Της Ελένης Λιντζαροπούλου
Ο ταξιτζής υπομονετικά, σχεδόν με πατρική φροντίδα, αποβίβασε την τσιγγάνα με τα δύο παιδιά, το μωρό και το καροτσάκι που ερχόταν για το επισκεπτήριο, κάνοντας μας νόημα πως ήταν ελεύθερος. Συνήθως καλούσαμε ραδιοταξί αλλά εκείνη την ημέρα, χωρίς προφανή λόγο, δεν το κάναμε.
Μαζί με το τέλος της Σχολικής χρονιάς, έκλεινε ένας χρόνος επισκέψεών μας στο Σχολείο των Φυλακών και ο ενθουσιασμός για την ολοκλήρωση ενός στόχου διαδεχόταν την θλίψη για την απομάκρυνση από τον χώρο και τα παιδιά λόγω των θερινών διακοπών.
Το να επιλέγεις να πας στη Φυλακή με το Έγκλημα και Τιμωρία ή την Φόνισσα, δεν είναι και το πλέον συνηθισμένο. Καλά καλά δεν είναι συνηθισμένο το να επιλέγεις την κλασσική λογοτεχνία ως αντικείμενο γνώσης γι αυτούς τους μαθητές. Η κουλτούρα της Φυλακής ή ακόμη και η δυσπιστία μας ως προς το επίπεδο των μαθητών – κρατουμένων, τα στερεότυπα και τόσα άλλα θα μπορούσαν να είχαν στρέψει τις επιλογές της συγγραφέως αλλού. Ακόμη ακόμη, θα μπορούσε να είχε επιλέξει να «μπει» στο χώρο με δικά της βιβλία, να τους μιλήσει για τα δικά της συγγραφικά πονήματα, που δεν είναι ούτε λίγα ούτε μη εγνωσμένης πνευματικής αξίας, ή και να επιδιώξει την δημοσιότητα και την προσωπική προβολή μέσα από αυτές της τις επισκέψεις.
Αντίθετα η Ελένη Λαδιά επέλεξε να συναντήσει το νου αυτών των παιδιών με εργαλείο τα έργα που θεωρούσε ότι ακόνισαν και τον δικό της νου, έργα των μεγάλων κλασικών. Ντοστογιέφσκι – Ουγκώ – Παπαδιαμάντης… αλλά και Σεντ Εξιπερύ. Αισθανόμενη η ίδια ως πνευματικός άνθρωπος, μπροστά στα ονόματα τους και το έργο τους, ακόμη χθεσινή, επέλεξε να διδάξει έργα αξεπέραστα, ικανά να ξεκλειδώσουν την ψυχή και την σκέψη των μαθητών – κρατουμένων.
Οι μαθητές την αισθάνονταν δικό τους άνθρωπο. Επέλεγε την επικοινωνία μαζί τους δια της αλήθειας και της αποδοχής, με την συναίσθηση της ευθύνης που έχουν οι πνευματικοί άνθρωποι για την πορεία αυτού του κόσμου, κουβαλώντας αδιαμαρτύρητα στην πλάτη της όλο το βάρος των εγκλημάτων τους.
-Τα παιδιά μου, τι κάνουν;
Αυτή ήταν η μόνιμή της ερώτηση, παρότι είχε να κάνει με ενήλικες και όχι παιδιά, ειπωμένη με άφατη τρυφερότητα και λαχτάρα, κάθε φορά που μιλούσαμε στο τηλέφωνο τις ημέρες που περνούσαν από μάθημα σε μάθημα.
Κάθε δεκαπέντε ημέρες, για έναν ολόκληρο χρόνο, χωρίς να λογαριάζει έξοδα και κόπο, 8.30 το πρωί, και κάποιες φορές πιο νωρίς, με περίμενε έξω από την Φυλακή, φορτωμένη βιβλία, για να περάσουμε μαζί τον έλεγχο και την πύλη. Με την βοήθεια του Διευθυντή του Σχολείου, του εκλεκτού μας πια φίλου, Γιώργου Ζουγανέλη, εξασφαλίζαμε κάθε φορά την άδεια εισόδου.
