Ἐκ βαθέων ἐκέκραξα
Ἡ ἐξαιρετική μας πεζογράφος κ. Ἑλένη Λαδιᾶ στο νέο μυθιστόρημά της: Ἡ ἐσωγραφία μιᾶς πεζογράφου. Ἀπό ἕνα ψυχοπνευματικόν μυθιστόρημα (ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 352, εὐρώ 16,50) μᾶς ξεναγεῖ στον προσωπικό της ψυχικό κόσμο πολύ περισσότερο ἀπό ὅ,τι στά προηγούμενα βιβλία της. Πρόκειται γιά μία ἐξαιρετική αὐτοψυχογραφία, πού μᾶς δείχνει καί τόν τρόπο ἀναγνώσεως τῶν βιβλίων της προηγουμένων καί ἑπομένων.
Ἡ κ. Λαδιᾶ γράφει ἐκ τῆς ψυχῆς της καί μᾶς καθιστᾶ μετόχους τῶν ψυχικῶν της μεταπτώσεων, ὄχι ὅμως ἀμιγῶς καί ἀμέσως ἀλλά κατόπιν ἐπεξεργασίας τους ἀπό τό λαμπρό της λογοτεχνικό κριτήριο. Εἶναι ἐντυπωσιακό τό γεγονός ὅτι ἀναδεικνύει περισσότερο τῶν ἄλλων συγχρόνων λογοτεχνῶν μας τήν βάσανο πού δημιουργεῖ ἡ Μοῦσα ὅταν ἐπισκέπτεται τούς ἐκλεκτούς της. Οἱ περισσότεροι ἀπό μᾶς ζοῦμε τίς θλίψεις μας ἅπαξ καί μᾶς σημαδεύουν. Πόσο περισσότερο ὅμως σημαδεύουν καί τραυματίζουν ἀνεξίτηλα ἐκείνους πού τά ζοῦν κατ’ ἐπανάληψιν, πρῶτα ὅταν τά τραυματικά γεγονότα ἐκτυλίσσονται καί ἔπειτα ὅταν τά γράφουν καί τά ἐπεξεργάζονται γιά νά τά δώσουν σέ μᾶς μέ τήν μορφή λογοτεχνικού ἔργου. Ἔτσι καί η κ. Λαδιᾶ ἐδῶ περιδιαβάζει στόν βίο της καί τό ἔργο της δείχνοντας πόσο τό ἕνα εἶναι ἀδιαχώριστα συνδεδεμένο μέ τό ἄλλο. Οἱ στιγμές στίς ὁποῖες μᾶς καθιστᾶ κοινωνούς εἶναι πραγματικά συγκλονιστικές, ἰδίως ἐκεῖνες στήν Ἐλευσῖνα μέ τόν ἀείμνηστο Δημ. Παπαδίτσα. Ὑπογραμμίζω ὅτι στό δεύτερο –κατά κάποιον τρόπο– μέρος τοῦ βιβλίου μᾶς ξεναγεῖ σέ αὐτήν τήν ἀμφίδρομη σχέση της μεταξύ βιωμάτων καί πραγματικότητος μέ τρόπο τόσο ἐναργῆ, μέ τόση αὐτογνωσία καί ταυτοχρόνως μέ τόση ποιότητα λόγου πού μᾶς πείθει γιά τήν ἀπολύτως πραγματική αὐτή διαδικασία κατά τήν ὁποία ὁ συγγραφεύς πού δέν ἐπιδίδεται στήν «δημιουργική γραφή» ἀλλά κινεῖται ἀπό τήν ἔμπνευση ἐκφράζει κυρίως τόν ἑαυτό του καί μέσω αὐτοῦ καί μᾶς. Ἀξίζει νά διαβασθῆ αὐτό τό βιβλίο της ἐκ βαθέων ἐξομολογήσεως μιᾶς λογοτέχνιδος πού τολμᾶ νά ἐκτεθῆ.
Εστία 19.10.2019
–Ἑλένη Λαδιᾶ, Ἐλευσινιακά κείμενα (ἐκδ. Δῆμος Ἐλευσίνας-Ν.Π.Δ.Δ. Π.Α.Κ.Π.Α., σελ. 143. Διατίθεται στόν Δῆμο Ἐλευσίνας). Τό βιβλίο αὐτό τῆς γνωστῆς λογοτέχνιδος κ. Ἑλένης Λαδιᾶ συγκεντρώνει κείμενα νέα ἀλλά καί ἤδη δημοσιευμένα σέ προηγούμενα ἔργα της, ὅλα ὅμως ἔχουν ὡς κοινό χαρακτηριστικό τήν σχέση καί τήν σύνδεσή τους πρός τόν χῶρο τῆς Ἐλευσίνας καί τήν μυθολογία καί τίς τελετουργίες τῶν Ἐλευσινίων Μυστηρίων. Τό βιβλίο ἀρχίζει μέ τόν ὁμηρικό Ὕμνο στήν Δήμητρα στό πρωτότυπο καί σέ νεοελληνική μετάφραση ἀπό τόν Π.Δ. Παπαδίτσα καί τήν Ἑλένη Λαδιᾶ (ἔκδ. Ἑστίας) καί ἀκολουθοῦν 15 δοκίμια πού ἀναφέρονται γενικώτερα στήν ἀρχαιότητα καί τά τελούμενα στήν Ἐλευσῖνα ἀλλά καί στήν σχέση τῆς ἰδίας μέ τόν χῶρο τῆς Ἐλευσῖνος καί τήν μύησή της σέ αὐτόν ἀπό τόν ποιητή Π.Δ. Παπαδίτσα (1922-1987), πού ὑπῆρξε ἀπό τίς σημαντικές παρουσίες στήν πορεία τῆς λογοτέχνιδος. Τά κείμενα ἐντυπωσιάζουν μέ τήν ποιότητα τοῦ λόγου καί τήν μεγάλη φιλολογική ἀκρίβεια καί ἐνημέρωση. Ἀλλά δέν ἐκπλήττουν, καθώς ἡ κ. Λαδιᾶ εἶναι μία ἐξαιρετική φιλόλογος καί ἀρχαιολόγος πού ἔχει, παραλλήλως πρός τήν λογοτεχνική της λαμπρή ἐπίδοση, σταθερή παρουσία στό ἀρχαιογνωστικό δοκίμιο μέ θέματα πού ἀναλύουν κυρίως μύθους καί θρησκευτικά τελούμενα τῆς ἀρχαιότητος. Ἐδῶ θά ὑπογραμμίσουμε ὅτι σέ ὅλα τά δοκίμια καί τά κείμενα τοῦ παρόντος βιβλίου ὑφέρπει διακριτικά ἀλλά καί πολύ ἐπίμονα μία ἀνάλυσις τῆς σχέσεως μητέρας καί κόρης, ὅπως αὐτή τῆς Δήμητρας καί τῆς Περσεφόνης, τῆς κατ’ ἐξοχήν Κόρης γιά τούς ἀρχαίους, κάτι πού ἔχει καταστῆ καί βίωμα καί ἐρώτημα καί πόνος τῆς ἰδίας τῆς συγγραφέως μετά τήν ἀπώλεια τῆς μητέρας της.
