«Πάρε μας μαζί σου στον κόσμο των ζωντανών», εκλιπαρούσαν οι τέσσερις άνδρες που είχαν εμφανιστεί στ’ όνειρο της γυναίκας και της έγνεφαν από την απέναντι όχθη, από τον άλλο κόσμο, τον τρομερό, τρομεροί και οι ίδιοι με τα χωρίς χαρακτηριστικά πρόσωπά τους καλυμμένα με γύψο, πανόμοιοι με τους Τιτάνες όταν επιτέθηκαν στο παιδί-Διόνυσο. «Πάρε μας μαζί σου…», αλλά η νεαρή συγγραφέας που βρισκόταν στην ανάρρωση έπειτα από σοβαρότατη ασθένεια, ακόμη και στο όνειο αισθανόταν αδύναμη, η φωνή της δεν έβγαινε να τους ρωτήσει πως τάχα θα μπορούσε να τους αναστήσει, να τους επαναφέρει στο εκτυφλωτικό φως, στην πολυποίκιλη ζωή, κι εκείνοι, μαντεύοντας δισταγμούς και ανημπόρια, «Θα μας ζωντανέψεις με χοές» της υπέδειξαν. Και έτσι έγινε.
Μόνο που οι χοές δεν είναι μέλι και γάλα και γλυκό κρασί, εκείνο που πρόσφερε σαν ξύπνησε, λουσμένη στον ιδρώτα της ταραχής, η γυναίκα –Δήμητρα τα βαφτιστικό της, το Περσεφόνη προσπάθησε κι επέβαλε- είναι το μελάνι. Καθαρό, παχύρευστο, στιλπνό, αξόδευτο, καινούργιο μα χρόνια στην υπηρεσία της, προέκταση της ψυχής της όταν το καθοδηγεί. Το μοναδικό, πολύτιμο και κατάδικό της όργανο, τη γραφίδα, που όχι μόνο δεν της εναντιώθηκε ποτέ, αλλά και δεν σταμάτησε να εκφράζει τη στόχασή της και να αθροίζει αναμονές και παραιτήσεις.
Λοιπόν οι τέσσερις απρόσωποι άνδρες που βασανίζονταν στο έρεβος και την παγωνιά και την ικέτευαν για να αναφανούν, μεταμορφώθηκαν σε τέσσερις ιστορίες ή χρονικές εποχές ενός σύγχρονου και σύνθετου μυθιστορήματος, το οποίο, παρά τις αλλεπάλληλες συλλήψεις, επαναφορές και μεταθέσεις, τις φαινομενικά ανόμοιες θέσεις, διατηρεί ακέραιη την έννοιά του, πού είναι αυτή του ανθρώπου εμπρός στο χρόνο. Όπως ακριβώς η ανυπότακτη και μοναχική πορεία της ηρωίδας, γύρω από την οποία συνωθούνται πλήθος πρόσωπα, καθένα με τη δική του εσωτερική ή εξωτερική ζωή, τα όνειρα και τις φιλοδοξίες του, τους ερωτικούς καημούς που δε σώνονται, τη σχέση του με το θείο και το υπερβατικό που συχνά δεν εξαντλείται κι ας θεωρείται τελειωμένη κάποτε εξαιτίας των ανεπαρκών αισθήσεών του ή της ασάλευτης μοναξιάς, όπως λ.χ. αυτής του Ιωάννη, ενός ασκητή των καιρών μας που ζητούσε απεγνωσμένα μια συνάντηση, έστω και στιγμιαία με τον Θεό και δεν την αξιώθηκε. Αντ’ αυτού αντάμωσε τον Πειρασμό, ο οποίος «τώρα θα σε ρωτήσω αυτό που σε ρωτούσα χρόνα τώρα και στα όνειρα. Γιατί έγινες μοναχός;». Θέλησε να μάθει, κι ο Ιωάννης: «Για να γίνω θεόπτης», απάντησε αλλά ο επισκέπτης του τον κάρφωσε με το εωσφορικό του βλέμμα αλαζονικά, καθώς διαβάζουμε σ’ ένα από τα τιτλοφορούμενα «Ανίερα Διηγήματα» τα οποία παρεμβάλλονται ανάμεσα στις τέσσερις ιστορίες και είναι στ’ αλήθεια υποβλητικά.
