Μια ευρύτατα διαδεδομένη πρόληψη θέλει το ελληνικό πνεύμα να τείνει από τη φύση του στη φωτεινή απλότητα, την ορθολογική ανάλυση, την ακριβή περιγραφή των αντικειμένων, τα καθαρά περιγράμματα. Η πρόληψη αυτή αγνοεί το μυστικό πνεύμα του ελληνισμού που εκκινώντας από τις μινωικές και ορφικές παραδόσεις, προβάλλει έξοχα στους Προσωκρατικούς και διασώζεται από τα ελευσίνια μυστήρια, πριν διαχυθεί για να διασωθεί στην ορθόδοξη ασκητική παράδοση. Η αποταγή του κόσμου τούτου κι ο στοχασμός πάνω στη Μοίρα και την Ανάγκη δεν είναι μόνον ασιατική έμπνευση. Η νεοελληνική σκέψη, εγκλωβισμένη συνήθως μεταξύ του αρχαίου ορθολογισμού και του βυζαντινού ανορθολογισμού, σπάνια πέτυχε να ξεπεράσει τον διχασμό και να φτάσει στο μέγα αίτημα της σύνθεσης των πολλαπλών ιστορικών μορφών της. Για τούτο, όποτε συναντούμε αυτή τη σύνθεση, σε όποια μορφή της τέχνης, οφείλουμε να την τιμούμε και να μαθητεύουμε στο σχήμα αλλά και στο περιεχόμενό της.
Σε εποχή που θεωρητικές ανεπάρκειες και πρακτικές ιδιοτέλειες αμφισβήτησαν την πολυμορφία και τη διάρκεια του ελληνικού τρόπου, εμφανίστηκε στη λογοτεχνία μας μια συγγραφέας, η προσφορά της οποίας στην ανάδειξη αυτής της πολυμορφικής συνέχειας είναι τεράστια. Το γεγονός δε ότι τούτη η θεμελιώδης αρχή που συνέχει όλο το πεζογραφικό έργο της Ελένης Λαδιά –γι’ αυτήν ο λόγος–, ως φυγή που αποδεικνύεται εύρεση και ως αυτοθυσία που ολοκληρώνει την προσωπικότητα, αναπτύσσεται με άρτιο αισθητικά τρόπο και αφηγηματική πρωτοτυπία, καθιστά την παρουσία της κορυφαία φανέρωση όχι απλώς της σύγχρονης ελληνικής λογοτεχνίας αλλά ευρύτερα και βαθύτερα της –όποιας απομένει– ελληνικής πνευματικότητας.
Είμαστε βέβαια τόσο εθισμένοι στην αντιδιαστολή λόγου και πάθους που μας ξενίζει πάντα η ιδέα μιας εμπαθούς σκέψης, όπου σκέψη και ζωτικότητα ενοποιούνται από μια συγγραφέα που ζητά συγκίνηση διά της γνώσεως, «θυσία και όχι έλεον» – για να αντιστρέψουμε την γνωστή ρήση. Η σκέψη είναι για τη Λαδιά αίσθημα στον ανώτατο βαθμό και σ’ όλη τη δύναμή του. Γνωρίζοντας πως κανείς δεν βρήκε την αλήθεια χωρίς διανοητική αυτοπειθαρχία, χωρίς τη μυθική αίσθηση του τόπου του αλλά και καταρρίπτοντας μιαν άλλη αναλήθεια, πως η ενηλικίωση καθιστά τάχα αδύνατη την ανεύρεση αυτής της χαμένης μυθικής αίσθησης, τη μυθική λειτουργία της ζωής, η Λαδιά συνθέτει στο ύψιστο πεδίο ποίηση και πεζογραφία, περιγράφει τα όνειρα που φωλιάζουν πίσω από τα κλειστά βλέφαρα των ενηλίκων, φυλάσσοντας την ακριβή μνήμη του χαμένου παραδείσου: της παιδικής μας αθωότητας.