Εστία 22.12.2019
–Ἑλένη Λαδιᾶ, Τά ἄλογα τῶν συγγραφέων. Μικρά δοκίμια (ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, σελ. 151, εὐρώ 18). Τά δοκίμια πού συγκεντρώθηκαν στόν κομψό καί καλαίσθητο αὐτόν τόμο δημοσιεύθηκαν ἀρχικῶς, κατά πλειονοψηφία, στό διαδικτυακό περιοδικό diastixo.gr. Τά περισσότερα εἶναι πολύ σύντομα, τόσο ὥστε ὁ ἀναγνώστης θά τά ἤθελε μεγαλύτερα. Ἀναδεικνύουν τό ταλέντο τῆς δόκιμης λογοτέχνιδος καί φιλολόγου κ. Λαδιᾶ στήν γραφή εἴτε ἀμιγῶς λογοτεχνικῶν κειμένων, εἴτε στοχαστικῶν ἀφηγήσεων, εἴτε φιλοσοφικῶν δοκιμίων, εἴτε ἀναφορῶν-νεκρολογιῶν γιά ἀγαπημένους φίλους πού ἀπεχώρησαν τοῦ ματαίου τούτου κόσμου. Τό μέτρο τοῦ λόγου, ἡ γλαφυρότης, ἡ περίσκεψις, ἡ βαθειά γνῶσις τῆς λογοτεχνίας, ἑλληνικῆς καί ξένης, τῆς ἀρχαίας Ἱστορίας καί μυθολογίας, τῆς γλώσσης μας, θά γοητεύσουν τόν ἀναγνώστη καί ἄν δέν γνωρίζει ἤδη τό ἔργο τῆς κ. Λαδιᾶ, θά πρέπει νά τόν στρέψουν ὁλοταχῶς νά ἀναζητήση παλαιότερα κείμενά της ἀπό τόν Χάλκινο ὕπνο (1981) καί τόν Χί τόν Λεοντόμορφο (1986) ὥς τήν Γυναίκα μέ τό πλοῖο στό κεφάλι (2006) καί τίς Θεές (2015). Πρέπει ἐπίσης νά τόν στρέψουν στά πολλά καί ἐξ ἴσου γοητευτικά ἀρχαιογνωστικά της βιβλία, πού καί πολλά καί συναρπαστικά εἶναι. Ἀπό τά νέα δοκίμιά της στό σήμερα παρουσιαζόμενο βιβλίο, πρέπει νά σταθοῦμε σέ ἐκεῖνα πού ἔχουν ἐνταχθῆ στήν ἑνότητα «Φιλοσοφῶντας», ὅπου περιλαμβάνονται κείμενα ἀρχαιογνωστικά, γραμμένα ὅμως τόσο συναρπαστικά ὥστε νά πείσουν καί τόν πλέον ἀδιάφορο γιά τήν Ἀρχαιότητα γιά τό ἐνδιαφέρον πού ἔχει γιά τόν σημερινό ἄνθρωπο. Καί γιά τήν γοητεία τῆς πέννας τῆς κ. Λαδιᾶ.
Εστιάζω Δεκ. 2016
Ἀρχαῖοι δαίμονες
Ἡ γνωστή λογοτέχνις κ. Ἑλένη Λαδιᾶ δέν περιορίσθηκε ποτέ μόνον στήν λογοτεχνική δημιουργία, εἴτε πρόκειται γιά ποιήματα εἴτε γιά διηγήματα εἴτε γιά μυθιστορήματα. Ἀντιθέτως ἔχει διακονήσει στήν πορεία της ἀπό πολύ νεανικά χρόνια καί τήν φιλολογία πού ἐσπούδασε καί τήν φιλοσοφική προσέγγιση τῆς θρησκείας, κυρίως τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων καθώς μάλιστα ἔχει καί γεῦσιν θεολογίας.
Κατά τά τελευταῖα χρόνια στήν παράλληλη πορεία τῆς λογοτεχνικῆς καί τῆς στοχαστικῆς συγγραφῆς ἔχει προσφέρει μελετήματα καί δοκίμια πού ἀναφέρονται στήν ἀρχαιοελληνική θρησκεία, ἀναζητώντας ὅμως πληροφορίες γιά τό ἀπώτερο παρελθόν καί στήν χριστιανική γραμματεία. Ἔτσι μᾶς ἔχει προσφέρει τά βιβλία: Θεῶν καί ἀνθρώπων συναντήσεις (Ἑστία 2003), Ψυχομαντεῖα καί ὁ ὑποχθόνιος κόσμος (Gema 2005), Μυθολογικά παράδοξα καί ἕνα διήγημα (Gema 2007), Οἱ Ἕλληνες παῖδες στήν ἀρχαιότητα (Gema 2010), πού ἦλθαν νά συμπληρώσουν τήν μεταφραστική δραστηριότητα ἐπί ἀναλόγων θεμάτων ὅπως εἶναι οἱ μεταφράσεις τῆς Νεκυίας τῆς Ὀδυσσείας (Ἁρμός 2004), τῶν Ὀρφικῶν Ὕμνων (Ἑστία 1997) καί τῶν Ὁμηρικῶν Ὕμνων (Ἑστία 1997).
Τώρα ἐκυκλοφόρησε μία νέα δοκιμιακή ἐργασία της πού ἐπιγράφεται: Δαιμονολογία ἤ Λόγοι περί δαιμόνων (ἐκδ. Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, σελ. 150, εὐρώ 14). Ἡ κ. Λαδιᾶ στό νέο βιβλίο της προσεγγίζει τό θέμα τῆς παρουσίας τῶν δαιμόνων στήν ἀρχαιοελληνική λατρεία καί στήν ἀναζήτηση τῆς ταυτότητος τῶν ἐνδιαμέσων αὐτῶν θεοτήτων ἀπό τούς διαφόρους φιλοσόφους τῆς ἀρχαιότητος. Ξεκινᾶ τήν ἀναζήτησή της ἀπό τά Μυκηναϊκά χρόνια καί καταλήγει στούς τελευταίους Νεοπλατωνικούς φιλοσόφους πού ἔδρασαν καί ἔγραψαν παραλλήλως πρός τούς πρώτους Χριστιανούς.
Ὅλα ξεκινοῦν ἀπό τήν ἀναζήτηση τῆς ἐννοίας τῆς λέξεως δαίμων, πού συνδέεται πρός τό ἐπίθετο δαήμων πού σημαίνει σοφός, γνώστης, ἔμπειρος. Ἄρα, ὁ δαίμων εἶναι τό πνεῦμα πού γνωρίζει καί τό ὁποῖο εὑρίσκεται μεταξύ θεῶν καί ἀνθρώπων. Ἡ «ἐνδιάμεση» αὐτή «τοποθέτησις» τῶν δαιμονικῶν μορφῶν καί πλασμάτων στήν ἀρχαία Μυθολογία καί συνεπῶς στήν ἀρχαία λατρεία ἐπῆλθε βαθμιαίως, καθώς ἔγινε συνείδησις στήν ἀρχαία κοινωνία ὅτι τό κακό δέν ἦταν δυνατόν νά ἐκπορεύεται ἀπό τούς θεούς. Αὐτή ἡ ἀντιμετώπισις, πού τελικῶς ἑτοίμασε τόν δρόμο γιά τήν ἀποδοχή τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀπό τούς Ἕλληνες, διατυπώθηκε χαρακτηριστικά ἀπό τόν Πλάτωνα: αἰτία ἑλομένου˙ θεός ἀναίτιος (Πολιτεία 617). Μέ τήν σύντομη αὐτήν φράση ὁ Πλάτων ἀποδίδει τό κακό στήν ἄστοχη ἐνέργεια τοῦ ἀνθρώπου καί τονίζει ὅτι ὁ Θεός δέν εὐθύνεται γιά τό κακό. Μέ τήν φιλοσοφική αὐτή ἐνατένιση τοποθετεῖται τό κακό, πού πάντοτε ἀπασχολοῦσε τούς ἀνθρώπους οἱ ὁποῖοι τό θεωροῦσαν ἀνεξήγητο, ὡς συνέπεια πράξεων ἤ παραλείψεων τοῦ ἀνθρώπου καί ἆρα ταυτίζεται πρός τό μή ἀγαθόν, δηλαδή τήν ἀπουσία τῆς ὀρθῆς ἐνεργείας, ὅπως καί τό σκότος εἶναι ἡ ἀπουσία τοῦ φωτός. Ἡ φιλοσοφική θεώρησις τοῦ Πλάτωνος καί τῶν μετ’ αὐτόν στοχαστῶν στηρίζεται σέ αὐτήν τήν ἀντίληψη, πού συνεχίζεται στόν Χριστιανισμό. Μέ αὐτήν τήν θέση ἀποκλείεται ὁ δυϊσμός πού ἐταλάνισε τίς ἀνατολικές θρησκεῖες, ἀλλά καί τήν Δυτική Εὐρώπη στούς Μεσαιωνικούς Χρόνους μέ τήν ἐμφάνιση τῆς αἱρέσεως τῶν Καθαρῶν ἤ Ἀλβιγηνῶν ἤ Βογομήλων πού διεδόθη εὐρύτατα στήν Νότιο Γαλλία καί στήν Ἰβηρική χερσόνησο ἀλλά καί τήν Ἀγγλία καί ἴσως εἶναι ἡ ἀπώτερη βάσις τῶν δογμάτων τῶν Διαμαρτυρομένων, κυρίως ὡς πρός τήν ἀντίληψη περί ἐνοχῆς.
