Η πρωτοτυπία τόσο στήν σύλληψη, ὅσο καί στήν λεκτική της ἐπένδυση, τήν ποιητική γλώσσα, εἶναι δεδομένη σέ αὐτή τήν συλλογή. Ὁ ποιητής διαχωρίζει σχηματικά τό βιβλίο σέ τρία μέρη μέ ἰδιαίτερους ὑπότιτλους, προσπαθώντας νά ταξινομήσει τά νοητικά ἐπιτεύγματα, ξέροντας βέβαια ἐκ τῶν προτέρων πώς κάθε ταξινόμηση ἤ διαχωρισμός δέν εἶναι παρά μία προσωπική ὀπτική γιά τό Μυστήριο πού μᾶς περιβάλλει. Οἱ τρεῖς μεγάλες ἑνότητες τοῦ βιβλίου φέρουν τούς ὑπότιτλους λέξεις: ΦΩΣ, ΗΜΙΦΩΣ, ΓΝΟΦΟΣ. Ἡ θεματολογία τοῦ βιβλίου ὁ ἔρως, ὁ κοσμογονικός ἔρως, ὁ ὀντολογικός, ἔτσι ὅπως τόν συνέλαβε ἡ ὀρφική θεολογία, ἡ πνοή γιά τήν δημιουργία τοῦ σύμπαντος, τό βιβλικό πνεῦμα τοῦ θεοῦ πού «ἐφέρετο ἐπί τῆς ἐπιφανείας τῶν ὑδάτων», ὁ ἔρως, ρίζα τῆς κάθε μυστικῆς σοφίας, ἑρμηνευτική ἀπόπειρα τοῦ μυστηρίου, πρώτη Ἀρχή.
Τά δεκαεπτά ποιήματα τοῦ πρώτου μέρους μέ τόν ὑπότιτλο «Φῶς», ἀναφέρονται σέ δεκαεπτά μεγάλους ἐρωτικούς, καταξιωμένες ἐπιλογές ἀλλά καί προσωπικές ἀγάπες τοῦ ποιητῆ. Τά ὀνόματα αὐτῶν τῶν μεγάλων ἐρωτικῶν εἶναι συνάμα καί ὁ τίτλος τοῦ κάθε ποιήματος. Στά δεκαεπτά ὀνόματα ὑπάρχει καί τό Δημοτικό τραγούδι, ἡ μόνο ἀπρόσωπη μαρτυρία ἀνάμεσα στίς ἐξέχουσες ἀτομικότητες, ἀλλά καί ἡ συμπύκνωση τῆς συλλογικῆς μνήμης καί αἴσθησης. Τά ποιήματα τοῦ Τσιρόπουλου γιά τίς μεγάλες αὐτές φυσιογνωμίες ἀποκαλύπτουν τήν πεμπτουσία τοῦ φιλοσοφικοῦ τους στοχασμοῦ, τήν ἰδιαίτερη προσέγγιση τοῦ καθενός πρός τό σύμπαν μυστήριο ἀλλά καί τήν λεκτική τους ἑρμηνεία ἤ ἀπόπειρα ἑρμηνείας νά ὀνοματίσουν τήν κινητήριο δύναμη τῆς δημιουργίας.
Ἔτσι στό πρῶτο μέρος τῆς συλλογῆς ὑπάρχουν θεματολογικά πολλές καί διάφορες ὀπτικές, τελικῶς ὅ,τι καλύτερο ἔδωσε ἡ ἀνθρωπότητα μέχρι τώρα στήν περιοχή τοῦ στοχασμοῦ. Καί συνάμα δεικνύονται οἱ σφραγῖδες τῆς δωρεᾶς πού φέρουν αὐτοί οἱ μεγάλοι ἐρωτικοί τοῦ σύμπαντος. Ἀνάμεσα στά δεκαεπτά ποιήματα τῆς πρώτης ἑνότητας, μέ τόν ὑπότιτλο, ὡς ἀναφέραμε, «Φῶς», βρίσκονται οἱ τρεῖς Ὕμνοι, φωνή βαθειά τοῦ ποιητῆ, δοξολογία χαρμολύπης, πού οἱ λέξεις τους βαριές σέ νόημα καί στιλπνές σάν μάρμαρο χαράζουν τούς ὁριακούς σταθμούς τῆς ἀνθρώπινης σκέψης, τῆς ἑλληνικῆς γιατί ἡ πρωταρχική σκέψη εἶναι ἑλληνική. Στόν τρίτο ὕμνο ἐνυπάρχει καί τό στοιχεῖο τῆς προφητείας, πού ἐμπεδώνεται καί συμπληρώνεται καί ἀπό τά λόγια τοῦ Ἰωάννου τῆς Ἀποκαλύψεως, λόγια πού ἀναφέρονται στήν κατάλυση, δέν θά ἔλεγα τοῦ κακοῦ ἤ τοῦ σκότους, γιατί οἱ λέξεις ἐγκυμονοῦν κινδύνους παρερμηνείας στήν ὅποια κατάλυση ἐκείνου τοῦ στοιχείου πού ἐμποδίζει τήν νέα ὅραση, τήν καθαρή ὅραση. «Καί ὄψονται τό πρόσωπον αὐτοῦ».