Ο λόγος της, ενιαίο όργανο έκφρασης του Έλληνα ανθρώπου, αγωγός των πιο μυστικών κινημάτων και των πιο μουσικών διαθέσεων της ψυχής, σαν υφαντής του άφαντου και ενός κόσμου πλάνης πλάστης, έχει κάτι το υπερούσια λυγερό και κρουστό μαζί, ανάλαφρο και μεστό, διάχυτο και σπονδυλωτό. Είναι μέσον, με λίγα λόγια, που μεταδίδει χωρίς κανένα μελοδραματισμό, ιδανικές ποιότητες λυρισμού και απίθανες αποχρώσεις ποιητικής μαγείας. Αυτή είναι η μαγική καταγωγή της λογοτεχνίας: η ελληνική ρίζα που αίρει τον διαχωρισμό πεζού και ποιητικού λόγου ανασταίνοντας τον λόγο των Προσωκρατικών (άριστη μαθήτρια των οποίων υπήρξε η Λαδιά) ενάντια στον σωκρατικό λόγο του Φαίδωνος («Τον ποιητήν δέοι είπερ μέλλοι ποιητής είναι, ποιείν μύθους αλλ’ ου λόγους – Φαίδων, 61 β).
Μια πεζογραφία λοιπόν όπου συνυπάρχουν το παιγνιώδες της ζωής και το βάρος της ύπαρξης, η σκληρότητα της πέτρας, της ύλης μα και οι ψιχάλες των ονείρων που τη διαπερνούν. Μια πεζογραφία που αντλεί τη δύναμή της από το βάθος των λέξεων που γίνονται κόσμοι ολόκληροι καθώς φωτίζεται η πιο απροσδόκητη σημασία τους που συχνά ξεφεύγει από τον επιφανειακό άνθρωπο του καιρού μας. Λαμπερός ή θαμπός μα πάντα κομψός ο λόγος της φανερώνει την εμβέλεια του ποιητικού βλέμματος που εισχωρεί δυναμικά και λεπταίσθητα στις πιο απρόσιτες γραμματολογικές περιοχές, «κλείνει το μάτι» στον ικανό αναγνώστη και τον καλεί σε μια κοινή κάθοδο στα βαθύτερα στρώματα της συγκίνησης. Είναι μια κάθοδος που χαρίζει την απόλαυση μιας γλώσσας ποιητικής, τόσο μοντέρνας και τόσο αρχαίας. Ευθύβολη και ακαριαία, με διαπεραστική χρωματικότητα, με αναπνοές και βηματισμό που εξουδετερώνουν τον διανοητικό κίνδυνο που απειλεί την αυτονομία της τέχνης, για να δώσει έργο που απαντά τελικά στο δίλημμα παράδοση ή μοντερνισμός και στα γενικότερα αισθητικά αδιέξοδα του καιρού μας με τρόπο πρωτότυπο και αποτελεσματικό.
Έργο φωτεινό, ακόμη κι όταν συνδιαλέγεται με το μυστήριο, έργο του μέτρου ακόμη και όταν διαχειρίζεται την υπερβολή και την έξαρση, έργο όπου η ασάφεια υπηρετεί το αίτημα της ελευθερίας και της αποδέσμευσης από τα στείρα δόγματα, έργο με όραμα ενώ πατά γερά στο χώμα και το αίμα του τόπου μας, ακόμη κι όταν μιλά για λεπτομέρειες, αναφέρεται στο καθόλου. Αρέσκεται προφανώς στο ημίφως η Ελένη Λαδιά. Ούτε σκοτάδι ούτε άπλετο φως: ξέρει πως το φως ίσως είναι μια νέα τυραννία. Αυτός δεν είναι λόγος ωστόσο να μη φωτιστεί το λαμπρό έργο της που συνιστά τιμή για τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Οι σελίδες αυτού του αφιερώματος –για το οποίο με υποδειγματική επιμονή εργάστηκε η ποιήτρια Ελένη Λιντζαροπούλου – από μια σκοπιμότητα και μόνο διαπνέονται. Από την ανάγκη, μέσα στη σύγχυση αξιών και κριτηρίων του καιρού μας, να τεθούν επιτέλους οι όροι μιας δημιουργικής συνέχειας του δοκιμαζόμενου νεοελληνικού πολιτισμού. Γιατί χωρίς την παιδεία που προϋποθέτει αλλά και καλλιεργεί η γνωριμία κι η αξιολόγηση του έργου δημιουργών όπως η Ελένη Λαδιά, καμιά τύχη δεν έχουμε στον σκοτεινό κόσμο του μέλλοντος.