της Ανθούλας Δανιήλ
Ο Ονειρόσακκος της Ελένης Λαδιά περιέχει δεκατρία φανταστικά διηγήματα. Από όλα αναβλύζει ένα αίσθημα πνευματικότητας· και ένα διακριτικής θρησκευτικότητας· και χιούμορ ίσως. Πίσω τους όμως βρίσκεται η πίστη στον άνθρωπο και τις ηθικές δυνάμεις, η πίστη στο εύλογο, αν και φαντάζει υπερφυσικό, η ανάγκη για μια επικοινωνία με το θείο σε μια άλλη διάσταση, πέραν εκείνης που υπακούει στο πανομοιότυπα επαναλαμβανόμενο και επιβεβλημένο από τη συνήθεια τυπικό. Κι αυτό το αόρατο «πίσω» σαν την κλωστή που συνέχει τις χάντρες ενός κομπολογιού να μη σκορπίσουν, συνδέει τα διηγήματα και τα κάνει συγγενή, ενώ τα εξωτερικά τους στοιχεία τα διαφοροποιούν το ένα από το άλλο. Κι όμως όλα είναι αδέλφια και ξαδέλφια μεταξύ τους.
Το πρώτο που φέρει και τον τίτλο της συλλογής, «Ο ονειρόσακκος», κρύβει πίσω από το προφανές χιούμορ μια πικρή αλήθεια. Την αλήθεια της αποδοχής των ορίων του ανθρώπου, χρονικών ή πνευματικών, του μέτρου που ο χρόνος τον αναγκάζει να αποδεχτεί. Όνειρα πολλά και ποικίλα, ανθεκτικά, που επιβιώνουν παρά τις απογοητεύσεις, τις αναποδιές, τους συμβιβασμούς, τις ακυρώσεις. Που καταλήγουν να μοιάζουν με τα ενοχλητικά πετούμενα του ουρανού, μόνο που αυτά δεν λερώνουν το χώρο αλλά καταλαμβάνουν το ζωτικό χώρο. Το χώρο της ψυχής, δηλαδή, και υπενθυμίζουν φιλοδοξίες, δειλίες, αναστολές, ανεπάρκειες και αδυναμίες. Ευφυείς οι ποιητικές μεταμορφώσεις τους σε πετούμενα με ποικίλους χαρακτηρισμούς που αποσκοπούν να δείξουν και το χαρακτήρα του ιδιοκτήτη τους.
Μια επαρκής τυπολογία, ταξινόμηση σε κατηγορίες όπως τα «φιλόδοξα» που «σκαρφάλωναν ακόμα και στο ταβάνι», τα «προώρως γηρασμένα», τα «συναισθηματικά», τα «απόκρυφα», όσο περνάει ο καιρός χάνεται. Τα όνειρα ομογενοποιούνται, ομαδοποιούνται, τσουβαλιάζονται και συλλήβδην οδηγούνται, χωρίς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά τους πια, στην ανωνυμία του Καιάδα. Κι εκεί, ενώ τα πιο πολλά έχουν ήδη εκπνεύσει –ουκέτι καιρός- οσονούπω και τα υπόλοιπα, ένα μικρό νεογέννητο κλαψουρίζει, αρνούμενο να εγκαταλείψει τη ζωή. Η ζωή είναι και αυτή ένα όνειρο. Πολύ μικρή για να υλοποιήσει τόσα όσα η μεγαλεπήβολη φιλοδοξία γέννησε και η αχόρταγη επιθυμία ενθάρρυνε.
Έτσι, λοιπόν, μια αναγκαστική συμφιλίωση με την λογική ή την ανάγκη μεταμορφώνεται σε ένα παραμύθι, σε μια αλληγορία, για να υποδηλώσει, πόσα σαν νέοι σχεδιάζουμε και πόσα από αυτά πραγματοποιούμε, αλλά και πόσο θάρρος απαιτείται για να απαλλαγούμε από όσα πλέον δεν μπορούμε κι ο χρόνος δεν επιτρέπει. Η ζωή πρέπει να κόβεται στα μέτρα μας, είναι των στερνών η φρόνηση, φρόνηση αργά αποκτημένη.
Ενδιαφέρον με πολλούς τρόπους είναι το διήγημα με τον τίτλο «Κρυφή Γραφή». Τι έγραψε ο Χριστός στο έδαφος; Αυτό που είπε, ή μήπως κάτι ζωγράφισε; Μήπως απλώς καθυστερούσε τον λιθοβολισμό της μοιχαλίδας, δίνοντας χρόνο στους άλλους να σκεφτούν αυτό που είπε; Ερώτημα καυτό για τους ζητούντες απάντηση. Κι όμως στο ασαφές και αινιγματικό κρύβεται η όποια απάντηση. Καθόλου δεσμευτική, αφού άλλωστε και Εκείνος «όστις θέλει…», Είπε.