Ποιοί εἶναι ὅμως οἱ δαίμονες; Εἶναι θεότητες τῆς βλαστήσεως καί τῆς φύσεως τῶν παναρχαίων δοξασιῶν πού ὑπέστησαν «μεταλλάξεις» καί διεμορφώθησαν σύν τῷ χρόνῳ σέ δευτερεύουσες θεότητες προικισμένες μέ μαντικές ἰδιότητες, συνήθως χθόνιες θεότητες, ἄλλοτε δέ καί μέ κακοποιό δύναμη, ὅπως οἱ Σειρῆνες, οἱ Ἅρπυιες, ἡ Σκύλλα καί ἡ Χάρυβδις, ἡ Λάμια, ἡ Ἔχιδνα, ἡ Ἔμπουσα, ἡ Μέδουσα, ἡ Γοργώ, ὁ Ταράξιππος κ.ἄ.
Τά δαιμονικά αὐτά πνεύματα ἀντικατοπτρίζουν ἐν πολλοῖς φυσικές δυνάμεις, ὅπως εἶναι θαλάσσια φαινόμενα, φόβοι τῆς νύχτας πού ταλανίζουν συχνά τούς ἀνθρώπους χωρίς αἰτία ἤ τέλος τέρατα στά ὁποῖα μεταμορφώθηκαν θνητοί ἀπό τήν ὀργή τῶν θεῶν καί καταδικάσθηκαν σέ σχεδόν αἰώνια ταλαιπωρία. Οἱ δαίμονες ὅμως εἶναι θνητοί, ὅπως ἀποδεικνύεται μέ τίς Σειρῆνες πού αὐτοκτόνησαν ὅταν τό τραγούδι τοῦ Ὀρφέως ἐκάλυψε τήν δική τους σαγήνη.
Ἡ μελέτη τῆς ἀρχαίας δαιμονολογίας ἐνέχει ἀπό τῆς πλευρᾶς τῆς συγγραφέως διττή ἀφορμή: Ἀφ’ ἑνός διακρίνεται τό πνεῦμα τῆς φιλολόγου καί ἀρχαιογνώστου πού ἔχει ἐμβαθύνει στήν ἀρχαία φιλοσοφία καί μάλιστα τόν Ὀρφισμό καί τόν Νεοπλατωνισμό, ἀλλά καί τίς προεκτάσεις τους στήν νεώτερη θεωρία τῆς θρησκείας, δηλαδή τήν θεολογία. Ἀφ’ ἑτέρου τά ὡραῖα καί συμβολικά παραμύθια τῆς ἀρχαιοελληνικῆς Μυθολογίας προσφέρονται γιά πολλές δημιουργικές συγγραφικές ἐξορμήσεις. Τό μεταφυσικό στοιχεῖο ταιριάζει στήν πέννα τῆς κ. Λαδιᾶ, πού ἀγαπᾶ τίς λεπτές ἔννοιες καί τόν ὀνειρικό κόσμο. Τό πλαίσιο αὐτό διακρίνεται στό κείμενο καί αὐτοῦ τοῦ μελετήματος.
Τά κεφάλαια τοῦ βιβλίου εἶναι τά ἑξῆς: Περί δαιμόνων, Κρητομυκηναϊκοί δαίμονες, Τά εἴδη τῶν δαιμόνων, Τά ἡσιόδεια γένη, Ὁ δαίμων στούς Προσωκρατικούς, Τό δαιμόνιον τοῦ Σωκράτους, Οἱ δαίμονες στήν πλατωνική φιλοσοφία, Ὁ Πλούταρχος καί οἱ δαίμονες, Ὁ Στωικός Ποσειδώνιος καί οἱ δαίμονες, Ὁ Νεοπλατωνισμός καί οἱ δαίμονες. Ἐκ τῶν κεφαλαίων αὐτῶν τό πλέον ἐνδιαφέρον εἶναι ἐκεῖνο πού ἀναφέρεται στό δαιμόνιο τοῦ Σωκράτους, στό ὁποῖο ὑπογραμμίζεται τό μεταφυσικό στοιχεῖο στήν διδασκαλία του. Τονίζεται ὅτι ὁ Σωκράτης ἐπίστευε στά ὄνειρα καί στό δαιμόνιό του βεβαίως, τό ὁποῖο κατηύθυνε ὅλη τήν πορεία τῆς ζωῆς του. Τό δαιμόνιο αὐτό ἔχει ἑρμηνευθῆ ποικιλοτρόπως ὡς ἔκφρασις τῆς συνειδήσεως τοῦ φιλοσόφου καί ὡς ἐκδήλωσις τῆς ἐνδιαθέτου τάσεώς του πρός τήν ἀναζήτηση τῆς ἀληθείας. Ὅμως, ἡ κ. Λαδιᾶ τονίζει τήν ἀντίληψη ὅτι ὁ Σωκράτης ἦταν ἕνας πολύ θρῆσκος ἄνθρωπος καί ἡ ὑπακοή του πρός τό δαιμόνιο εἶναι θρησκευτική πρᾶξις, κάτι ἀνάλογο πρός τήν ἀποκάλυψη τοῦ θείου πού ἐβίωσαν πολλοί μεταγενέστεροι ἅγιοι κατά τούς Βυζαντινούς χρόνους καί τόν Δυτικό Μεσαίωνα.
Ἡ μελέτη στηρίζεται σέ πλούσια βιβλιογραφία πού εἶναι κατά σχεδόν ἀποκλειστικόν λόγο σέ ἑλληνική γλῶσσα, γιά τήν διευκόλυνση τῶν ἀναγνωστῶν πού θέλουν νά προσεγγίσουν εἰδικώτερα θέματα ἐκ τῶν ἀναφερομένων. Ἀκόμη καί τά ξένα συγγράμματα πού ἐχρησιμοποιήθηκαν ἤ τουλάχιστον αὐτά πού μνημονεύονται, ὑπάρχουν σέ ἑλληνική μετάφραση.
Τό βιβλίο εἶναι βαθύτατα στοχαστικό ἐνῶ ὁ λόγος εἶναι γοητευτικός καί διακρίνεται γιά τήν ἐκφραστικότητά του, ἀλλά καί γιά τό προσεκτικό καί διακριτικό ὕφος της στήν ἀφήγηση τῶν ἱστοριῶν μέ τίς ὁποῖες μᾶς παρασύρει σέ ὀνειρικούς καί ταυτοχρόνως πανανθρώπινους κόσμους…
Εστία 3.05.2013
Παιδιά στήν ἀρχαιότητα
Ἡ γνωστή καί πολυβραβευμένη λογοτέχνις μας κ. Ἑλένη Λαδιᾶ προσφέρει καί πάλιν στό ἀναγνωστικό κοινό ἕνα ἀπολαυστικό βιβλίο. Λόγιο καί πυκνό ὡς πρός τήν ὕλη πού περιλαμβάνει, τό βιβλίο ὑπό τόν τίτλο: Οἱ Ἕλληνες παῖδες στήν ἀρχαιότητα (ἐκδ. Gema, σελ. 304, εὐρώ 20) εἶναι καρπός τῆς ἀγάπης τῆς συγγραφέως πρός τήν ἀρχαιότητα. Ἡ κ. Λαδιᾶ πέρα τοῦ λογοτεχνικοῦ δώρου πού διαθέτει, εἶναι ἐξαιρετική φιλόλογος καί γνώστης τῆς ἀρχαίας Ἑλληνικῆς Γραμματείας, πολλά ἔργα τῆς ὁποίας ἔχει μελετήσει βαθύτατα ἐνῶ κάποια ἔχει καί μεταφράσει, κυρίως τούς Ὁμηρικούς Ὕμνους. Ὅμως παραλλήλως ἔχει μελετήσει εἰς βάθος καί τά Ὀρφικά κείμενα πού διεσώθησαν ἀπό τήν Ἀρχαιότητα, τά Νεοπλατωνικά, πέρα βεβαίως ἀπό τά κλασικά φιλοσοφικά καί ποιητικά ἔργα τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων δημιουργῶν.