Το μάθημα κρατούσε ως τις 12 παρά… οι κρατούμενοι μαθητές έπρεπε τότε να επιστρέψουν στα κελιά τους κι εμείς να πάρουμε τον δρόμο για την έξοδο και την επιστροφή μας η κάθε μία στις υποχρεώσεις της.
Η μετακίνηση γινόταν πάντα με ταξί και πάντα ένας μικρός διάλογος ανοιγόταν ανάμεσα σ’ εμάς και στον οδηγό. Στις πρώτες «τυπικές» ερωτήσεις απαντούσα συνήθως εγώ.
-Δικηγόροι είστε;
-Όχι. Η κυρία είναι συγγραφέας.
-Συγγραφέας; Και τι κάνετε εδώ, γράφετε κάτι για την Φυλακή;
-Όχι, μαθήματα λογοτεχνίας.
-Για να μάθουν να γράφουν;
-Όχι. Για να μάθουν απλώς.
Εκείνη την ημέρα ο ταξιτζής ήταν πιο ομιλητικός. Ήθελε να μάθει. Όχι από περιέργεια αλλά από ενδιαφέρον.
Η Ελένη Λαδιά πρόθημα του εξήγησε πόσο σημαντικό θεωρούσε γι αυτά τα παιδιά να ασκήσουν το νου και την ψυχή τους μέσα από την σκέψη των μεγάλων δημιουργών, πόσο σημαντικό θα ήταν για την παραπέρα πορεία ζωής τους, αφού οι περισσότεροι έδειχναν ήδη έμπρακτα ότι το Σχολείο είχε ακονίσει θετικά το νου τους και είχε αλλοιώσει την εγκληματική συμπεριφορά τους. Είχαν αρχίσει να αλλάζουν. Κατανοούσαν την τιμωρία και την ποινή και αισιοδοξούσαν για το μέλλον και την ζωή τους μετά την αποφυλάκιση. Μετανοούσαν.
Ο ενθουσιασμός και η έμπρακτη αγάπη της, δεν φαινόταν μόνο στα λόγια της. Είχε αποδεικτικό την δωρεά ψυχής που κατέθετε σ’ αυτά τα παιδιά και την λαχτάρα της να συνεχίσει και την επόμενη χρονιά, όσο το δυνατόν περισσότερο.
Την αφήσαμε έξω από το σπίτι της. Το βάδισμά της πιο ξεκούραστο από το πρωί κι ας είχε διδάξει τόσες ώρες. Τα μαθήματα στους κρατούμενους της έδιναν φτερά.
«Σ’ ευχαριστώ που μ’ έβαλες Φυλακή». Ήταν το μόνιμό της λογοπαίγνιο, δηλώνοντας μου την χαρά της που η παρουσία μου στον Δήμο Κορυδαλλού της είχε ανοίξει την πόρτα του Σωφρονιστικού Καταστήματος.
«Εμείς σ’ ευχαριστούμε Ελένη Λαδιά. Μπορεί να επιδιώκουμε την απομάκρυνση των Φυλακών, όμως μιλάμε για τους τοίχους, οι άνθρωποι είναι άνθρωποι και κάνουμε γι αυτούς ό,τι είναι δυνατόν».
Συνέχισα με το ταξί επιστρέφοντας στη δουλειά μου απαντώντας στις ερωτήσεις του οδηγού για το επίπεδο των μαθημάτων στο Σχολείο των Φυλακών, για τις δυνατότητες που είχαν να συνεχίσουν την εκπαίδευση, αλλά και για την πορεία της χώρας και την κρίση θεσμών και αξιών…
Στο φανάρι, πριν αποβιβαστώ, ο ταξιτζής, με χαιρέτισε και είπε, με έκφραση που φανέρωνε κάτι ανάμεσα στην συγκίνηση και την ελπίδα:
«Υπάρχουν ακόμη τέτοιοι άνθρωποι σ’ αυτή την πατρίδα;»
Στην φωτογραφία η Ελένη Λαδιά και ο Διευθυντής του Σχολείου των φυλακών Γιώργος Ζουγανέλης κατά την διάρκεια της ομιλίας του Δημάρχου Κορυδαλλού στα εγκαίνια της έκθεσης ζωγραφικής των μαθητών – κρατουμένων.