γράφει μέ λέξεις, ἀντικαθιστᾶ δηλαδή τόν προφορικό λόγο μέ γραπτό.
Δέν εἶναι ὅμως αὐτό τό θέμα μας, ἀφοῦ τελικῶς οἱ λέξεις μᾶς δίνουν τήν δυνατότητα μιᾶς ἄλλης ἐπικοινωνίας.
Δέν ξέρω ἄν τό γνωρίζεις, καί βεβαίως πῶς θά συνέβαινε αὐτό, ἀφοῦ δέν γνωριστήκαμε οὔτε ἰδωθήκαμε ποτέ. Δέν εἶσαι οὔτε κάν πλάσμα τῆς φαντασίας μου, γιά νά σέ ἐνσαρκώσω. Μιά φευγαλέα σκέψη ἤσουν, πού ὅμως ἐπανῆλθε πολλάκις, καί ἔτσι ἀποφάσισα νά ἐπικοινωνήσω μαζί σου. Θά γνωρίζεις πώς ἡ εἰκονική πραγματικότητα ἀντιγράφει ἐπιτυχῶς τἠν ἀληθινή. Κάπου λοιπόν ὑπάρχεις καί μέ ἀκοῦς. Ἔχω ἀνάγκη ἀπό ἕναν ἀκροατή, πού νά μένει ἥσυχος, νά μήν ἀνταποκρίνεται, νά εἶναι ὁ σιωπηλός θεατής ἑνός παράλογου ἔργου.
Ἐπιθυμῶ νά μιλήσω γιά τόν τελευταῖο χρόνο, ὅπου ἡ πατρίδα μου βρίσκεται κάτω ἀπό οἰκονομική κατοχή.
Ὅταν πρωτοπῆγα στό σχολεῖο ἕξι μέ ἑπτά ἐτῶν ὑπέφερα βλέποντας τήν ἀνέχεια τῶν συμμαθητῶν καί τοῦ περίγυρου. Ἡ οἰκογένειά μου εἶχε οἰκονομική εὐμάρεια ἀλλά ἐγώ φοιτοῦσα σέ ἕνα δημόσιο σχολεῖο τῆς περιοχῆς, ὅπου τά περισσότερα ἤ σχεδόν ὅλα τά παιδιά ἦταν φτωχά. Ἧταν τότε τό 1951–2 τά δειλά χρόνια μιᾶς Ἑλλάδος, βγαλμένης κυριολεκτικῶς “ἀπό τά ἱερά κόκκαλα τῶν Ἑλλήνων.” Ὅδευε ὅμως πρός ἕνα φῶς.
Ἡ ἀρχιτεκτονική τῶν κτισμάτων, ἄν δέν ἦταν μονοκατοικίες, θύμιζε ὁριζόντια πολυκατοικία, ἀφοῦ δεξιά καί ἀριστερά μιᾶς μακριᾶς, στενῆς αὐλῆς βρίσκονταν δωματάκια πρός ἐνοικίαση μέ ἕναν κοινόχρηστο καμπινέ στό τέλος τῆς αὐλῆς, πού εἶχε τουαλέτα τουρκικῆς ἔμπνευσης.
Ἐσύ εἰκονικέ μου φίλε δέν τά ἔζησες αὐτά, τεχνολογία δέν ὑπῆρχε.
Ἡ Ἀμερική ἔστελνε τρόφιμα γιά τά Ἑλληνόπουλα, βούτυρο καί λεπτοκομμένο σέ φέτες τυρί Ὀλλανδίας, γάλα σκόνη καί διάφορες βιταμῖνες. Δέν θά λησμονήσω ποτέ τό καθημερινό θέαμα στό σχολεῖο, ὅπου τά παιδιά σχημάτιζαν οὐρές γιά νά βάλουν στά τσίγκινα πιατάκια τους τό συσσίτιο. Θυμᾶμαι τόν ἑαυτό μου, ἕνα πολύ ἀδύνατο παιδί σάν κλαδάκι νά ἀφήνει διαρκῶς τόν χῶρο μπροστά του, γιά νά περνοῦν τά παιδιά πού εἶχαν ἀνάγκη. Ἔμενα τελευταία καί τό δικό μου μερίδιο τό ἔδινα κρυφά σέ παιδιά πού εἶχαν ἀδερφάκια στό σπίτι. Ἀπό τότε κόλλησε σάν βδέλλα ἡ ἐνοχή πάνω μου, καί ἀπέφευγα τό φαγητό, παρ’ὅλα τά παρακάλια τῆς μάνας μου καί τό πενηνταράκι πού θά μοῦ ἔδινε ὡς ἀμοιβή. Σέ κάθε μπουκιά θυμόμουν τήν Γιωργίτσα μέ τήν ἀδενοπάθεια, τήν Κούλα μέ τήν προχθεσινή φάβα πού ἔτρωγε στό διάλειμμα κι ἕνα σωρό παιδιά πεινασμένα καί ὑποσιτισμένα.
Τί ἔγινε ὅμως Θεέ μου σήμερα; πῶς ἄλλαξαν τά πράγματα καί ἐφιαλτικά σενάρια, προφητεῖες, μαγγανεῖες, φυλλάδια ὅπου ἔγραφαν πρίν ἀπό σαράντα περίπου χρόνια αὐτά πού ἐπρόκειτο νά συμβοῦν, εἰκόνες τῆς ἀποκαλύψεως γίνονται τώρα πραγματικότητες; πέρασαν ἑξήντα χρόνια ἀπό τότε καί βρίσκομαι στά ἑξήντα ἕξι μου χρόνια νά συμβαίνουν τά ἴδια καί πιό φρικτά πράγματα ὅπως στά ἕξι μου. Τρομεροί φόροι μαστίζουν τήν χώρα, ἀκούω πώς παιδιά λιποθυμοῦν στά σχολεῖα ἀπό τήν πείνα, πάμπτωχοι κλέβουν τό λάδι ἀπό τά κανδήλια νεκροταφείων, ζοφερή αὔξηση τῆς ἐγκληματικότητας, μεταδοτικές ἀσθένειες, ὅπως ἔιτζ, ἡπατίτιδες, λοιμώδη νοσήματα μέ φορεῖς ἀλλοδαπές ἱερόδουλες, τό ἱστορικό κέντρο τῆς Ἀθήνας ἔγινε στέκι ναρκομανῶν, ἐγκληματιῶν καί κάθε λογῆς λαθρομεταναστῶν, πού ἔμπαιναν στήν ἀνοχύρωτη χώρα καί ἄφηναν τίς βρωμιές του.
Ποιός μᾶς κατάντησε ἔτσι; ποιός διαβολεμένος ἐγκέφαλος δημιουργεῖ τά πάνδεινα γιά νά ἐξολοθρεύσει τό γένος μας;
Τότε τά χρόνια τῆς πείνας καί τῆς ἀνέχειας δέν μόλυναν τίς ἑλληνικές ἀξίες. Ἦταν χρόνια ἡρεμίας, ἀξιοπρέπειας καί νοικοκυροσύνης. Ὑπῆρχε αἰδώς καί σεβασμός στήν ἱεραρχία: τά παιδιά ἐκκλησιάζονταν στά σχολεῖα, σηκώνονταν ἀπό τήν θέση τους στή θέα γέροντος ἤ ἀναπήρου, γνώριζαν τήν ἱστορία τοῦ ἔθνους, τίς παραδόσεις, τά πατριωτικά ἄσματα, τήν ἀξία τῆς σημαίας μας.
Τότε σπάνιζε ὁ κλέφτης καί τό παραβατικό ἄτομο ἀποκλειόταν αὐτομάτως ἀπό τήν κοινότητα, ἡ ὁποία μέ ὅλα τά λάθη της, προστάτευε τό ἔθνος.
Χθές πῆγα στήν Ἐθνική Τράπεζα νά πάρω τήν σύνταξη, καί εἶδα πολλούς συνταξιούχους σέ ἄθλια κατάσταση. Κουτσουρεμένοι ἄνθρωποι, πολλοί ἀνάπηροι μέ τά μπαστούνια τους περίμεναν στωικά νά φθάσουν στό ταμεῖο κρατώντας προσεκτικά τό βιβλιάριό τους, γιά νά λάβουν τίς ἐπίσης κουτσουρεμένες συντάξεις. Δέν εἶχαν κανέναν δίπλα τους. Ποῦ ὀφειλόταν αὐτό; στήν μοναξιά ἤ στήν ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν συγγενή ἤ φίλο;
Στόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς ψιλόβρεχε, ἕνας ζωογόνος ἀέρας σέ ἔσπρωχνε ἁπαλά ἀναπαύοντάς σε ἀπό τόν κόπο τοῦ βαδίσματος. Αὐτή ἡ θαυμάσια βροχή πού σπανίως συνέβαινε, μέ τίς σταγόνες νά πέφτουν πάνω σου διακριτικά ὅπως ἀπό τά φυλλώματα τῶν δένδρων, γινόταν ὁ καλύτερος ἀγωγός μνήμης. Μοῦ θύμισε τά παιδικά καί ἐφηβικά μου χρόνια, τόν χωματόδρομο τῆς γειτονιᾶς μου, ὁ ὁποῖος, ὅπως πολλές φορές ἔγραψα, ἦταν ὁ καλύτερος σύμμαχος τῶν παιχνιδιῶν μας. Τά μικρά χαντάκια του γίνονταν λιμνοῦλες, ὅπου ἔπλεαν τά χάρτινα καραβάκια μας, ἐνῶ τά μεγάλα κρυψῶνες.