Ἡ ἀγάπη τῆς συγγραφέως γιά τήν μυθολογία καταυγάζει τό σύνολο τοῦ ἔργου της. Ἴσως μάλιστα αὐτό νά εἶναι καί τό στοιχεῖο πού καθιστᾶ ἐνίοτε δυσπρόσιτα κάποια παλαιότερα κυρίως λογοτεχνικά της ἔργα. Εἶναι παράδοξο καί μᾶς ὁδηγεῖ σέ προβληματισμό τό γεγονός ὅτι σήμερα ἡ Ἑλληνική Μυθολογία, πού ὑπῆρξε ἐπί μακρούς αἰῶνες πηγή ἐμπνεύσεως γιά τίς εἰκαστικές τέχνες καί τήν λογοτεχνία, ἀλλά καί τήν μουσική, σήμερα ἐλάχιστα διδάσκεται. Κάποτε τά παιδιά βιβλία εἶχαν ὡς θέμα ἱστορίες ἀπό τήν Μυθολογία, ὄχι μόνον στήν Ἑλλάδα, ἀλλά κυρίως ἐκτός αὐτῆς, στήν Γερμανία, τήν Ἀγγλία καί τήν Γαλλία. Οἱ μῦθοι ἐξεπλήρωναν πάντοτε τήν ἀποστολή τους διδάσκοντας μέ εὐχάριστο τρόπο σημαντικά μαθήματα. Καί τά βιβλία ἐκεῖνα συχνά εἰκονογραφημένα ἀπό γνωστούς ζωγράφους παρεῖχαν στά παιδιά τῆς Εὐρώπης τήν πρόσβαση στόν κόσμο τῆς φαντασίας καί τῆς δημιουργίας. Γενεές γενεῶν ἐμεγάλωσαν μέ τίς ἱστορίες τοῦ Τρωϊκοῦ Πολέμου καί τῶν Ἀργοναυτῶν, μέ τίς περιπέτειες τοῦ Ὀδυσσέα καί τίς ἱστορίες τῶν Θεῶν στόν Ὄλυμπο καί μεταξύ τῶν ἀνθρώπων. Ὅταν ἐγίνετο λόγος γιά τόν Προμηθέα ὅλοι ἐγνώριζαν περί τίνος ἐπρόκειτο. Σήμερα ὅμως στόν τόπο ὅπου ἐγεννήθηκαν οἱ Μῦθοι, τό Σχολεῖο τούς περιφρονεῖ καί δέν τούς διδάσκει πλέον. Καί ἔτσι οἱ Νεοέλληνες στεροῦνται ἕνα ὁλόκληρο κόσμο τῆς κληρονομίας των, ἐνῶ ἴσως στό ἐξωτερικό νά ὑπάρχουν ἀκόμη θύλακοι ὅπου ἡ παλαιά κλασική παιδεία εὑρίσκει καταφύγιο.
Ἡ κ. Ἑλένη Λαδιᾶ, μέ τά ἀρχαιογνωστικά δοκίμιά της, προσφέρει τήν μεγάλη ἀπόλαυση τῆς νέας ἐπισκέψεως γνωστῶν μύθων. Γράφει τίς παλαιές ἐκεῖνες ἱστορίες μέ ἀγάπη καί τρυφερότητα. Καί τοῦτο διότι τίς ἀγαπᾶ πραγματικά καί βιώνει τίς περιπέτειες τῶν ἡρώων της. Στό νέο βιβλίο της ἐπέλεξε νά προσεγγίσῃ τόν κόσμο τοῦ παιδιοῦ. Δέν ἐπιχειρεῖ νά περιγράψῃ τόν τρόπο ἀνατροφῆς καί ἐκπαιδεύσεως τῶν παιδιῶν κατά τήν ἀρχαιότητα, οὔτε τήν ἔνδυση, τήν διατροφή καί τήν ἄθλησή των. Δέν καταγράφει τήν ζωή κοντά στήν τροφό, τήν μετάβαση στόν παιδαγωγό καί τήν πρώτη ἐπαφή μέ τά γράμματα καί τήν μουσική, ἀπαραίτητο συμπλήρωμα τῆς ἀρχαιοελληνικῆς στοιχειώδους παιδείας. Προσεγγίζει τόν κόσμο τοῦ παιδιοῦ διά τῶν μύθων. Μᾶς παρουσιάζει τήν παιδική ἡλικία τῶν Θεῶν καί τῶν ἡρώων, βάσει πάντοτε τῶν πηγῶν τίς ὁποῖες καί μνημονεύει στό κείμενο, ἐνῶ σημειώσει ἐν τέλει τοῦ βιβλίου παρέχουν περισσότερες πληροφορίες γιά τό ποῦ θά εὕρῃ ὁ ἐνδιαφερόμενος ἀναγνώστης τά μνημονευόμενα κείμενα, ἀλλά καί εἰδικά μελετήματα καί πῶς θά τά προσεγγίσῃ ὅλα ἤ σχεδόν ὅλα σέ καλές ἑλληνικές μεταφράσεις. Μία πλουσία βιβλιοθήκη ὑπάρχει στήν διάθεση τῶν ἐνδιαφερομένων πού θά θελήσουν νά διευρύνουν τίς γνώσεις τους στόν τομέα τῆς Ἑλληνικῆς Μυθολογίας.
Στό βιβλίο παρουσιάζονται οἱ μῦθοι πού ἀναφέρονται στήν παιδική ἡλικία τῶν Θεῶν, τοῦ Διός, τοῦ Διονύσου, τοῦ Ἀσκληπιοῦ, τοῦ Ἑρμῆ, τοῦ Ποσειδῶνος, τοῦ Πανός, τοῦ Ἡφαίστου, τοῦ Ἀποόλλωνος καί τῆς Ἥρας. Ἡ παιδική ἡλικία καί δρᾶσις τῶν θεαινῶν ἦταν φαίνεται πιό πτωχή σέ περιπέτειες ἀφοῦ δέν περιλαμβάνονται στό βιβλίο. Ἀπό τούς ἥρωες, ἡ κ. Λαδιᾶ ἐπέλεξε νά περιγράψῃ στιγμές ἀπό τήν παιδική ἡλικία τοῦ Περσέως, τοῦ Ἡρακλέους, τοῦ Θησέως καί τοῦ Ἀχιλλέως. Καί ἀκολουθοῦν ἄλλα παιδιά πού δέν τά γνωρίζομε καλά ἀλλά πληροφορούμεθα γιά τήν ὕπαρξη καί τήν ἱστορία τους: ὁ Παλαίμων, τό παιδί μέ τό δελφίνι, ὁ Ἁρποκράτης, τό ἀλεξανδρινό ἀγόρι, πού δέν εἶναι ἄλλος ἀπό τόν Αἰγύπτιο Ὦρο, ὁ δαίμων Τελεσφόρος, πού ἐπιστατεῖ στήν ἀνάρρωση τῶν ἀνθρώπων, ὁ Ἀρχέμορος, τό παιδί τοῦ θανάτου, τοῦ ὁποίου ὁ θάνατος ἀπετέλεσε τήν αἰτία τῶν Νεμέων ἀγώνων, ὁ Γλαῦκος, τό ἀναστημένο παιδί, ὁ Οἰδίπους τό βρέφος πού ἐγκατελείφθη στόν ἄγριο Κιθαιρῶνα καί ὅμως ἐπέζησε γιατί αὐτό ἤθελαν οἱ θεοί, ὁ Ἴαμος, τό παιδί τῶν μενεξέδων, πού ἔγινε ἕνας ἀπό τούς διασημότερους μάντεις τῆς ἀρχαιότητος καί γενάρχης σπουδαίας οἰκογενείας, ὁ χαριτωμένος Ἔρως, ὁ ἄτακτος γυιός τῆς Ἀφροδίτης, ἀλλά καί πιό «σκοτεινά» παιδιά, ὅπως ὁ Διόνυσος Ζαγρεύς, ὁ Καδμίλος καί ὁ Ἴακχος, τά παιδιά τῶν χθονίων Μυστηριακῶν τελετῶν.