Πώς ζει «μισός άνθρωπος» απιθωμένος στο δρόμο; Γιατί χαμογελά αινιγματικά ο φίλος σαν μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή της Τζοκόντας; Γιατί είναι καλύτερα να μη λυθεί το μυστήριο (της Τζοκόντας ή του φίλου); Γιατί να μένει η απορία αιωρούμενη στο κενό χωρίς ερμηνεία. Πώς παραβιάζονται οι πύλες του Άλλου κόσμου και ο πεθαμένος θείος βρίσκεται στο τραπέζι μας (σαν τον Μάκβεθ); Κι ο πεθαμένος από χρόνια πατέρας πώς βρέθηκε στο πατρικό μας σπίτι; Είναι η μνήμη που τους ανασταίνει; Ο σεβασμός προς τα ιερά, τα δικά μας πρόσωπα, που τα αναγκάζει να παραβιάσουν τις πύλες του δικού τους κόσμου και να γλιστρήσουν στον δικό μας για να προσφέρουν παρηγορία και να απαλύνουν με γλυκύτητα τον πόνο που μας δίνει η απουσία τους;
Σε άλλο διήγημα μια «θαυματουργή νύχτα» επιβεβαιώνει το θαύμα της, πραγματώνοντας μια εύλογη επιθυμία, η οποία όμως καταρρίπτεται το πρωί, σαν να θέλει να μας τονίσει πως το πρόβλημα που μας κληρώθηκε πρέπει να το αποδεχτούμε. Και είναι εδώ που δοκιμάζεται ο άνθρωπος και όχι στην άνεση ή τη σιγουριά της θαυματουργής αποκατάστασης. Από την άλλη ο Μπουνιουέλ σε μια παλιά ταινία του μας είχε δείξει πως το θαύμα είναι μια στιγμή, δε διαρκεί για πάντα («Γαλαξίας»). Το «κομβικό σημείο» θέτει ένα σοβαρό θέμα πάνω στο αυτεξούσιο ή στην ύπαρξη του Θεού και το λύνει με σοφία. Και η σοφία βρίσκεται στο απλό: «Είτε υπάρχει Θεός, είτε δεν υπάρχει, εμείς είμαστε το ίδιο ατελή όντα». Κάπως έτσι δεν είχε απαντήσει και ο Πρωταγόρας, όταν έλεγε πως ο χρόνος που έχει να ζήσει είναι πολύ λίγος και το θέμα πολύ μεγάλο; Ωστόσο, σε πείσμα εκείνων που λένε πως δεν υπάρχει, ο Θεός είναι παρών σε όλα τα διηγήματα. «Πάντα πλήρη θεών» έλεγε ο Θαλής ο Μιλήσιος. Παντού, λοιπόν, μεταμορφωμένος, όχι στο όρος Θαβώρ, αλλά στα πρόσωπα που είχαν την τύχη να αναδειχτούν σε διηγηματικούς ήρωες. Είναι παντού για να κεντρίσει την καρδιά μας, για να αναθερμάνει την πίστη μας στον άνθρωπο και στο θαύμα, στην υπομονή που «κλει θησαυρούς κι εκείνη», καθώς λέει ο Διονύσιος Σολωμός.
Γιατί ο κόσμος, παλαιός και νέος, είναι ένας, και οι νόμοι που τον κυβερνούν οι ίδιοι παλαιόθεν και πάντα. Και τα δεινά προσφύγων και μεταναστών παμπάλαια. Και ο καημός των ξεριζωμένων παρόμοιος, όπως συγκλονιστικά προβάλλει μέσα από τις αφηγήσεις τριών κοριτσιών που η συμφορά του πελοποννησιακού πολέμου οδήγησε στον ομαδικό τάφο. Η Μυρτώ, η Κλείτα, η Πραξινόη και η άγνωστη στον Θουκυδίδη Μύρτις, διάσημη όμως σήμερα, λόγω της «αναστύλωσής» της. Και τα φαντάσματα του προγονικού σπιτιού με τις απαιτήσεις τους πάνω στη θεματολογία της συγγραφής.
Από τεχνικής πλευράς θα λέγαμε πως η συγγραφέας παίζει ευφάνταστα με το πραγματικό στην φαντασιακή του εκδοχή, συγκοινωνούν άνετα τα δοχεία τέχνης και πραγματικότητας. Σερβίρει πολύ ωραία παλιό κρασί σε μοντέρνες κανάτες. Ίσως να είναι «ονειροπόλα» με την αρχαία έννοια και με τη νέα επίσης, ήτοι και ερμηνεύτρια ονείρων και διάχυτη στα οράματα, γι αυτό γλιστράει εύκολα το όνειρο στη ζωή και αντίστροφα. Κι ακόμα διδάσκει και ευφραίνει την ψυχή η γραφή της, με τον τρόπο του Οράτιου, είναι dulcis et utilis και σε ωραία ελληνική γλώσσα διατυπωμένη. Ίσως και να μας κλείνει πονηρά το μάτι, πάντως, ανά πάσα στιγμή, μας παραπέμπει, είτε πλαγίως είτε ευθέως, στην αρχαία και στη νέα μας λογοτεχνία, στη θρησκευτική μας παράδοση, στις πηγές και την αφετηρία της έμπνευσής της, που αν κρίνω σωστά, είναι απλώς η ψυχή της, εκεί και ο ονειρόσακκός της.
Στην περίοδο Μεγάλης Σαρακοστής που διανύουμε, αν και στην εποχή μας αυτό δεν έχει το αντίκρισμα που είχε κάποτε και η επικοινωνία του ανθρώπου, όχι με το Θεό, αλλά και με τον ίδιο τον εαυτό του έχει διακοπεί, τα διηγήματα της Λαδιά μας επιβάλλονται και μας επιβάλλουν μια άλλου τύπου κατάνυξη και περισυλλογή. «Το όνειρο έχει αυτάρκεια. Μοιάζει με φυσικό φαινόμενο. Έχει το δικό του χρόνο». Και το δικό του χώρο, θα προσθέταμε, που είναι μέσα μας· ή είμαστε εμείς μέσα σ’ εκείνο; Να ένα ακόμη ερώτημα ανοιχτό…
ΠΗΓΗ: diastixo.gr
Ο ονειρόσακκος
Ελένη Λαδιά
Βιβλιοπωλείον της Εστίας
137 σελ.
Τιμή € 11,00