Εἶπα νά σᾶς ξεχάσω μνῆμες ἐκείνων τῶν χρόνων, ὅπου ἡ φτώχεια θέριζε τούς ἀνθρώπους σάν ἐπιδημία. Κάποτε μάλιστα, πολύ παλιά, στά φοιτητικά μου χρόνια σκέφτηκα νά γράψω ἕνα μυθιστόρημα μέ τόν τίτλο “Πουερίτια,” πού στά λατινικά σημαίνει παιδική ἡλικία. Εἶχα νά ξεσκεπάσω πολλά θέματα, ἀλλά καλυμένα καθώς ἦταν μέ στρώματα ἄλλων ἐμπειριῶν, σάπισαν καί βρωμοῦσαν. Δέν ἤθελα νά θυμᾶμαι τίποτα. Λείψανα μόνον αὐτῶν τῶν ἱστοριῶν ὑπάρχουν στά γραπτά μου, ὅπως λόγου χάρη ἐκείνη ἡ σκηνή, ὅπου ἕνας μεθυσμένος πατέρας πετάει τό μοναδικό τους καρβέλι στά νερά τοῦ ξεροπόταμου.
Τώρα ἡ νέα φτώχεια σιδερένια καί ἀδυσώπητη, ἀποτέλεσμα μιᾶς ἀπάνθρωπης παγκοσμιοποιημένης βούλησης, ξαναφέρνει στόν νοῦ μου ἐκείνη τήν ἐποχή, ἀποδεικνύοντάς μου ὅμως καί τίς ἠθικές της ἀξίες.
Μίλησα γιά μετανάστες: δέν ἀναφέρομαι φυσικά στούς νοικοκυραίους πού σπρωγμένοι ἀπό τήν φτώχεια ἄλλων πατρίδων ἦρθαν στήν δική μου γιά νά ἐργασθοῦν. Ὄχι αὐτοί εἶναι ἄτομα ἠθικά καί πολύτιμα. Ὅταν μίλησα γιά βρωμιά καί ἀρρώστειες ἀναφερόμουν στούς ἀκάλεστους, πού τρυπώνουν στήν χώρα γιά νά κλέψουν, νά κάψουν, νά βιάσουν καί νά σκοτώσουν.
Γνωρίζω τόν πόνο τῆς μετανάστευσης, δικά μου ἀγαπημένα πρόσωπα ἔφυγαν τότε γιά τήν Γερμανία, θυμᾶμαι πῶς πλημμύριζε ὁ σταθμός τῶν τραίνων ἀπό ἀνθρώπους πού ἤθελαν νά κυνηγήσουν τήν τύχη τους, ἀφοῦ στήν πατρίδα τήν εἶχαν χάσει. Δέν θά λησμονήσω ποτέ τίς στιγμές τοῦ ἀποχαιρετισμοῦ, τά κλάμματα, τά δάκρυα, τό σφύριγμα τοῦ τραίνου, τά ἀγκαλιασμένα σώματα πού χωρίζονταν ξαφνικά σάν νά τά χτύπησε κεραυνός, καί τήν φωνή τοῦ Στέλιου Καζαντίδη νά τραγουδᾶ, “Μανούλα θά φύγω μήν κλάψεις γιά μένα” ἐνῶ τήν ἴδια στιγμή ἔκλαιγαν πολλές μανοῦλες πού χωρίζονταν ἀπό τά παιδιά τους.
Σήμερα ἴσως αὐτά νά φαίνονται γλυκερά καί μελοδραματικά. Τότε ὅμως, ὅπου δέν ἦταν πολύ ἀνεπτυγμένες οἱ συγκοινωνίες καί οἱ ἀποστάσεις φάνταζαν τεράστιες, δέν ὑπῆρχε ἐπαρκής γνώση τῶν ἄλλων χωρῶν καί τοῦ πολιτισμοῦ τους, καί ἡ τεχνολογία δέν μᾶς ἔδωσε κινητά τηλέφωνα καί Scype, ὅλα ἔμοιαζαν κουραστικά καί μακρόσυρτα.
Στά ρωσικά μυθιστορήματα τοῦ περασμένου αἰώνα ἡ τρόικα ἦταν μία ἅμαξα μέ τρία ἄλογα. Ὅσοι διάβασαν τέτοια μυθιστορήματα, γνωρίζουν τήν ἐξυπηρέτηση αὐτοῦ τοῦ ὀχήματος μέσα στά παγωμένα ρωσικά βράδια. Τώρα τρόικα ἔχουν ὀνομάσει οἱ ἕλληνες δημοσιογράφοι τούς τρεῖς ὑπαλλήλους τοῦ Διεθνοῦς νομισματικοῦ ταμείου, οἱ ὁποῖοι ἐπισκέπτονται τήν πατρίδα καί σάν δυνάστες κατοχῆς ἐπιβάλλουν κουρέματα σέ μισθούς καί συντάξεις, διαιωνίζουν τήν ἀνεργία, ἐξαναγκάζουν τίς ἐπιχειρήσεις νά κλείσουν καί νά γεμίσει ἡ χώρα μέ κίτρινα χαρτιά, κίτρινα τοῦ μίσους καί τῆς ἀνέχειας, ἐνοικιάζεται καί πωλεῖται. Συνεχῶς ἡ ὑπενθύμιση πώς ἐνοικιάζεται ἤ πωλεῖται ἀλλά δυστυχῶς χωρίς ἀνταπόκριση. Ἡ μανία μέ τήν ὁποία χτυπιέται ἡ μεσαία τάξη, ὁ ὑγιέστερος κορμός τῆς κάθε οἰκονομίας εἶναι πρωτοφανής.
Οἱ ἐφημερίδες σέ τρελαίνουν μέ ἀντικρουόμενες εἰδήσεις, τά τηλεοπτικά κανάλια βομβαρδίζουν τόν ὕπνο σου, οἱ προφητεῖες πού κατά καιρούς ἐμφανίζονται σέ ἀφήνουν ἄναυδο. Ἀλίμονο, κι ἄν ὅλα αὐτά τά ἀποφύγεις γιά νά ἡσυχάσεις, τότε μιά ἄλλη ἀνησυχία, ἄυλη καί μεταφυσική σέ κατατρομάζει πώς ἀπέχοντας ἀπό ὅλα τά γιγνόμενα, θά βρεθεῖς στόν πάτο τῆς ἀβύσου. Ἡ παθητική θέαση τῶν γεγονότων εἶναι πιό θανατηφόρα καί ἀπό τήν μικρότερη δράση. Γι’ αὐτό καί ἡ “Πουερίτια” τῆς ζωῆς μου προκάλεσε τόση ἐνοχή, ὥστε ἔκρυψα σέ ληθαργώδη κατάσταση τούς πένητες καί τούς δυστυχεῖς τῆς γειτονιᾶς μου.
Ἀπό τά πρῶτα πού καταλαβαίνεις μέ τό πέρασμα τῆς ἡλικίας εἶναι τό θέμα τοῦ μεγέθους. Ὅταν ἤμασταν παιδιά λόγου χάρη καί θέλαμε νά κάνουμε βάπτιση ἤ γάμο στά παιχνίδια μας πηγαίναμε σέ ἕνα λησμονημένο καί θεόκλειστο ἐκκλησάκι τῆς περιοχῆς, μέ τό ὄνομα Ἁγία Τριάς. Βεβαίως δέν εἴχαμε ἰδέα περί τῆς ἀληθινής Ἁγίας Τριάδος καί νομίζαμε πώς ἦταν ἁπλῶς τό ὄνομα μιᾶς ἁγίας, τῆς Τριάδος, ὅπως λέμε ἀγίας Αἰκατερίνης κλπ. Ὁ δρόμος γιά τό ἐκκλησάκι ἦταν μακρύς καί κουραστικός γιά τά ποδαράκια μας. Ἔτσι τότε νόμιζα πώς ἡ φτώχεια περικλειόταν στήν γειτονιά μου καί ἴσως σέ μερικές ἄλλες γειτονιές, ἀλλά τώρα καταλαμβάνει βαθμηδόν ὅλους τούς χάρτες τοῦ κόσμου. Οἱ πένητες πλημμυρίζουν τήν γῆ, οἱ ἄστεγοι πολλαπλασιάζονται,οἱ ἄρρωστοι πληθαίνουν.