Ἡ καταγραφή τῶν ἱστοριῶν γιά τά ἀρχαῖα παιδιά περιλαμβάνει καί πληροφορίες ἀντλημένες ἀπό κείμενα παιδαγωγικά πού ἀναφέρονται στήν δεοντολογία τῆς ἐκπαιδεύσεως ὅμως τήν ἀντελήφθησαν μεγάλοι στοχαστές τῆς Ἀρχαιότητος, ὁ Πλάτων, ὁ Ἀριστοτέλης, ὁ Ἰσοκράτης, ὁ Ξενοφῶν. Στά κείμενα αὐτῶν, πού καταγράφονται περιληπτικά στό βιβλίο, ἡ κ. Λαδιᾶ κατώρθωσε νά προσδώσῃ ὄχι μόνον ἐνδιαφέρον –τό ὁποῖο πάντοτε ἔχουν καί θά ἔχουν- ἀλλά καί ἐπικαιρότητα. Καί δέν παρέλειψε νά προβῆ σέ διευκρινήσεις καί διασαφήσεις σχετικῶς μέ τό πολυσυζητούμενο στήν ἐποχή μας θέμα τῆς παιδεραστίας πού ὁπωσδήποτε δέν εἶχε κατά τήν ἀρχαιότητα σχέση μέ ὁμοφυλοφιλικές τάσεις. Ἀσχέτως ἄν, ὅπως ὑπογραμμίζει, καί ἡ ἰδία ὑπῆρχαν πράγματι κρούσματα αὐτοῦ τοῦ εἴδους, τά ὁποῖα ὅμως ἐστιγματίζοντο καί τότε ὡς ἀδικήματακαί ἐτιμωροῦντο αὐστηρότατα, ἰδιαιτέρως τά ἔχοντα ὡς θύματα παιδιά. Ἡ συγγραφεύς ἀπορρίπτει τήν τάση κάποιων ξένων συγγραφέων νά ἀποδώσουν στήν ἀρχαιοελληνική κοινωνία σχεδόν «θεσμοθετημένη θέση» στήν ὁμοφυλοφιλία καί τήν παιδεραστία -μέ τήν σημερινή ἔννοια- καί ἀποδίδει τήν τάση αὐτήν σέ ὑστεροβουλίες ἤ μία κακῶς ἐννοουμένη μόδα.
Τέλος πολύ ἐνδιαφέρον εἶναι καί τό μέρος πού ἀφορᾶ στίς ἑορτές στίς ὁποῖες μετεῖχαν παιδιά ἤ εἶχαν θεσπισθῆ πρός τιμήν παιδιῶν-ἡρώων. Ἐκεῖ ἐπιφυλάσσονται στόν ἀναγνώστη πολλές ἐκπλήξεις. Ὁ ἐπίλογος τοῦ βιβλίου ἀναφέρεται στά ἐπιτύμβια μικρῶν παιδιῶν καί τίς ἐπιγραφές πού τά κοσμοῦν. Ἁπλές καί ἄμεσες, ἐκφραστικές τοῦ πόνου τῶν γονέων πού ἔχασαν τά μικρά τους σέ ἕνα κόσμο, ὅπου ἡ παιδική θνησιμότης ἦταν μεγάλη καί ἡ ἐπιβίωσις ἰδιαιτέρως δύσκολη.
Τό βιβλίο τῆς κ. Ἑλένης Λαδιᾶ πρέπει νά τό διαβάσουν ὅσοι ἀγαποῦν τήν Μυθολογία, τήν ποίηση, τά παιδιά καί τήν Ἑλληνική Ἀρχαιότητα. Ἡ τρυφερότητα καί ἡ χάρις τῆς γραφῆς θά γοητεύσῃ τόν ἀναγνώστη καί ἡ ρέουσα ἀφήγησις θά τόν παρασύρῃ ὥστε σχεδόν δέν θά κατανοήσῃ πόσο προσεκτικά εἶναι «δουλεμένο» τό κείμενο μέχρι τό τελευταῖο κόμμα, μέχρι τήν τελευταία λέξη…
Εστία 08.05.2010
Ενα φιλοσοφικό μυθιστόρημα
Από την Σελίδα αυτήν πολλές φορές έχομε γράψει για το συγγραφικό έργο της κ. Ελένης Λαδιά. Και έχομε υπογραμμίσει το γεγονός ότι απευθύνεται σε κοινό που είναι πρόθυμο να συμβάλη με τις δικές του γνώσεις για να φωτίση το λογοτεχνικό κείμενο που του προσφέρεται. Υπάρχουν δύο ειδών μυθιστορήματα: εκείνα που προσφέρονται για την άμεσο απόλαυση και την αναψυχή μας, παρέχοντας πλούσιο λογοτεχνικό λόγο και δομή πλήρη αλλά και υπόθεση εύληπτη και ομαλά εξελισσομένη και εκείνα που επιβάλλουν συχνά την δεύτερη και τρίτη ανάγνωση για να προσεγγίση ο αναγνώστης το κείμενο. Η κ. Λαδιά ανήκει στους συγγραφείς της δευτέρας ομάδος.
Το βιβλίο της που παρουσιάζομε σήμερα είναι το μυθιστόρημα «Η Χάρις» που κυκλοφορεί σε δεύτερη έκδοση (Ελένης Λαδιά, Η Χάρις, εκδ. Βιβλιοπωλείον της Εστίας, σελ. 208, ευρώ 12). Η πρώτη έκδοση συνετελέσθη από τον εκδοτικό οίκο Πατάκη το 2000. Σήμερα παρουσιάζομε το πολύ ενδιαφέρον αυτό μυθιστόρημα στην δεύτερη και πολύ προσεγμένη έκδοσή του από τον εκδοτικό οίκο της Εστίας.
Ηρωίδα του μυθιστορήματος είναι η ίδια η συγγραφεύς που μετουσιώνεται με διάφορες personnes στα πρόσωπα του έργου. Σε απτό επίπεδο ηρωίδα είναι η Αλεξάνδρα, μια νέα γυναίκα που ταξιδεύει με το αυτοκίνητό της χωρίς συγκεκριμένο προορισμό μέχρις ότου η καταρρακτώδης βροχή την εξαναγκάζει να ζητήση καταφύγιο σε ένα πανδοχείο με το όνομα «Η Χάρις». Ξενοδόχος είναι η Ουρανία και υπηρέτης του ξενοδοχείου ο Ανδροκλής, που την υποδέχονται, της προσφέρουν δωμάτιο και ζητούν τα στοιχεία της, βεβαιώνοντας ταυτοχρόνως ότι αυτά δεν έχουν πραγματική σημασία. Από εκεί και πέρα η ιστορία εισέρχεται σε ένα ονειρικό πεδίο, μια άλλη διάσταση. Το δωμάτιο που παραχωρείται στην Αλεξάνδρα δεν έχει χρησιμοποιηθή ποτέ από άλλον άνθρωπο. Και την επομένη ο Ανδροκλής την οδηγεί σε μια βιβλιοθήκη χωρίς βιβλία, όπου υπάρχει μόνον ένα τετράδιο, στο οποίο καλούνται οι ένοικοι του πανδοχείου να καταγράψουν το σημαντικώτερο γεγονός της ζωής τους. Η Αλεξάνδρα καταγράφει τα βασανιστικά υπαρξιακά ερωτήματα που την ταλανίζουν: «Ποιά είμαι; Από πού έρχομαι; Πού πηγαίνω;». Κατόπιν αυτού της επιτρέπεται να επικοινωνήση με τους λοιπούς ενοίκους του πανδοχείου, οι οποίοι είναι επτά. Ολοι ευρίσκονται εκεί μεταβατικά, λόγω της βροχής, αναμένουν την στιγμή της αναχωρήσεως και φέρουν όλα τα βάρη της ζωής, των αγωνιών και των επιθυμιών των. Κάποιοι από αυτούς δημιουργούν μύθους για τον εαυτό τους και την ζωή επειδή δεν αντέχουν την αλήθεια.