Τό πρόσωπο αὐτοῦ, τοῦ θεοῦ, τοῦ σύμπαντος, τοῦ μυστηρίου; Δέν ἔχει τόση σημασία ἡ ὀνοματολογία, ὅσο ἡ οὐσία. Κι ἐδῶ, στήν πρώτη ἑνότητα νά σταματοῦσε αὐτή ἡ ποιητική συλλογή, θά εἶχε μία σημαντική θέση στήν ποίησή μας. Θά ἦταν ἡ διαπίστωση καί ἡ δοξολογία ἑνός ποιητῆ, πού αὐτό ταπεινώνεται καί παραμερίζεται, γιά νά μᾶς δείξει τίς λαμπερές ὄψεις τῶν μεγάλων ἐρωτικῶν. Τό στοιχεῖο ὅμως πού θά τοποθετήσει σέ κάποιο μέλλον αὐτή τήν ποιητική συλλογή στούς «νέους ἀστερισμούς» καί θά ἀποδείξει πώς καί ὁ Κώστας Τσιρόπουλος εἶναι ἕνας μεγάλος ἐρωτικός τοῦ νοῦ εἶναι τό β καί γ μέρος, μέ τούς ὑπότιτλους «Ἡμίφως» καί «Γνόφος», εἶναι ἡ πρωτότυπη κίνηση στόν χῶρο τῆς ποιητικῆς γλώσσας.
Ἀπό τήν ἀρχή κιόλας τοῦ βιβλίου εἶναι ἔκδηλο πώς ὁ ἔρως ὁ ὀντολογικός, «ὁ θεῖος ληνός τοῦ ἔρωτα» συμπορεύεται μέ τήν λειτουργία τῆς λέξης ἀποδεικνύοντας κάθε στιγμή τό δισυπόστατό της, τόν ἀμετάβλητο δηλαδή ἀλλά συνάμα καί μεταβλητό της χαρακτῆρα. Ἔρως καί λέξη, σύμφυτα στήν γνήσια ποιητική ἀντίληψη, πόλοι τοῦ κοσμογονικοῦ μυστηρίου. Ὁ ἔρως ὡς ἀρχή καί ἡ λέξη ὡς ἑρμηνεία αὐτῆς τῆς ἀρχῆς. Στήν β καί γ ἑνότητα μία σοφή κατασκευή ἔχει ἤδη συντελεσθεῖ. Τά ἴδια τά ποιήματα τῆς πρώτης ἑνότητας ἐμφανίζονται γλωσσικῶς μεταμορφωμένα, διατηρώντας ὡστόσο τήν οὐσία τους καί τήν νοηματική τους ἀκρίβεια.
Ἡ μεταμόρφωση γίνεται μέ τήν ἀφαίρεση λέξεων, πού ταυτοχρόνως εἶναι ἐπιλογή λέξεων, μέ ἐλαφρές γραμματικές καί συντακτικές ἀλλαγές, μέ προσθήκη νέων λέξεων. Ἄν καί μέχρι τώρα ἀπέφευγα νά παραθέσω στίχους ἀπό αὐτή τήν ποιητική συλλογή, γιατί ὅλοι οἱ στίχοι εἶναι σάν πολύτιμες πέτρες σφιχτά δεμένες μεταξύ τους, καί στήν ὅποια μου ἀπόπειρα νά τούς χωρίσω θά ἦταν σάν νά ἔσπαγα ἕνα περιδέραιο, τώρα μπαίνω στόν πειρασμό νά παρουσιάσω ἕνα ἀπόσπασμα, γιά νά δειχτεῖ καλύτερα ἡ μεταμόρφωση, ὁ τρόπος τῆς ποιητικῆς ἐπεξεργασίας.
Τοῦ Ὁμήρου (τό ἀπόσπασμα στήν πρώτη ἑνότητα, στό «Φῶς»)
Τούς εἶχαν προσπεράσει τά μεσάνυχτα
σώματα γλαφυρά νά μή πνιγοῦν
σέ ἀθανασία ἐκρατήθηκαν γυμνά.