Ποιόν νά πρωτοπρολάβεις; ποιόν νά πρωτοσυντρέξεις;
Ὅλα μεγάλωσαν τώρα πού μεγάλωσα κι ἐγώ, βρίσκονταν σέ διαρκῆ μεγέθυνση μέχρι νά μᾶς καταπιοῦν. Μέ τήν ἡλικία διαστέλλονται καί ὡρισμένες συναισθηματικές καταστάσεις. Τά ἐρωτικά ποιήματα λόγου χάρη ἤ τραγούδια πού ὄντως ἔχουν ἀντικείμενο τό ἐρώμενο πρόσωπο, μέ τήν ἡλικία μας γίνονται παν-συναισθηματικά, θά ἔλεγα, καί ἀπευθύνονται σέ ὁποιοδήποτε ἀγαπημένο πρόσωπο. Ἔτσι ἕνας ἐρωτικός στίχος “θά λείπεις καί φυσάει ἀπ’ τήν μεριά πού λιγοστεύω”1 θά ταίριαζε πολύ στήν κοίμηση τῆς μητέρας μου, ἤ τό τραγούδι “μετά ἀπό σένα ποῦ, πές μου νά πάω ποῦ”2 θά μέ συντρόφευε στόν θάνατο της.
Κάποτε ἕνας ἀγαπημένος φίλος καί νευρολόγος μοῦ εἶπε πώς πάσχω ἀπό τό σύμπλεγμα τοῦ Ναζωραίου. Τώρα ξέρω πώς καί νά πάσχω κανέναν δέν ὠφελῶ, εἶναι πάμπολλοι οἱ φτωχοί αὐτοῦ τοῦ αἰῶνος, πῶς νά βοηθήσω ἐγώ, ἀφοῦ ὁ ἴδιος ὁ Ναζωραῖος δέν μπόρεσε νά κλείσει τήν αἱματορροοῦσα πληγή τοῦ κόσμου;
Κι ὅμως, κι ὅμως…λέγεται πώς ὁ ἄνθρωπος εἶναι τό σύμπαν. Ἔτσι βοηθώντας ἀκόμη καί ἕναν ἄνθρωπο, κάτι προσφέρεις στό σύμπαν.
Τώρα διεξάγεται ἕνας κρυφός πόλεμος, ἄγνωστος, χωρίς θανατηφόρα ὅπλα. Βρισκόμαστε κάτω ἀπό τά ἀλληλοσυγκρουόμενα σενάρια σχετικῶς μέ τήν χρεωκοπία τῆς χώρας. Ἡ ἐπιβεβλημένη λιτότητα ξεπερνᾶ τούς ὀβολούς μας. Τά πρόσωπα τῶν θυτῶν μας παραμένουν σκοτεινά καί ἀγνώριστα. Ὁ κακοποιός πού σκηνοθετεῖ τίς ὀλέθριες σκηνές εἶναι ἀφανής. Καί μήν φανεῖ ἀνόητο, μοιάζει μέ τήν περιγραφή τοῦ Ἀντίχριστου. Γι’ αὐτόν κι ἄν δέν χύθηκε μελάνι… Οἱ ὀπτασίες τοῦ ἐν Πάτμω Ἰωάννη δημιούργησαν ἕνα ἀπό τά σπανιότερα τέρατα. Ματαίως ἡ θεολογική μου γνώση προσπαθεῖ νά μοῦ ὑπενθυμίσει τίς σχετικές γιά τήν Ἀποκάλυψη ἑρμηνεῖες, δίνοντας ἀρκετά ὀνόματα πού συμπλέουν μέ τόν θηριώδη ἀριθμό 666. ‘Εγώ μπροστά σέ αὐτά πού βλέπω νά εἶναι καί νά ἔρχονται, γίνομαι ἡ νεαρή κοπέλα πού καθισμένη στό πεζούλι ἑνός μοναστηριοῦ διαβάζει τό φυλλάδιο πού τῆς ἔδωσαν οἱ καλόγεροι. Τά περιγραφόμενα καί τρομακτικά τῆς φυλλάδας, πού φαίνονταν τότε ἀνυπόστατα καί παραμυθώδη, τώρα ἀποκτοῦν ὑπόσταση. Οἱ φοβερές ἰδέες καί τά δολοπλόκα σχέδια πραγματοποιοῦνται, οἱ ὑπηρέτες τοῦ Μεγάλου Κακοποιοῦ ἐνσαρκώθηκαν.
Ὅλα ἔγιναν σιωπηλά καί ἀθόρυβα, “ἀνεπαισθήτως,”3 ὅπως ἔγραψε ὁ Καβάφης. “Σοφοί δέ προσιόντων” λέγει σέ ἄλλο του ποίημα, ἀλλά ἐγώ, χωρίς νά εἶμαι σοφή, πρόσεξα τήν μυστική βοή τῶν πλησιαζόντων γεγονότων… τήν αἰσθάνθηκα, γιατί ὑπῆρξα ἕνα θύμα ἐκείνου τοῦ καιροῦ λόγω τῆς πατριδολατρίας μου.
Ξαφνικά ἄρχισε ἕνα φοβερό καί ὑποχθόνιο κατηγορητήριο ἐναντίον τῆς Ἑλλάδος καί αὐτῶν πού τηροῦσαν τίς ἑλληνικές ἀξίες. Στά Γράμματα, στήν λογοτεχνία προβάλλονταν βιβλία πού ὑπονόμευαν τήν πατρίδα καί τίς ἀξίες της, ἐνῶ ἐπέπλευσαν σάν σαπισμένα φυτά ἄνθρωποι ἀνώριμοι, ἀτάλαντοι σχεδόν καί χωρίς ὅραμα. Μαῦρο, κρυφό χρῆμα ἔρρεε παρασύροντας ἀνθρώπους χωρίς ἠθικά στηρίγματα. Ὁ Ἕλληνας τότε φόρεσε τό χειρότερο προσωπεῖο. Αγόραζε σπίτια, γλεντοῦσε, εἶχε τρία καί τέσσερα αὐτοκίνητα κάθε οἰκογένεια, τά παιδιά μεγάλωναν μαμόθρεφτα σάν πρίγκιππες στίς ἀπολαβές, ἀλλά ἄσχετα παιδείας καί εὐγένειας. Ἡ διδαχή τῆς ἱστορίας ἀνατράπηκε, πληρωμένοι καί μισθωτοί τοῦ ψεύδους ἀλλοίωναν μέ ὕφος βαρυσήμαντο τά γεγονότα εἰς βάρος τῆς Ἑλλάδος. Θυμᾶμαι μέ πόση ἐπιμονή καί θόρυβο προσπαθοῦσαν νά ἀποδείξουν πώς τό “Κρυφό Σχολειό” ἦταν ἱστορικῶς ἀνυπόστατο, λησμονώντας πώς αὐτή ἡ ἰδέα θέρμαινε τίς ψυχές τῶν Ἑλλήνων χρόνια τώρα, ὄχι σάν κτίσμα ἀλλά σάν πυρφόρα λαμπάδα στά σκοτάδια τῆς σκλαβιᾶς. Προσπαθοῦσαν νά τσακίσουν τήν ὡραιότερη, μαθηματική καί λογική γλώσσα τοῦ κόσμου. Ἀφοῦ κατέταξαν τά ἑλληνικά στίς μικρές γλῶσσες λόγω πληθυσμοῦ, πελεκοῦσαν μέ μανία τά πιό ὄμορφα στοιχεῖα τῆς γλώσσας: τόν πολυτονισμό, μεγίστη ἀπόδειξη γιά τήν προφορά καί τήν μουσικότητα της γλώσσας, τήν κατάργηση τῆς μετοχῆς, τῆς θαυμάσιας γενικῆς τῶν τριτοκλίτων, τό τελικό ν στήν αἰτιατική, πού μετέτρεπε τά ἑλληνικά σέ ἀρμένικο ἰδίωμα, τό σύντροφο λόγου χάρη, τή φίλη καί ἄλλες ἀνοησίες. Ισοπέδωσαν τήν κατάληξη ως ὅλων τῶν ἐπιρρημάτων κάνοντάς τα νά μοιάζουν μέ οὐδέτερα ἐπιθέτων, καί λόγω φωτοσύνθεσης δῆθεν ἄλλαξαν τόν ἱστορικό μας συλλαβισμό, χώριζαν τήν λέξη σέ ντε, γκε, μπε, λές κι ἄρχιζε καμιά ἑλληνική λέξη μέ αὐτά τά βαρβαρικά συμπλέγματα. Ἴσως μέ τήν ἐξοικείωση αὐτοῦ τοῦ συλλαβισμοῦ νά μᾶς ἔσπρωχναν στό λατινικό ἀλφάβητο. Μεταγλώττισαν μεγάλους συγγραφεῖς καί αὐτός ὁ ὑπέροχος Παπαδιαμάντης δέν ἀναγνωρίζεται πλέον στά σύγχρονα ἑλληνικά. Ξεχνοῦν ὅμως πώς ἐμεῖς, οἱ προηγούμενες γενιές, διαισθανόμασταν τήν ἀνεμόεσσα γλώσσα τοῦ Παπαδιαμάντη ἀπό τά δεκατρία μας χρόνια, καί τήν ἐννοούσαμε πλήρως.