Ενας από τους ενοίκους, ο Βασίλης, ένας ευγενής και φιλοσοφημένος άνθρωπος, διαπράττει δολοφονία, φονεύοντας ένα κοριτσάκι στο γειτονικό δάσος, καθώς έχει καταληφθή από παράνοια, θεωρεί ότι το πανδοχείο είναι χάρτινο δημιούργημα και ότι και το παιδί είναι χάρτινο, μη πραγματικό. Είναι όμως η Χάρις, η κόρη της Ελπίδας, που επίσης κατοικεί στο πανδοχείο. Μια άλλη ένοικος, η Ολυμπία, υπνοβατεί και λίγο μετά την δολοφονία της μικρής Χάριτος, χωρίς να το θέλη κατά την διάρκεια της υπνοβασίας της, πυρπολεί το πανδοχείο. Οι ένοικοι και η πανδοχεύς Ουρανία προφθαίνουν και εξέρχονται εγκαίρως, μαζί βεβαίως και η Αλεξάνδρα. Αλλά εντός του κτιρίου έχει απομείνει ο Ανδροκλής. Ο οποίος τελικώς εξέρχεται κρατώντας από το χέρι την αναστημένη μικρούλα Χάρι. Ευεργετική βροχή έρχεται να κατασβέση την πυρκαϊά και οι ένοικοι καλούνται να ακολουθήσουν την μοίρα και τον δρόμο τους.
Η πλοκή, περιγραφομένη κατ’ αυτόν τον τρόπο, ηχεί αρκετά σουρρεαλιστικά. Εν τούτοις, το βιβλίο δεν είναι σουρρεαλιστικό, αλλά φιλοσοφικό. Είναι ένα φιλοσοφικό μυθιστόρημα, ανάλογο σε δομή και σε εξέλιξη προς τα αντίστοιχα της Εποχής του Διαφωτισμού, που καλούσαν τον αναγνώστη να παρακολουθήση τις περιπέτειες του ήρωα και μαζί να κάμη ένα δικό του ταξίδι αυτογνωσίας και μυήσεως στην περιπέτεια της ζωής. Η κ. Λαδιά φέρει βαρύν εξοπλισμό για την περιπέτεια αυτήν της Αλεξάνδρας. Αρίστη φιλόλογος, έχει ασχοληθή εντόνως με την φιλοσοφία των Προσωκρατικών και των Ορφικών φιλοσόφων, έχει μελετήσει την Νηπτική Γραμματεία της Ορθοδοξίας, γνωρίζει άριστα την κλασική φιλολογία και φιλοσοφία και έχει ευρύτατα διαβάσει λογοτεχνία άλλων λαών.
Στο βιβλίο αυτό η λέξις κλειδί είναι ο όρος «περιχώρηση», αντλημένος κυρίως από την Ορθόδοξη φιλοσοφία και θεολογία τών Πατέρων της Εκκλησίας. Δηλώνει την διαδικασία σχέσεων μεταξύ των τριών προσώπων της Τριαδικής Θεότητος και αποτελεί την βάση της Τριαδικής θεολογίας. Η διείσδυσις του ενός προσώπου της Τριάδος στα λοιπά αποτελεί την «περιχώρηση», ώστε τελικώς τα τρία πρόσωπα να καθίστανται ένα. Εξ άλλου ο όρος δηλώνει και την διπλή υπόσταση του Υιού ως πλήρους Θεού και πλήρους ανθρώπου, δύο φύσεων που δεν διαχωρίζονται αλλά αποτελούν ένα ενιαίο και αδιαχώριστο σύνολο. Ο όρος ανάγεται στον Γρηγόριο τον Ναζιανζηνό, αλλά η θεολογική μελέτη της «περιχωρήσεως» ανεπτύχθη ιδιαιτέρως από τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό. Στους νεωτέρους χρόνους πολλοί είναι οι θεολόγοι, τόσο της Ορθοδοξίας όσο και των άλλων δογμάτων που έχουν ασχοληθή με το ζήτημα. Αλλά είναι αρκετά διαφανές στο βιβλίο της κ. Λαδιά, ότι για εκείνην η περιχώρησις ανάγεται στα ερμητικά δόγματα του Ορφισμού και του Νεοπλατωνισμού. Τούτο δεν είναι ασύμβατο με την ανάπτυξη των θεολογικών δογμάτων αν ληφθή υπ’ όψη ότι ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός εσπούδασε στην Φιλοσοφική Σχολή των Αθηνών και εξετέθη πλήρως στα δόγματα του Πλατωνισμού και του Νεοπλατωνισμού, ενώ ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός προσήγγισε τον κόσμο της Νεοπλατωνικής και Ερμητικής παραδόσεως στην Αντιόχεια.
Οι εξηγήσεις αυτές είναι απαραίτητες για την κατανόηση του βιβλίου. Διότι τα πρόσωπα και οι καταστάσεις δεν είναι τίποτε άλλο από την μυητική πορεία της συγγραφέως στην προσπάθεια κατανοήσεως του κόσμου και του εαυτού της. Οι φιλοσοφικές και υπαρξιακές αναζητήσεις της κ. Λαδιά διατυπώνονται ευθέως στα ερωτήματα που καταγράφει η Αλεξάνδρα στο τετράδιο των επισκεπτών στην βιβλιοθήκη του πανδοχείου «Η Χάρις». Πανδοχείο είναι το κτίριο διότι δέχεται όλους και όλα τα προβλήματά τους. Η πανδοχεύς, που δεν είναι όμως και ιδιοκτήτης του χώρου, ονομάζεται Ουρανία, διότι προσφέρει την επαφή με το επέκεινα. Στον χώρο του πανδοχείου, κάθε ένας ένοικος έρχεται αντιμέτωπος με το καλό και το κακό, όχι εξωτερικώς, αλλά μέσω των βιωμάτων και των αναμνήσεών του. Διότι το καλό και το κακό ευρίσκονται πρωτίστως στην ψυχή του ανθρώπου. Και οι λύσεις και οι επιλογές εκάστου είναι μέρος της προσωπικής περιπετείας και πορείας τους. Κάποιοι ένοικοι μετά την πυρκαϊά βλέπουν αναστημένο το κοριτσάκι. Αυτοί έχουν φθάσει στο τέλος μιας πορείας μέσω της Ελπίδας και της Αγάπης που υπάρχει στην ψυχή τους. Άλλοι δεν βλέπουν τίποτε και καταλαμβάνονται από απελπισία διότι θεωρούν ότι έχουν χάσει την ψυχή τους και δεν μπορούν να δουν το «θαύμα». Άλλοι παραμένουν αγκιστρωμένοι στην ψυχρή πραγματικότητα όπως την κατανοούν, χωρίς ελπίδα, αλλά με αγάπη στηριγμένη στις αναμνήσεις τους. Και η συγγραφεύς, με την μορφή της Αλεξάνδρας, φεύγει με το γυαλιστερό και σαν καινούργιο αυτοκίνητό της για να συνεχίση την αναζήτηση της δικής της αληθείας, την αναζήτηση της περιχωρήσεως του κόσμου στην ψυχή της.
Εστία 29.09.2009
Διηγήματα ὀδύνης
Προσφάτως ἐκυκλοφόρησε νέος τόμος διηγημάτων τῆς γνωστῆς καί πολυβραβευμένης λογοτέχνιδος, πού τιμᾶ τά ἑλληνικά γράμματα, κ. Ἑλένης Λαδιᾶ, Τό ἅγιο περιστέρι καί ὁ Κορυδαλλός ὀδύνης (ἐκδ. Ἁρμός, σελ. 196, εὐρώ 12). Τό βιβλίο ἐμφανίζεται σέ δύο μέρη, ἐκ τῶν ὁποίων τό πρῶτο κατά τήν συγγραφέα εἶναι ἔργα μυθοπλασίας ἐνῶ τό δεύτερο ἀποτελεῖ λογοτεχνική ἔκφραση ἐντυπώσεών της ἀπό τετραετῆ προσφορά στό Σχολεῖο Δεύτερης Εὐκαιρίας τῶν Φυλακῶν Κορυδαλλοῦ. Ἐν τούτοις ὑπάρχει ἐσωτερικός ἀπόλυτος σύνδεσμος μεταξύ τῶν δύο μερῶν. Καί αὐτός εἶναι στά δύο μεγάλα θέματα πού πραγματεύονται τά διηγήματα: Τήν σχέση μέ τόν θάνατο στό α΄ μέρος καί τήν σχέση μέ τό ἔγκλημα καί τήν ἀγωνία που γεννᾶ αὐτό στό β΄ μέρος.