Προσθήκη λεζάντας |
Από τα έργα της Ελένης Λαδιά ετούτο είναι το πιο εύτρωτο, ανήσυχο και συγκινημένο: Η επίσκεψη μας στον τόπο καταγωγής της ηρωίδας, η γνωριμία με μερικά πρόσωπα από αυτά που με στοργή έθρεψε το διαυγές ελληνικό τοπίο, και με την ίδια στοργή πλην με παράπονο έπειτα τα ξεπροβόδισε στην ξενιτειά, η παράφορη σχέση της μικρής Δήμητρας με το δέντρο της αυλής τους, η ωραία φιλία της με τη γειτονοπούλα Μαρίτσα, ο έρωτάς της κατόπιν, η απόφασή της να ζήσει με τον μάλλον ολιγόκαρδο άνδρα που επέλεξε – κόντρα στη θέληση των γονιών της, η φθορά της σχέσης τους, η ακριβή αγάπη της παλιάς της φίλης με έναν ιερομόναχο, μια αγάπη που φλογιζόταν και ποτέ δεν καταλάγιασε, έρωτας ανέγγιχτος και γι αυτό τραγικός, το διαζύγιο κι η γέννηση ενός καινούργιου πολύ πικρού έρωτα, η υπομονή και η γλύκα της Σάμιας από την Αίγυπτο που σαν παγωμένο πουλί ζήτησε ν’ απαγγιάσει στη χώρα μας, κι άλλοι κι άλλα, ένα μωσαϊκό ανθρώπινο και μια πατρίδα που συνεχώς αλλάζει αγάπες, εκφρασμένα δε με γλώσσα ασυνήθιστη και εντελώς προσωπική η οποία – αναλόγως του περιεχομένου της ιστορίας – ποικίλλει: άλλοτε είναι μάλλον καθημερινή κι άλλοτε θυμίζει πατερικά κείμενα ή χρονικογράφους του Βυζαντίου, ανώνυμους κυρίως. Άλλωστε ο προσεκτικός αναγνώστης θα διαπιστώσει ότι συχνά διαφαίνεται μια αναγωγή τόσο σε προσωκρατικούς φιλοσόφους, όσο και αγιολογικές πηγές.
Ωστόσο παρά τις τυχόν αναφορές ή και επιρροές, η συγγραφέας κατορθώνει και αξιοποιεί τις πηγές αυτές, τις παγιωμένες πεποιθήσεις της και τις πολυετείς σπουδές της, για να δώσει τελικώς, και χάρη κυρίως στη μυθοπλαστική της ικανότητα, ένα μυθιστόρημα που το διακρίνει η αυτοτέλεια, η πρωτοτυπία και ο φιλοσοφικός προσανατολισμός, δίνοντας τη δικής της θεώρηση και τοποθέτηση πάνω σε προαιώνια προβλήματα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι αξίζει να πούμε ότι παρά τη θλίψη και τα αδιέξοδα που περιζώνουν τους ήρωες, στα «Άλση της Περσεφόνης» υπάρχει ένα ισχυρό αίσθημα σεβασμού προς τη ζωή, μια αγάπη που τους χαρίζεται απλόχερα και τους φωτίζει.
Και είναι ολοφάνερο ότι η Ελέη Λαδιά, δεν έδωσε ανάγνωσμα εύπεπτο, εύκολο, ευχάριστο, που να χαϊδεύει τον αναγνώστη – όπως δυστυχώς, συχνά συμβαίνει τον τελευταίο καιρό στη λογοτεχνία μας… Η συγγραφέας βασανίστηκε με έρωτες που ανθούν σε σκότη ψυχής και σε ερημίες, με μνήμες που σπαράσσουν, με παλαιές αμαρτίες που ζητούν άφεση δακρυσμένες, και με άλλες που δεν συγχωρέθηκαν. Και παιδεύτηκε με τη μορφή κειμένων της. Γι’ αυτό έχουμε τη βεβαιότητα ότι το βιβλίο αυτό είναι ένα μυθιστόρημα συγκλονισμού και δοκιμασιών: Των ηρώων αλλά και της συγγραφέως.
Εφημερίδα Ελευθεροτυπία 17/9/1997
ΕΛΕΝΗ ΣΑΡΑΝΤΙΤΗ