Οἱ περισσότεροι λόγιοι καί καθηγητές δέν ἀντιδροῦσαν σέ αὐτές τίς ἀλλαγές, οἱ λεγόμενοι ”προοδευτικοί'” πανηγύριζαν γιά τήν ἐπερχόμενη παγκοσμιοποίηση, κι ὅσοι ἀντιδροῦσαν ἦσαν ἐκ προοιμίου, ἀκροδεξιοί καί φασιστικά στοιχεῖα. Ἡ Ἑλλάδα κοιμόταν… Ἡ Ἑλλάδα νωχελική ἀδρανοῦσε. Ἤμασταν σάν ὑπνωτισμένοι λές καί τεράστια φύλλα τῆς μήκωνος ἔπεφταν ἀπό τόν οὐρανό προκαλώντας μας ὑπνηλία. Εἶμαι βέβαιη πώς μᾶς χρησιμοποιοῦσαν σάν πειραματόζωα.
Ἄκουσα τόν πρῶτο ἦχο τῆς ἐπερχόμενης καταστροφῆς ἕνα σκοτεινό ἀπόγευμα πού ἐπέστρεφα στό σπίτι μου. Ἀπό μία γωνιά ἦρθε στά αὐτιά μου μιά κραυγή σάν οὐρλιαχτό σκύλου πού προσπαθοῦσε νά σχηματίσει
τήν ἀνθρώπινη λέξη “πεινάω.” Δέν ἐκλιπαροῦσε, οὔρλιαζε. Ἄμαθη νά κυκλοφορῶ στό σκότος, φοβήθηκα κι ἔτρεξα. Κάτω ἀπό τήν λάμπα τοῦ Δήμου συνειδητοποίησα τό συμβάν. Ἐπέστρεψα ντροπιασμένη στό σημεῖο τοῦ οὐρλιαχτοῦ, ἀλλά ὁ δυστυχής ἔλειπε. Δέν ἤξερα ἄν ἦταν αὐτό μία σκηνή ἀπό τά ἐπερχόμενα γεγονότα ἤ ψευδαίσθησή μου. Τώρα ξέρω, γιατί ἀργότερα ἀρκετοί ἄνθρωποι μέ σταμάτησαν στόν δρόμο καί μοῦ ζητοῦσαν νά φᾶνε. Καί εἶδα ἰδίοις ὄμμασι ἀνθρώπους νά ψάχνουν στά σκουπίδια γιά κάτι φαγώσιμο.
Ἄρχισε ὁ πόλεμος τῶν νεύρων καί ἡ ἀπειλητική ἐκκρεμότητα πού μαράζωνε τόν ψυχισμό μας. Θά χρεωκοπήσουμε ἤ ὄχι; θά παραμείνουμε στό κοινό νόμισμα ἤ θά ἐπιστρέψουμε στό ἐθνικό; Μακάρι νά συμβεῖ τό δεύτερο, νά ξαναπιάσουμε στό χέρι τήν δραχμή τῶν τριῶν χιλιάδων χρόνων μας, τό οἰκεῖο νόμισμα, τό ἐθνικό, μέ αὐτό θά εἴχαμε ἴσως λιγώτερα χρήματα ἀλλά θά ἦταν μέγα ὄφελος ἡ ψυχική μας ἀνεξαρτησία. Τώρα μᾶς ἔβαλαν σέ μιά χοάνη καί μᾶς ἐμπαίζουν, ὅπως ὁ Γκιούλιβερ τά ἀνθρωπάκια του, μᾶς τυραννοῦν μέ τήν ἀνέχεια, τήν καθημερινή φτώχεια καί τήν αὐξανόμενη ἀνεργία.
Ἀπέφυγα νά γράψω τήν “Πουερίτια,” τήν παιδική ζωή, καί λησμονώντας τα ὅλα, κατέφυγα στήν ἀναζήτηση τοῦ θεοῦ, τοῦ ὄντως ὄντος. Νόμιζα πώς πέρασαν ὅλες οἱ κοινωνικές πληγές γιά τόν τόπο μου. Κι ὅμως προχθές πού ἔκανε παγωνιά καί πῆγα νά ἀνάψω ἕνα κερί στό ἀγαπημένο μου ἐκκλησάκι μοῦ εἶπε ἡ νεωκόρος, “ἄχ φτώχεια καί κρῦο.” Ἀμέσως θυμήθηκα τό τραγούδι κάποιας παλιᾶς γειτόνισσας, νεκρῆς τώρα πού ἔντυνε τό ἀγόρι της μέ παλτό καμωμένο ἀπό τήν χλαίνη τοῦ πατέρα του,”ἦρθε ὁ χειμώνας κι ὁ κοσμάκης τἄχει χάσει/ καί παλτουδιά καινούργια θέλει νά ἀγοράσει…”
Ὄντως ὁ κοσμάκης τά ἔχει χαμένα, τόν τρέλαινε ὁ φόρος, τά ἀδικαιολόγητα χαράστια, φοβόταν πώς δέν εἶχε πλέον νά πληρώσει, πάγωνε στήν σκέψη πώς θά τοῦ ἔκοβαν τό ἠλεκτρικό ρεῦμα, ἔβλεπε πώς κάθε σχεδόν τρίμηνο πού κατέφθανε ἡ τρόικα τῶν τριῶν ἀνθρώπων καί ὄχι τῶν ἀλόγων, θά μειωνόταν ὁ μισθός του.
Εἶχαν ἀλλάξει τά πάντα. Μέσα σέ δύο χρόνια αὐτοκτόνησαν 1727 ἄνθρωποι, ἐνῶ πάμπολλοι ἔπαθαν κατάθλιψη. Τά πρόσωπα τῶν ἀνθρώπων μαρτυροῦν τόν καημό τους, φαίνονται σκεπτικά καί θλιμμένα, μολονότι ὅλοι ἀπαντᾶμε “καλά” στήν ἐρώτηση “πῶς εἶσαι,” καί ὅλο παρηγοριόμαστε, “χαμογελᾶστε, νά μήν χάσουμε τήν αἰσιοδοξία μας” λέμε, σάν νά θέλουμε νά σχηματίσουμε μιά μεγάλη θετική ἐνέργεια.
Ναί, τό ξέρω πώς δέν ὑποφέρει μόνον ἡ Ἑλλάς ἀλλά ὅλος σχεδόν ὁ κόσμος. Τό συμμερίζομαι, παρακολουθῶ καί ὑποφέρω γι’ αὐτό ἀλλά κακά τά ψέμματα, εἶχε δίκιο ὁ Νίτσε γράφοντας πώς κάθε γυναίκα τό δικό της μόνον παιδί κυοφορεῖ. Ἑπομένως ὁ τόπος μου μέ ἐνδιαφέρει περισσότερο.
Ὅμως τό ὑποχθόνιο σχέδιο τῶν δυναστῶν μας εἶναι ἄλλο. Ἡ συκοφαντία, ἡ ρετσινιά ἐπί τό λαϊκώτερον. Ἔτσι ὁδήγησαν καί ἕναν ἄλλον δυναμικό καί ἱστορικό λαό στά στρατόπεδα συγκεντρώσεων, γιά νά τόν ἐξαφανίσουν ἐν ψυχρῶ.
Ἡ ἱστορία ἄρχισε μέ τήν.. ρετσινιά. Ὁ Ἑβραῖος εἶναι μοχθηρός, ὁ Ἑβραῖος εἶναι ἔμπορος στυγνός, εἶναι παράσιτο, εἶναι κλέφτης λαῶν, εἶναι μισαλλόδοξος, φθονερός κα.. Λέγε λέγε κάτι μένει. Μέ τά χρόνια καί τούς αἰῶνες ἡ ρετσινιά μεγάλωσε σάν ψηλό ὄρος, καί ὁ ἑβραῖος ἔγινε ὁ μοναδικός διάβολος γιά τά δεινά τοῦ κόσμου.
Ἄν ἔγραφα τήν Πουερίτια θά ἀνέφερα πώς τήν Μεγάλη Πέμπτη τοῦ Πάσχα, τραγουδούσαμε μικρά παιδιά γιά τούς ἄνομους Ἑβραίους, τούς τρισκαταραμένους, καί βλέπαμε μέ δέος τό ὁποιοδήποτε βαρέλι, γιατί ἐκεῖ μέσα ἔβαζαν καρφιά, τρυποῦσαν τά παιδικά κορμιά οἱ μισεροί καί ἔπιναν τό αἶμα τους. Ὅμως οἱ Ἑβραῖοι δέν ἅρπαξαν τίς πατρίδες μας, ἀλλά ἀπάτριδες, κυνηγημένοι καί δυστυχεῖς (μέχρι νά συγκροτήσουν τήν δική τους χώρα μετά ἀπό αἰῶνες) ζοῦσαν περιθωριακῶς μέ μοναδικό τους στόχο τήν ἐθνική τους συνείδηση καί τήν ἐργασία. Καί ἐπειδή πρόκοβαν ὁπουδήποτε βρίσκονταν, οἱ ἄλλοι ζήλευαν τήν ἱκανότητά τους.