Τά διηγήματα τοῦ πρώτου μέρους εἶναι ἀπό τά καλύτερα πού ἔχει γράψει ἡ κ. Λαδιᾶ. Στηρίζονται τόσο στήν προσωπική ἐμπειρία καί ἔμπνευση ὅσο καί στήν βαθειά θεολογική καί φιλολογική παιδεία της. Ἰδίως τό πρῶτο κείμενο πού ἔχει δώσει τό πρῶτο μέρος τοῦ ὀνόματος τῆς συλλογῆς «Τό ἅγιο περιστέρι» εἶναι μία προσπάθεια ἑρμηνείας τῆς ὑποστάσεως τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐντός τῶν δογματικῶν ὁρίων τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά σέ συνδυασμό πρός τά κεκτημένα τῆς Ἐπιστήμης. Καί εἶναι γραμμένο πραγματικά κατά τρόπον ἐξαιρετικά ἐμπνευσμένο, καθώς ἀγγίζει τήν ποίηση, ἀλλά καί μία βίωση συναισθημάτων καί ἀγωνιῶν πού καταλήγουν σέ μεγαλύτερα ἐρωτήματα ὅπως πάντοτε συμβαίνει μέ τά φιλοσοφικά προβλήματα. Τά λοιπά διηγήματα τοῦ α΄ μέρους παλαίουν μέ τήν ἔννοια τοῦ θανάτου, τοῦ ἐπιτελεσθέντος καθήκοντος, τήν μοναξιά πού γεννᾶται στούς ἀνθρώπους ὅταν χάνουν τόν τελευταῖο συγγενῆ τους, ἐν προκειμένω τήν Μητέρα, μέ τό ἄγχος τοῦ ἐπέκεινα, τήν ἀπώλεια. Στό β΄ μέρος τά κείμενα δέν εἶναι τόσο ποιητικά, καθώς ἀναφέρονται σέ πραγματικά γεγονότα καί ὄχι τόσο στά συναισθήματα τῆς συγγραφέως. Οἱ «γυιοί» της στίς Φυλακές Κορυδαλλοῦ ἦταν ἐγκληματίες πού ἤθελαν νά ἐπανενταχθοῦν στήν κοινωνία.
Εστία 17.02.2018
Ἑλένη Λαδιᾶ, Ἡ Φερέοικη
Ἀπό τόν τίτλο κατανοεῖ ὁ ἀναγνώστης ὅτι δέν εὑρίσκεται πρό εὐκόλου μυθιστορήματος, ἀπό ἐκεῖνα πού χαρακτηρίζονται εὐπώλητα. Κάθε ἄλλο. Πρῶτα-πρῶτα διότι ἡ ἀγαπητή μας Ἑλένη Λαδιᾶ δέν γράφει τέτοιου τύπου βιβλία. Ποτέ. Γράφει βιβλία ἀπό ἐκεῖνα πού τά βρίσκετε στό βιβλιοπωλεῖο καί ἐσεῖς τά προσκαλεῖτε στό σπίτι σας. Τά χαϊδεύετε πρίν τά ἀνοίξετε καί μετά κάθεσθε σέ μία βολική πολυθρόνα, μέ ἄνεση καί ἡσυχία, χωρίς διασπάσεις, χωρίς τήν διάθεση νά διαβάσετε κάτι γιά νά χαλαρώσετε πρίν κοιμηθῆτε. Κάθεσθε γιά νά τά διαβάσετε μέ ἀγάπη καί προσμονή, νά τά ἀπολαύσετε, νά τά καμαρώσετε. Καί ἀφοῦ κλείσετε τήν τελευταία σελίδα, θά μείνετε σίγουρα σκεπτικοί, θά συλλογισθεῖτε ὅσα διαβάσατε, θά ἐπανέλθετε σέ κάποιες σελίδες, θά ἀνοίξετε διάλογο μέ τό βιβλίο, θά προβληματισθεῖτε. Ἐγώ τουλάχιστον μέ τά βιβλία τῆς Ἑλένης Λαδιᾶ, πού διαβάζω ἀπό τήν ἐποχή τοῦ «Χί τοῦ Λεοντόμορφου», συχνά τά ξανανοίγω καί τά ξαναδιαβάζω, μέ ἀγάπη, ὅπως βρίσκει κανείς ἕναν παλαιό φίλο.
Τό νέο βιβλίο της ἐκυκλοφόρησε ἤδη ἀπό τά περασμένα Χριστούγεννα. Δέν ἔκαμε θόρυβο καί φασαρία, οὔτε θεαματικές παρουσιάσεις ἀπό ἐκεῖνες πού μετατρέπονται σέ events γιά νά μιλοῦμε στά …ἑλληνικά! Ἔκαμε ὅμως τόν δρόμο του μεταξύ ἐκείνων τῶν βιβλιοφίλων καί φιλαναγνωστῶν πού συνιστοῦν ὁ ἕνας στόν ἄλλο «Ποιό καλό βιβλίο διάβασες τελευταῖα;».
Ἡ Φερέοικη εἶναι ἕνα πολύ παράξενο βιβλίο. Σέ ἔκταση ἴσως πρέπει νά χαρακτηρισθῆ νουβέλλα, καθώς εἶναι σχετικά σύντομο. Ἔχει ὅμως τήν πλήρη δομή τοῦ μυθιστορήματος στήν ἀνάπτυξη τῶν χαρακτήρων. Γι’ αὐτό ἡ ἀγαπητή Ἑλένη, πού εἶναι καί ἀρίστη φιλόλογος, τό ἐνέταξε στά μυθιστορήματα. Εἶναι ἕνα βιβλίο πού ἀνήκει στίς εὐτυχεῖς στιγμές της, καθώς ἐπανέρχεται σέ αὐτό τό μικτό εἶδος ἀφηγήσεως, μυθιστορίας, πού κινεῖται μεταξύ πραγματικοῦ καί ὀνειρικοῦ, ἐνίοτε ἐφιαλτικοῦ, μέ ἀπηχήσεις ἀπό τήν ψυχολογία τοῦ βάθους, τήν θεολογία, τήν μυθολογία, ἀλλά καί τήν ἔντονη ἀνάγκη γραφῆς καί ἐκφράσεως πού διακρίνει τήν κ. Λαδιᾶ ὡς ἄξονας ὅλου τοῦ ἔργου της. Ἡ κ. Λαδιᾶ γράφει καί ἐκδίδει ὅπως ἀναπνέει, ἤ μᾶλλον ἀναπνέει γιά νά γράφη. Μέ αὐτές τίς σκέψεις ξεκινᾶ τό νέο μυθιστόρημα: «Ὅταν τελειώνω ἕνα βιβλίο, μέ κυριεύει μιά ταραχή, πού ἐξαπλώνεται στόν νοῦ μου σάν φαγούρα νευροδερματίτιδας. Ἀντιαισθητικό, ἀλλά ἔτσι ἀκριβῶς εἶναι. Δέν ἄγχομαι γιά τήν πορεία τοῦ βιβλίου ἀλλά γιά τό κενό πού δημιουργεῖται στήν ψυχή μου». Ἔτσι ἀρχίζει.