Φλόγα μυστηρίου ἐκυμάτιζε πάνω τους
ὡς οἶκτος ἀψαύστων ἡ γλώσσα
καί ἀπό τόν βαθύ τῶν σπλάχνων τους
τάρταρο
ξυπνοῦσε πόθος ἁλιεύοντας
ἀστρῶα ὄνειρα
μές στήν ὑγρότητα τῶν σωμάτων
κραυγάσματα φέρνοντας
λέξεις θραύσματα θεῶν νοήσεις.
Τό ἴδιο ἀπόσπασμα, ἀφοῦ ἀφαιρεθοῦν οἱ λέξεις, μεταμορφώνεται στήν β ἑνότητα, στό «Ἡμίφως».
Σώματα τά μεσάνυχτα
σέ ἀθανασία
ἡ γλώσσα ἐκυμάτιζε
πάνω τους
ὑγρότητα λέξεις θραύσματα
θεῶν νοήσεις.
Καί στήν γ ἑνότητα, στόν «Γνόφο»
Σώματα
ἀθανασία γλώσσας
θεῶν λέξεις.
Οἱ λέξεις λάμπουν διαφορετικά στίς τρεῖς ἑνότητες κι ἀκούγονται σάν μουσικό μοτίβο πού πρωτοστατεῖ ἀρχικῶς, γιά νά γίνει στό τέλος ἀπόηχος. Τό διθυραμβικό ὕφος τοῦ πρώτου μέρους μετατρέπεται ἀπό τήν ποιητική αἴσθηση σέ μία σύνοψη στιλπνή καί ἱερατική, ἐνῶ ἡ γλωσσική συμπύκνωση, ἀποτέλεσμα ἀφαίρεσης καί ἀλλοίωσης προσδίδει μία ἄλλη ἐγκυρότητα στόν στίχο. Καί εὔγλωττο τό ἐρώτημα τοῦ νοῦ: ποῦ λοιπόν ἡ ἀλήθεια; Στό φῶς, στό ἡμίφως ἤ στόν γνόφο; Δρόμοι ἀνοίγονται μπρός στήν ἀπαίτηση τοῦ νοῦ. Σημασία ὅμως δέν ἔχουν ἐδῶ οἱ ἴδιοι οἱ δρόμοι ἀλλά αὐτή ἡ καταπληκτική, ἡ πρωτότυπη ποιητική κίνηση πού διοχετεύεται σέ ὁλόκληρο τό βιβλίο νά δειχτοῦν τά νοητικά συστατικά αὐτῶν τῶν ὁδῶν, ἡ «ἐπιβεβλημένη» δηλαδή ἀπό τά ἴδια τά πράγματα βεβαιότητα γιά τό «Φῶς», ἡ ἴσως πλανερή, τό ἀγνωστικιστικό «Ἡμίφως», ὁ «Γνόφος», αὐτό τό παράδοξο σκότος πού ὅλα τά ἀποχρωματίζει ἤ τά χρωματίζει ἀλλιώτικα καί σέ κεραυνοβολεῖ ἤ σέ μαγεύει, ὅπως ὅταν βρίσκεις τό πρωταρχικό σύμπλεγμα πού εἶναι ἡ ρίζα γιά τήν ἐτυμολογία μίας λέξης, ρίζα μέ δύο ἤ τρία γράμματα μόνον, χαμένη καί διασωσμένη στούς καιρούς, πού δηλοῖ τό καθόλου, τήν πρωταρχική σημασία τῆς λέξης.
Μέ αὐτόν τόν πρωτότυπο τρόπο γραφῆς καί ξανά-γραφῆς τῶν ποιημάτων του, ὁ ποιητής Τσιρόπουλος ἀποδεικνύεται καί ἄξιος κάτοχος τῆς γλωσσικῆς ποιητικῆς λειτουργίας καί στοχαστής κυριευμένος ἀπό τό ὅραμα. «Οἱ λέξεις θεόθεν», τελειώνει σιβυλλικά ὁ ποιητής. Θεόθεν. Λέξεις λοιπόν μυστηρίου καί μαρτυρίου, συμπληρώνουμε σάν ἀπάντηση οἱ ἀναγνῶστες. Κι αὐτό σημαίνει νέα ἀρχή, «νέους ἀστερισμούς».
** Περιλαμβάνεται στο Ποικιλόγραφο Βιβλίο, Εκδόσεις Αρμός, Αθήνα 2016, σ. 393-397.