Κάποτε μιά γνώμη τοῦ Γιούνγκ μοῦ ἔκανε ἐξαιρετική ἐντύπωση: ἄν συμπεριφερόμασταν, γράφει, σέ ἕναν φυσιολογικό ἄνθρωπο σάν νά ἦταν σχιζοφρενής, τότε σέ δέκα ἡμέρες θά παρουσίαζε συμπτώματα τῆς ἀρρώστειας. Τό ἴδιο θά συνέβαινε καί ἀντιστρόφως, ὁ σχιζοφρενής θά φαινόταν σάν φυσιολογικός.
Τώρα, ἀφοῦ μᾶς ἔφτασαν σέ ἐπίπεδα πενίας, οἱ ἀνώνυμοι καί ἀόρατοι δυνάστες μας γιά νά συνεχίσουν τήν ρετσινιά ἐναντίον ἑνός ἄλλου θαυμάσιου καί ἱστορικοῦ λαοῦ, κάνουν στατιστικές, ὅπου οἱ Ἕλληνες ἔρχονται πρῶτοι στήν ὀκνηρία, στήν ἀνευθυνότητα, στό ψεῦδος, στήν κλοπή, στήν παχυσαρκία καί σέ ὁτιδήποτε ἄσχημο.
Αὐτός εἶναι ὁ φθόνος γιά τούς ἱστορικούς λαούς, ὅλων αὐτῶν πού ἡ ἱστορία τους ἀρχίζει ἀπό τόν Καρλομάγνο, τό 800 μ. χ.
Εἴπαμε… ἡ ρετσινιά. Ὁπωσδήποτε κάτι θά μείνει. Λέγε, λέγε..
Ἄν ἤμουν Ἑβραία δέν θά ξεχνοῦσα οὔτε θά συγχωροῦσα, διότι καί ὡς Ἑλληνίδα οὔτε ξεχνῶ οὔτε συγχωρῶ.
Στό παρελθόν ὅταν διάβαζα τήν νουβέλα τοῦ Ντοστογιέβσκι, “ἡ Μειλίχια” μίσησα τόν τύπο τοῦ συζύγου της, ὁ ὁποῖος εἶχε ἕνα ἐνεχυροδανειστήριο. Τώρα αὐτά τά μαγαζιά φύτρωσαν παντοῦ σάν παραφυάδες. Οἱ ἄνθρωποι ἀνταλλάσσουν χρυσᾶ κοσμήματα καί οἰκογενειακά κειμήλια γιά λίγα εὐρώ. Αὐτοί μαζεύουν τόν χρυσό ἀκόμη καί ἀπό τό ἀναμνηστικό δαχτυλίδι τῆς μαμᾶς.
Παντοῦ, ἐνῶ τά ἄλλα μαγαζιά κλείνουν, τά ἐνεχυροδανειστήρια θάλλουν. Μόνο στήν λεωφόρο τῆς δικῆς μου συνοικίας ὑπάρχουν ἕξη–ἑπτά.
Ἡ τακτική αὐτῶν τῶν μαγαζιῶν μοῦ θυμίζει τίς κυρίες τοῦ φιλοπτώχου ταμείου, οἱ ὁποῖες κατέφθαναν στά δημόσια σχολεῖα, καμαρωτές σάν πάπιες καί περήφανες σάν νά τροφοδοτοῦσαν ὁλόκληρο τό Σύμπαν, καί φώναζαν μέ ἀδιακρισία τό ὄνομα τοῦ ἀπόρου μαθητῆ ἐνώπιον τῶν συμμαθητῶν του, πληγώνοντας ἔτσι τήν ὑπερηφάνειά του.
Μνημόνιο, νά μία λέξη πού τρύπωσε στήν καθημερινότητά μας γιά νά μᾶς τρομάζει. Καί τί σημαίνει ἡ λέξη; αὐτό πού ὑποβοηθᾶ τήν μνήμη. Ποιά μνήμη λοιπόν; τοῦ ἐπονείδιστου χρέους. Δέν καταλάβαμε περί τίνος ἐπρόκειτο. “Ἀνεπαισθήτως” μᾶς ἔκλεισαν ἔξω ἀπό τόν κόσμο. Οἱ Ἕλληνες πληγώνονται, αὐτοκτονοῦν, πεθαίνουν ἄστεγοι ἀπό τό κρύο, λιγοστεύουν οἱ καταθέσεις τους στίς τράπεζες ἀπό τά δυσβάσταχτα χαράτσια, καί ἐνῶ πληρώνουν, πληρώνουν ἀτελείωτα, τό χρέος ξεπηδᾶ ἀπειλητικό σάν ἀπό μυθική λίμνη, ἀπό ὅπου φυτρώνουν τά καινούργια κεφάλια τῆς Λερναίας Ὕδρας. Σατανικοί ἐγκέφαλοι μέ ὄργανο τούς δικούς μας πολιτικούς χρησιμοποιοῦν σάν πειραματόζωο τήν Ἑλλάδα μέ σκοπό νά τήν ἀφανίσουν, γιά νά κλέψουν τόν γεωφυσικό της πλοῦτο, νά ληστέψουν τήν εὐλογημένη γῆ της. Ζηλεύουν τήν αἰσιοδοξία μας, τήν καρτερικότητά μας, τόν ἥλιο μας, τήν θάλασσα, τά ἀρχαῖα μας μνημεῖα. ‘Από τόν καιρό πού ἤμουν φοιτήτρια, διάβαζα στό μάθημα τῆς φιλοσοφίας θεωρίες τῶν γερμανῶν λογίων γιά τήν αἰτία τοῦ ἑλληνικοῦ θαύματος. Τό ἀπέδιδαν στό εὐνοϊκό τοῦ τόπου καί τοῦ χρόνου, στήν εὐτυχισμένη ἐποχή τῶν μεγάλων Ἑλλήνων διανοητῶν. Αὐτό τό εὐνοϊκό τοῦ τόπου σχεδίαζαν χρόνια πρίν, καί τώρα θεωροῦν πώς ἔφθασε ὁ εὐνοϊκός χρόνος γιά νά μᾶς τό κλέψουν. Μνημόνιο, μιά λέξη πού σχετίζεται μέ τήν Μνημοσύνη, τήν θεά πού δόξαζαν οἱ ὀρφικοί μύστες, τήν μητέρα τῶν ἱερῶν, γλυκόφωνων Μουσῶν, αὐτήν πού συγκρατεῖ τόν νοῦ μέ τήν ψυχή συντροφιασμένο.
Οἱ πολιτικοί μας, φυσικά ὄχι ὅλοι ἀλλά οἱ περισσότεροι, πού δέν ἔχουν καμία σχέση μέ τίς γνῶμες τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Σωκράτους, ἄρχουν καί στηρίζουν τό μνημόνιο.
“‘Μᾶλλον ἀδικεῖσθαι ἤ ἀδικεῖν” ἤ ” ὁ ἀληθινός ἄρχων οὐ πέφυκε τό αὐτῶ συμφέρον σκοπεῖσθαι ἀλλά τό τῶ ἀρχομένω,” ἔγραφε ὁ μέγας φιλόσοφος.
Ἀλήθεια ἔχουν σχέση τά ρηθέντα μέ τούς πολιτικούς μας, πού νοιάζονται μόνον γιά τό δικό τους συμφέρον; Οὔτε μία γενναία κίνηση τους, οὔτε μία, νά προσφέρουν λόγου χάρη τούς μισθούς τους γιά τρεῖς μῆνες καί νά σώσουν δεκάδες ἄστεγους καί πεινασμένους. Ὄχι, ὅλα τά περιμένουν ἀπό τόν λαό, τόν ταλαίπωρο ἀλλά καί τόν ἠλίθιο πού τούς ἐκλέγει. Ἀλλά καλά παθαίνει, γιατί ξεχνᾶ τήν γνώμη τοῦ Σωκράτους πώς ἡ ἀληθινή πολιτική εἶναι ἐπιστήμη καί χρειάζεται παιδεία. Εἶναι διδακτή, ὅπως ἡ ἀρετή. Ὁ λαός πολλές φορές ψηφίζει λαμπερά ὀνόματα, ἄσχετα μέ τήν πολιτική παιδεία, ὅπως ὁ φτωχόκοσμος τῆς γειτονιᾶς μου λαχταροῦσε νά δεῖ τά πλουμιστά ἔργα μέ τήν ζωή τῆς αὐτοκράτειρας Σίσσυς.
Ἡ ζωή μας πλέον ὁρίζεται ἀπό ὡρισμένες λέξεις: φόροι, χαράτσια, τρόικα, μνημόνιο, χρεωκοπία, ἀγορές, τράπεζες, οἶκοι ἀξιολόγησης. Ἀποτέλεσμα: ἡ Ἑλλάδα πάντα ὑπερχρεωμένη, πάντα στήν πλάστιγγα ἄν θά φύγει ἤ ὄχι ἀπό τό εὐρώ καί τήν εὐρωζώνη. Μᾶς σπᾶνε καθημερινά τά νεῦρα χρησιμοποιώντας μας σάν ἀθύρματα. Ξένοι κυβερνῆτες ἀποφασίζουν γιά ἐμᾶς καί δικοί μας ἄρχοντες–ἐφιάλτες χορεύουν στόν ρυθμό τους. Κάθε Ἕλληνας πιστεύω πώς γιά νά ἐπιβιώσει ψυχοσωματικῶς, συγκρίνεται μέ τά χειρότερα καί λέγει Δόξα τῶ Θεῶ.
Αὐτές τίς ἡμέρες διαβάζω τό βιβλίο τοῦ Βαρλάμ Σαλάμωφ, πού ἔφτασε μέ σαράντα χρόνια καθυστέρησης στήν Ἑλλάδα, καί φέρει τόν τίτλο “Ἱστορίες ἀπό τήν Κολιμά.” Πρόκειται γιά τό ἄγριο, σταλινικό στρατόπεδο πού φιλοξενοῦσε τούς ἐχθρούς τοῦ λαοῦ, κατά τήν γνώμη τοῦ δικτάτορα, τῶν ὁποίων τό σφάλμα ἦταν μηδαμινό καί δυσανάλογο τῆς τιμωρίας. Ἡ ποινή βαριά, εἴκοσι χρόνια καί πάνω. Ὁ συγγραφεύς, πού ἦταν κρατούμενος στό στρατόπεδο, περιγράφει μέ μιά γλώσσα δίχως πάθος τά πάνδεινα πού συνέβαιναν ἐκεῖ. Οἱ κρατούμενοι ἐργάζονταν σέ ἄθλιες συνθῆκες καί σέ θερμοκρασία πενήντα κάτω ἀπό τό μηδέν.
Διαβάζοντας μακάριζα τόν ἑαυτό μου πού δέν ἤμουν κρατούμενη στήν Κολιμά ἤ ἐρωμένη τῶν ἐκεῖ κακοποιῶν, γιά τούς ὁποίους ὁ Σαλάμωφ ἀφιερώνει ἰδιαίτερα κεφάλαια.
Ἀργότερα ἔμαθα πώς στό στρατόπεδο τῆς Κολιμά πέθαναν καί 20000 Ἕλληνες, θύματα τῆς σταλινικῆς κτηνωδίας.
Σέ ὅποια ἱστορική περίοδο προσέτρεχα ἔβλεπα πολέμους, βασανιστήρια, αἶμα, πεῖνα καί δίψα. Οἱ ἐξουσίες γίνονται πάντα τυραννικές, ὁ μικρός ἄοπλος ἄνθρωπος πληρώνει.
Καλό καί κακό σφιχταγκαλιασμένα σάν ἀδέρφια, πού ἔτρεφαν διπολικά αἰσθήματα, ὑπῆρχαν σέ ὅλο τό ἱστορικό φάσμα. Ἡ ἀλήθεια εἶναι πώς ἡ παρηγορία κρατοῦσε μερικά δευτερόλεπτα, διότι τό ζέον παρόν ἀκύρωνε τά πάντα. Ἡ κάθε ἀνθρώπινη ζωή συνδέται ἀπολύτως μέ τό παρόν της. Κι αὐτό σήμερα σπαράζει.
Δυστυχῶς τό συμπέρασμα ἀπό τήν ἀνθρώπινη ἱστορία φανερώνει πώς φονιάς καί πολεμοχαρής, ἀδίστακτος, ἄπληστος καί αἱμοδιψής εἶναι πάντα ὁ ἄνθρωπος. Καί θύμα πάντα αὐτός. Ὅλα εἶναι αὐτός, τό ταπεινό δημιούργημα, τό χειρότερο ἀπό ὅλα τά ζῶα, πού δέν αἰσχύνεται καί δέν νιώθει δέος μπροστά στά μεγαλειώδη σύμπαντα καί στόν δημιουργό ὅλων τῶν κτισμάτων. Καί ἄθεος νά εἶναι, θά πρέπει νά ντρέπεται μπροστά στήν σοφία τῆς φύσης.
Σήμερα, ὅπως καί στά παρελθόντα, αὐτοί πού δέν λογαριάζουν τό θαῦμα τῆς ζωῆς, βασανίζουν τούς ἄλλους ἀνθρώπους.
Γράφω γιά θέματα γνωστά, χιλιοειπωμένα, ἀμπελοφιλοσοφίες, ἀλλά σωστά. Μήπως δέν εἶναι καθημερινό καί τό φῶς τῆς ἡμέρας ἀλλά τόσο ἀπαραίτητο;
Στήν ἐποχή τῆς Πουερίτιας ὑπῆρχε ἀλληλεγγύη ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους. Θυμᾶμαι πώς ὅταν πάθαινε καρδιακή κρίση ἡ κυρά Ὄλγα, σέ κλάσμα δευτερολέπτου βρισκόταν ἡ ἐνέση καί ὁ ἄνθρωπος πού θά τήν ἔκανε. Δέν θά ξεχάσω πώς ὅλη ἡ γειτονιά συντροφευμένη πήγαινε τήν Καθαρά Δευτέρα στήν Καλοπούλα τοῦ Ὑμηττοῦ, πεζῆ, ὁλόκληρο καραβάνι νά διασκεδάσει καί νά μοιραστεῖ τά φαγώσιμα. Καί ὅταν ἀπό τόν χωματόδρομο τῆς γειτονιᾶς μου περνοῦσε ἄρρωστος, συνήθως ἐπιληπτικός, ὅλοι ἔβγαιναν νά τόν συνδράμουν.
Τό πρόσωπο πού θαύμαζαν στήν ἐποχή τῆς Πουερίτιας ἦταν τοῦ φοιτητῆ, κοσμημένο μέ φωτοστέφανο. Τό ὄνειρο κάθε οἰκογένειας ἦταν οἱ σπουδές τοῦ παιδιοῦ καί ἡ κατοχύρωση τοῦ μέλλοντός του μέ ἕνα πτυχίο.”Νά ἔχει τό πτυχίο του,” ἔλεγαν, “νά μήν πεινάσει.” Δέν μποροῦσαν νά φαντασθοῦν πώς θά ἔφτανε μιά μαύρη ἐποχή, ὅπου πτυχία, μεταπτυχιακά καί δοκτοράτα, θά ὠχριοῦσαν μπροστά στήν καταιγιστική, ψυχοφθόρα ἀνεργία.
Τώρα πού ὁ Ἕλληνας πέταξε τό προσωπεῖο πού τοῦ φόρεσαν, γιά νά τόν ἐκμαυλίσουν μέ τήν ἐπίπλαστη εὐημερία, ἀποκαλύπτει τό ἀληθινό του πρόσωπο, ἀλληλέγυο καί φιλότιμο. Ἡ Ἑλλάδα πετᾶ τά σαπισμένα φύλλα της καί ὀρθώνεται δένδρο ἀειθαλές, δικαιώνοντας τό πατριωτικό ἐμβατήριο πώς ποτέ δέν πεθαίνει, λίγες μόνον στιγμές ξαποσταίνει καί ξανά πρός τήν δόξα τραβᾶ. Εἶναι ἐλπιδοφόρο νά παρατηρεῖ κάποιος πώς ἡ πατρίδα ξαναγυρίζει στίς δυνατές της ἀξίες, στίς ρίζες της καί οἱ ἄνθρωποι φρουροί καί μαχητές τήν προστατεύουν. Τό σύνθημα ἔπεσε: δέν θά χάσουμε τήν αἰσιοδοξία, τήν ἀξιοπρέπεια καί τό χαμόγελό μας.
Ξεφύτρωσαν κοινωνικά παντοπωλεῖα, συσσίτια, ἰατροί τοῦ κόσμου, δωρεάν φάρμακα, ἀλληλέγυα ἐμπόρια, στέγες γιά ἄστεγους, τροφές γιά πεινασμένους. Τό διαδίκτυο γέμισε Ἑλλάδα, τό ἠλεκτρονικό ταχυδρομεῖο μέ τά πατριωτικά μηνύματα πληροφοροῦσε τούς χρῆστες του γιά τήν ὁλοένα αὐξανόμενη ἀγάπη πρός τήν πατρίδα. Οἱ καλλιτέχνες γίνονται μορφές ἡρωικές, τά θέατρα μέ λιγοστό εἰσιτήριο γεμίζουν, οἱ ζωγραφικές ἐκθέσεις πληθαίνουν, παραστάσεις δίνονται στούς δρόμους πρός τέρψιν τῶν φτωχῶν, πλούσιοι καί φιλότιμοι συμπατριῶτες μας ἐπιστρέφουν μέ τίς χρηματικές τους καταθέσεις, ὁ πατριωτισμός τοῦ ἔθνους πού στήν τελευταία τριακονταετία χτυπιόταν δίχως ἔλεος, ξαναβρίσκει τήν παλαιά του αἴγλη. Οἱ Ἕλληνες ἀγαποῦν τήν πατρίδα τους καί θά τήν ὑπερασπισθοῦν μέ νύχια καί δόντια.
Αὐτό τό γνωρίζω, αὐτό τό πιστεύω. Ἀπό μία οὐράνια διαίσθηση, ὅπως τό πίστευα καί παιδί στήν ἐποχή τῆς Πουερίτιας, ὅταν ἀναρριγοῦσα μέ τήν εἴδηση πώς θά ἔρθει ἐπίσκεψη στήν πατρίδα ὁ Γρίβας Διγενής, πού τόν μπέρδευα μέ τόν Διγενή ‘Ακρίτα. Παιδιά τοῦ Δημοτικοῦ ἤμασταν καί λαχταρούσαμε τήν ἕνωση μέ τήν Κύπρο, κι ἐγώ, ὁ σκηνοθέτης καί συγγραφεύς τῆς παιδικῆς μας συντροφιᾶς, ἔπαιρνα κρυφά τά ἄσπρα σενδόνια τῆς μητέρας μου, ντυνόμουν Ἑλλάδα καί ἡ Γιωργίτσα Κύπρος, καί μπροστά τούς μικρούς θεατές λέγαμε μέ πομπῶδες ὕφος τό πλῆρες μελοδραματισμοῦ πατριωτικό ποίημα πού ἔγραψα, καί καταλήγαμε σέ λυγμούς μέ τίς κλητικές προσφωνήσεις: “Μητέρα Ἑλλάδα, Κόρη μου Κύπρος.” Μετά κλαίγαμε ὅλοι, ἠθοποιοί καί θεατές.
Τότε πολλά παιδιά δέν εἶχαν νά πιοῦν γάλα (ἰδίως στίς πολύτεκνες οἰκογένειες) καί εἶχαν γιά ρόφημα τό δενδρολίβανο τοῦ κήπου.
Τί θυμήθηκα πάλι… Χθές μετά τά μεσάνυχτα ἦρθαν στήν μνήμη μου μέ τόση φωτεινότητα καί ἐνάργεια, ὥστε ἔμοιαζαν σάν ἐνσαρκωμένοι, οἱ ἄνθρωποι τοῦ παρελθόντος.
Δέν σοῦ κρύβω, εἰκονικέ μου φίλε, πώς αὐτά τά πρόσωπα τά θεωροῦσα ξεπερασμένα, βαλσαμωμένα στίς ταφικές τους κρύπτες, μή πιστεύοντας πώς θά ἀναστηθοῦν τώρα μέ ἄλλα ὀνόματα καί σέ διαφορετικές συνθῆκες.
Τότε ἀκόμη καί σέ στιγμές πενίας, ὅλα γίνονταν μέ τελετουργικό, σχεδόν μαγικό τρόπο. Ὅλα συμβάδιζαν μέ τόν ἐποχικό χρόνο, γίνονταν κάπως ἀργά, μέ ὡριμότητα, ὅπως κιτρινίζει τό φύλλο τοῦ δένδρου.
Ἡ γειτονιά γέμιζε μέ φωνές πωλητῶν, ἔφτανε ὁ γαλατάς μέ γάλα καί γιούρτι πρόβειο, ὁ κύρ Λάμπης ὁ μανάβης μέ τό ἄλογό του φορτωμένο φροῦτα καί λαχανικά, ὁ παγοπώλης, -ἡ χαρά τῶν παιδιῶν- ἔκοβε τόν πάγο καί πετάγονταν κομματάκια πού ἐκεῖνα τά ἔγλειφαν σάν παγωτό, ὅλα ἦρθαν χθές τό βράδυ, φαντάσματα μιᾶς ἄλλης ἐποχῆς πού ἀφύπνισαν μιά μνήμη, συνοδευόμενη ἀπό χρώματα καί ὀσμές. Εἶδα καθαρά τήν τοπογραφία τῆς συνοικίας μου, σάν νά ἤμουν σέ ἑλικόπτερο, μέ τίς ὁριζόντιες πολυκατοικίες τοῦ φτωχοῦ κόσμου, γιατί ὅσοι εἶχαν κάποια εὐμάρεια, διέθεταν μονοκατοικία μέ κῆπο. Ξαναθυμήθηκα τήν ρυμοτομία τῆς συνοικίας, τόν παραπόταμο τοῦ Ἰλισσοῦ πού πλημμύριζε στίς μεγάλες νεροποντές καταστρέφοντας τά κτισμένα καλυβάκια στίς ὄχθες του, τό λιβάδι μέ τόν βοσκό καί τά προβατάκια του. Ὅλα πτωχἀ καί εἰδυλλιακά.
Περισσότερο ξεχώρισα τόν κύρ Νῖκο, διορθωτή μιᾶς ἀπογευματινῆς ἐφημερίδας πού πάσχιζε νά ταϊσει τήν πολυπληθῆ του οἰκογένεια. Σέ κάποια Χριστούγεννα εἶχε γράψει καί ἕνα διήγημα γιά κάποιον φτωχό πατέρα πού δέν εἶχε χρήματα νά ἀγοράσει τήν κούκλα τῆς βιτρίνας γιά τό παιδί του. Τό διήγημα κοσμοῦσε μιά φωτογραφία τοῦ ἴδιου καί τοῦ κοριτσιοῦ, πού ἔλεγε δείχνοντας τήν κούκλα,” νά αὐτή τήν κούκλα θέλω μπαμπά.” Καί μέσα ἀπό τήν τριμμένη καπαρντίνα, ἔγραφε ὁ κύρ Νῖκος, σπάραζε ἡ καρδιά τοῦ πατέρα.
Μετά εἶδα καί ἄλλους, ἕνα πλῆθος νεκρῶν σέ μιά προσωπική Νέκυια.
Πρόσωπα πού ὑπέφεραν ἀπό τήν φτώχεια ζητοῦσαν νά ἑνώσουν τίς φωνές τους μέ τούς παροντικούς ἐνδεεῖς, γιατί ἔτσι συμβαίνει, εἰκονικέ μου φίλε, τά πρόσωπα καί τά σύμβολα ἀλλάζουν, ἀλλά ὁ ἀνθρώπινος καημός εἶναι πάντοτε ὁ ἴδιος.
Παρηγορία μας ἦταν οἱ φωνές τῶν συγχρόνων φιλελλήνων: ἡ πρώτη φωνή πού ἄκουσα καί συγκινήθηκα ἦταν τῆς Γερμανίδας συγγραφέως καί ἱστορικοῦ Λεονόρας Ζέελιγκ, πού μέ τό βιβλίο της “5 σέντ γιά νά σώσουμε τήν Ἑλλάδα” προτείνει σέ ὁποιονδήποτε εὐρωπαῖο πού θά χρησιμοποιήσει λέξεις μέ ἑλληνική ρίζα νά πληρώνει 5 σέντ. Ἡ πρότασή της ἦταν ἔξυπνη καί εὐγενική, γιατί ἀναγνώριζε τό πνευματικό χρέος τῆς Εὐρώπης πρός τήν Ἑλλάδα. Πολλοί καλλιτέχνες καί πνευματικοί ἄνθρωποι τοῦ ἐξωτερικοῦ ἦταν μέ τό μέρος μας. Ἐνδεικτικά ἀναφέρω τούς καθηγητές τῆς φιλοσοφίας τοῦ Πανεπιστημίου τοῦ Μέτς, Τιερί Φορμέ καί Μαρτέν Στεφένς πού ἔγραψαν πώς ἐδῶ καί 2500 χρόνια ἔχει χρέος ἡ Εὐρώπη πρός τήν Ἑλλάδα, ἀναφέροντας ὅτι τό ὄνομα Εὐρώπη εἶναι ἑλληνικό, ἡ Ἀκαδημία καί τό Λύκειο ἔγιναν στήν μνήμη τοῦ Πλάτωνος καί τοῦ Ἀριστοτέλους, τά παιδιά διδάσκονται ἀκόμη τά θεωρήματα τοῦ Θαλῆ καί τοῦ Πυθαγόρα καί ὁ ἰατρός δίνει τόν ὅρκο τοῦ Ἱπποκράτους. Συμπληρώνουν ἐπίσης πώς ὁ κατάλογος τῶν ἐννοιῶν καί τῶν λέξεων πού ὀφείλουμε στήν Ἑλλάδα εἶναι μακρύς.
Δάκρυσα ὅταν διάβασα πώς κάτοικοι τῆς Νάντης πηγαίνουν στό Δημαρχεῖο τους, γιά νά πολιτογραφηθοῦν Ἕλληνες. Καθημερινῶς διαβάζουμε γιά ξένους πού μᾶς συμπαραστέκονται. Εἶναι μεγάλη παρηγορία αὐτό καί τούς εὐχαριστοῦμε.
Σἠμερα ἄκουσα στίς εἰδήσεις πώς οἱ ἄστεγοι πληθαίνουν, ἔφτασαν στόν ἀριθμό τῶν 20.000. Ἄν θά ἔγραφα τήν Πουερίτια θά ἀνέφερα μόνον δύο περιπτώσεις ἀστέγων. Ὁ ἕνας μοῦ ἦταν ἐντελῶς ἄγνωστος, κι ἄς τόν ἔβλεπα κάθε ἡμέρα νά κοιμᾶται στό παγκάκι ἔξω ἀπό τήν ἐκκλησία. Ἦταν τόσο ἀδύναμος καί ἐξαθλιωμένος, ἀλλά δέν ζητιάνευε ποτέ. Ἀποροῦσα πῶς ἐπιβίωνε. Ὁ ἄλλος ἦταν ἕνας κοινωνικός ἐπαναστάσης καί ἔβγαζε μία φορά τόν μήνα μιά χειρόγραφη ἐφημερίδα. Κάποιος γνωστός του ὁμοϊδεάτης κάλυπτε τά ἔξοδα τῶν φωτοτυπιῶν της. Θυμᾶμαι πώς τόν ἔλεγαν Ρένο καί θεωροῦσε τήν περίπτωσή του ἐξαιρετική. Μοῦ ἔλεγε χαριτολογώντας πώς ἔχει περισσότερα προνόμια ἀπό μένα, διότι ἐνῶ ἐγώ κοιμόμουν στό ἴδιο πάντα κρεββάτι, αὐτός ἄλλαζε συνεχῶς τά καταφύγια τοῦ ὕπνου του, πού ἦταν ἐγκατελειμένα βαγόνια τραίνου ἤ πώς δοκίμαζε ποικιλία σταφυλιῶν πού περιμάζευε ἀπό τίς λαϊκές ἀγορές, ἐνῶ ἐγώ ἔτρωγα μόνον ἕνα εἶδος.
Ἔφτασε πάλι ἡ τροϊκα τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι τῶν ἀλόγων, ἀπειλητική σάν ὄρνεο πάνω σέ ἑτοιμοθάνατο. Ζητοῦν θυσίες ἐνῶ τό ἐπονείδιστο χρέος αὐξάνεται, ἡ οἰκονομική ὕφεση βαθαίνει, πάνω ἀπό ἕνα ἑκατομμύριο οἱ ἄνεργοι, τό δεσμευτικό μνημόνιο ἀπαγορεύει νά ζητήσουμε βοήθεια ἀπό ἄλλες χῶρες. Τί εἴδους λοιπόν ἄνθρωποι εἶναι αὐτοί οἱ κρατοῦντες, πού σταύρωσαν γιά πολλά χρόνια τήν Ἑλλάδα; πῶς τό ὑπέγραψαν, ἐνῶ οἱ περισσότεροι ἀπό αὐτούς δέν τό εἶχαν διαβάσει; Καί ὕστερα οἱ συμβουλές τῶν ξένων, “Ἡ Ἑλλάδα πρέπει νά γίνει ἀνταγωνιστική.”
Πῶς, μέ τί; ποιός θά ἀγοράσει πλέον, ὅταν γίνονται αἱματηρές περικοπές στά στοιχειώδη; ποιός θά καταναλώσει, ριγμένος σέ μιά βαθειά σάν τόν Τάρταρο ὕφεση;
Ἐγώ βρίσκω ὁμοιότητες τῆς σημερινῆς κατάστασης μέ τόν κόσμο τῆς Πουερίτιας, ἀλλά οἱ μεγαλύτεροί μου λένε πώς θυμοῦνται τήν γερμανική κατοχή. Καί εἶναι τώρα κατοχή, σάν τήν κατοχή, αὐτά ἀκούω.
Οἱ μετανάστες φεύγουν, φοβούμενοι τήν ἀνεργία καί τήν πείνα, οἱ ἐργασίες πλέον περιζήτητες, προτιμοῦν νά πεινᾶνε στήν δική τους πατρίδα. Οἱ Ἕλληνες καταλαβαίνουν τό λάθος τους, ἄφηναν χειρωνακτικά μεροκάματα στούς ξένους πού τούς ἔπαιρναν τήν δουλειά. Σήμερα τονίζεται καθετί ἑλληνικό, γιά νά μήν λησμονοῦμε: ἑλληνικά κρέατα, ἑλληνικό λάδι, ἑλληνικά τρόφιμα ἀναγνωρισμένα ἀπό τόν ἀριθμό 520 πού ἀναγράφεται στήν βάση τοῦ προϊόντος. Χαμογέλασα θλιμμένα ὅταν διάβασα δύο ἀγγελίες ἀναρτημένες ἔξω ἀπό τήν Ἐθνική Τράπεζα: Ἕλληνας ἐλαιοχρωματιστής ἔγραφε ἡ μία. Καί ἡ ἄλλη Ἕλληνας ξυλουργός…Ζητοῦσαν μεροκάματα.
Ἄν θά ἔγραφα τήν Πουερίτια, θά ἔβαζα στό τέλος μιά σκηνή, ὅπου τά παιδιά παίζουν στό λιβάδι, κυνηγώντας τά ὄμορφα ἔντομα, τίς πασχαλίτσες μέ τήν κόκκινη φορεσιά τους, στολισμένη μέ μαῦρες βοῦλες. Ἡ πασχαλίτσα ἐμφανίζεται κοντά στό Πάσχα καί φέρνει γούρι σέ ὅποιον τήν πιάνει. Τά παιδιά τήν ἐκλιπαροῦν λέγοντας, πασχαλίτσα φέρε μου παπούτσια, παλτό ἤ ὁ,τιδήποτε ἐπιθυμήσουν. Ὕστερα τήν ἀφήνουν ἐλεύθερη, γιά νά πραγματοποιηθεῖ ἡ εὐχή. Εἶμαι βέβαιη πώς ἄν γνώριζαν τό ἔθιμο καί τά σημερινά παιδιά, θά ἔπρατταν τό ἴδιο.
Αἰσιοδοξῶ ὅμως διότι βλέπω νά διαφαίνεται τό πρόσωπο τῆς Ἑλλάδος, ἀφοῦ ἔπεσαν πλέον τά δοτά, πήλινα προσωπεῖα. Βλέπω τίς γραμμές τῆς ἁγνότητας, τήν λιτότητα τοῦ δωρικοῦ κίονος, τά ἀττικά βράδυα, τὀν ὑπέρλαμπρο ἑλληνικό ἥλιο.
Ὁ Σαλάμωφ στίς ἱστορίες ἀπό τό στρατόπεδο τῆς Κολιμά συμβολίζει τήν ἀνάσταση μέ τό δένδρο Λάρικα. Γράφει γιά τό ἀμυδρό ρετσινάτο ἄρωμά της, πού ἀρχικῶς θυμίζει τήν μυρωδιά τῆς σήψης καί τῶν νεκρῶν, ἀλλά παίρνοντας βαθύτερες εἰσπνοές καταλαβαίνεις πώς εἶναι τό ἄρωμα τῆς ζωῆς. Εἶναι κωνοφόρο δένδρο, μέ βελονοειδές φυλλοβόλο φύλλωμα, πού τό φθινόπωρο χρυσίζει. Εὐδοκιμεῖ στά πυκνά δάση τῆς Ρωσίας καί τοῦ Καναδά. Ἡ λάρικα, οἱ κρατούμενοι, τό στρατόπεδο καί ἡ ἀνάσταση.
Οἱ Ἕλληνες πιστεύουν πάντα στήν ἀνάσταση ἀρχίζοντας μέ τήν Περσεφόνη, πού ὁ ἔρχομός της ἀνθίζει τήν γῆ, καί τελειώνοντας μέ τόν ἀναστημένο Χριστό, πού μᾶς ὑπενθυμίζει τό “ἀγαπᾶτε ἀλλήλους.”
1. Στίχος ἀπό τό ποίημα τοῦ Δ.Π. Παπαδίτσα “Αὐτή πού ἦρθε ἤ πού ἔφυγε” ἀπό τήν συλλογή Δυοειδής Λόγος,1980.
2. ἀπό τραγούδι τοῦ Γιάννη Πάριου “Ποιός νά συγκριθεῖ μαζί σου”, σέ μουσική Γιώργου Χατζηνάσιου καί στίχους Ντέλα Ρούνικ.
3. Ἀπό τό ποίημα “Τά τείχη”.