Ποιά εἶναι ἡ Φερέοικη; Εἶναι μία ἡρωΐδα πού ἀρνεῖται νά πειθαρχήση στήν δημιουργό της. Εἶναι ἕνα κείμενο γραμμένο σάν ἐσωτερική ἐξομολόγησις ἀλλά καί σάν καταγραφή τοῦ ἀγῶνος τοῦ δημιουργοῦ μέ τήν πράξη τῆς δημιουργίας. Ἄν θέλετε, ἀποτελεῖ μακρυνή ἀπήχηση τῆς περιγραφῆς τῆς Δημιουργίας τοῦ Κόσμου στό βιβλίο τῆς Γενέσεως. Τί ἐννοῶ; Ἡ δημιουργός παραγγέλλει: «Γεννηθήτω Φερέοικη». Καί ἡ ἡρωΐδα γεννᾶται, ἀλλά μετά δέν πειθαρχεῖ στήν δημιουργό της, ὅπως καί οἱ Πρωτόπλαστοι δέν ἐπειθάρχησαν. Ἀποκτᾶ ἐλευθέρα βούληση. Καί αὐτό εἶναι τό μεγάλο φαινόμενο τῆς λογοτεχνίας. Ὅσο καί ἄν ὁ δημιουργός, ὁ συγγραφεύς (ἀσχέτως φύλου) ἀποφασίζη νά ὁδηγήση τά πρόσωπα τῆς ἀφηγήσεώς του πρός συγκεκριμένους δρόμους, σέ κάποια στιγμή αὐτά παίρνουν σάρκα καί ὀστᾶ, τουλάχιστον σέ σχέση μέ τόν δημιουργό τους καί ἀρχίζουν νά ἀντιδροῦν ὅπως ἐκεῖνα θέλουν. Ἡ Φερέοικη εἶναι ἕνα alter ego τῆς συγγραφέως. Εἶναι τό συναίσθημα; Τό ὑποσυνείδητο; Εἶναι ἡ ἀνάμνησις; Ὁ φιλοσοφικός προβληματισμός; Εἶναι ὅλα αὐτά καί κάτι ἀκόμη περισσότερο. Εἶναι ἕνα φιλοσοφικό μυθιστόρημα, ἕνα ἰδιότυπο Bildungsroman, αὐτό τό τόσο ἰδιότυπο εἶδος πού στά ἑλληνικά ἀποκαλοῦμε «μυθιστόρημα ἐνηλικιώσεως» ἀλλά στόν γερμανικό ὅρο του εἶναι σημαντικά εὐρύτερο ἀπό τήν ἁπλή ἐνηλικίωση τοῦ ἐφήβου καί τό πέρασμα στήν ὡριμότητα. Ἐνηλικίωσις εἶναι καί ἡ στιγμή τῆς ἀπωλείας τῶν γονέων καί κυρίως τῆς μητέρας. Διότι τότε μόνον χάνεται ὁριστικά τό δίκτυ προστασίας τῆς μήτρας καί ὁ ἄνθρωπος πού μᾶς ἐδημιούργησε ἀπό τήν στιγμή τῆς συλλήψεως μέχρι τήν πρώτη ἀνάσα μας καί μετά στήν πορεία τῆς ζωῆς μας. Κάποτε, στό τέλος τῆς διαδρομῆς, μπορεῖ νά ἀντιστρέφονται οἱ ρόλοι στήν φροντίδα, ὄχι ὅμως καί στήν σχέση.
Ἡ Φερέοικη θρηνεῖ τόν θάνατο τῆς μητέρας της τήν ὁποία ἔχασε περίπου συγχρόνως ὅπως καί ἡ συγγραφεύς τήν δική της μητέρα, τήν γλυκειά καί ἀείμνηστη Εὐδοξία Λαδιᾶ στήν μνήμη τῆς ὁποίας εἶναι ἀφιερωμένο τό βιβλίο. Ἡ δημιουργός προσπαθεῖ νά ἀποσπάση τήν σκέψη τῆς ἡρωΐδας της ἀπό τόν πόνο καί τόν συνεχῆ θρῆνο, πού ἀναστέλλει τήν ζωή καί ὅλες τίς ἄλλες μνῆμες. Καί ἀποφασίζει νά προτείνη στήν Φερέοικη τρεῖς ἱστορίες γιά νά ἐπιλέξη ἐκείνη τό παρελθόν καί τίς μνῆμες της. Λευκός καί ἄγραφος χάρτης εἶναι κάθε νέα ἡρωΐδα, γιατί ὄχι λοιπόν; Οἱ τρεῖς ἱστορίες, τῶν δύο μικρῶν κοριτσιῶν τῆς Φιλιῶς καί τῆς Γιωργίτσας στήν μετακατοχική καί στερημένη Ἀθήνα τοῦ 1950, τοῦ ἰδιοτύπου τριγώνου τῆς Ἄννας, τοῦ Σάββα καί τοῦ Τηλέμαχου, στήν Ἀθήνα τοῦ 1970 καί ταῆς Καλυψῶς πού κινεῖται μεταξύ τοῦ σαφῶς μεγαλυτέρου της σέ ἡλικία ἐραστοῦ της Ὀδυσσέα Α. καί τοῦ συνομηλίκου της Ὀδυσσέα Β. πού ποτέ δέν ἔζησαν τήν ἕλξη τους ἔτσι ὥστε νά μετασχηματισθῆ σέ σχέση, προσφέρουν τρεῖς στιγμές καί τρεῖς φάσεις στήν ζωή μιᾶς γυναίκας. Στά τρία αὐτά μέρη τοῦ βιβλίου ἡ γλῶσσα εἶναι ἄμεση, ἡ ἀφήγησις ζωντανή καί πλήρης, οἱ διάλογοι φυσικοί καί «εὐθύγραμμοι».
Ἀλλά ἡ Φερέοικη δέν ἱκανοποιεῖται μέ κανένα ἀπό αὐτά τά «παρελθόντα» πού τῆς προσφέρονται καί συνεχίζει τόν θρῆνο της. Κατόπιν αὐτοῦ ἡ δημιουργός τήν ὁδηγεῖ πρός τό Μουσεῖο τῆς Μνήμης, ὅπου ἀναδύονται διαδοχικῶς τά στοιχεῖα τοῦ Νείκους καί τῆς Φιλότητος. Τό παρελθόν ἀναβιώνει ἀλλά σπασμωδικά, μέ ἀναλαμπές, ἀνέλεγκτα, ἐνῶ οἱ νεκροί δέν ἀνίστανται σέ αὐτή τήν σύγχρονη Νεκυία. Δέν ἀπαιτοῦνται θυσίες καί αἷμα σφαγίων γιά τήν προσέγγιση τῶν σκιῶν ἀλλά καί οἱ σκιές δέν συνομιλοῦν μέ τούς ζῶντες, ὅπως στήν Ἰλιάδα, τήν Ὀδύσσεια ἤ τήν Αἰνειάδα. Γι’ αὐτό ἡ κ. Λαδιᾶ ἐφεῦρε τήν Ξένη, ταυτοχρόνως ξένη καί παράξενη, μεσάζουσα μεταξύ ζώντων καί νεκρῶν, πού ξεναγεῖ δημιουργό καί δημιούργημα στόν κόσμο τῶν Ἠλυσίων Πεδίων. Ὁ κόσμος τῶν νεκρῶν μοιάζει μέ τόν πίνακα τοῦ Ἑλβετοῦ συμβολιστοῦ Arnold Böklin, πού λέγεται ὅτι ἐμπνεύσθηκε εἴτε ἀπό τήν Λευκάδα εἴτε ἀπό τό Ποντικονήσι. Εἶναι ἡ νῆσος τῶν Μακάρων, ὅπου ἀχνές σκιές περνοῦν χωρίς μνήμη, εὐτυχεῖς στήν λήθη τους. Ἡ εἰκόνα θυμίζει τό σονέτο τοῦ Μαβίλη Λήθη:
Καλότυχοι οἱ νεκροὶ ποὺ λησμονᾶνε
τὴν πίκρια τῆς ζωῆς. Ὅντας βυθίσει
ὁ ἥλιος καὶ τὸ σούρουπο ἀκλουθήσει,
μὴν τοὺς κλαῖς, ὁ καημός σου ὅσος καὶ νἆναι.
Τέτοιαν ὥρα οἱ ψυχὲς διψοῦν καὶ πᾶνε
στῆς λησμονιᾶς τὴν κρουσταλλένια βρύση·
μὰ βοῦρκος τὸ νεράκι θὰ μαυρίσει,
ἂ στάξει γι᾿ αὐτὲς δάκρυ ὅθε ἀγαπᾶνε.
Κι ἂν πιοῦν θολὸ νερὸ ξαναθυμοῦνται.
Διαβαίνοντας λιβάδια ἀπὸ ἀσφοδύλι,
πόνους παλιούς, ποὺ μέσα τους κοιμοῦνται.
Ἂ δὲ μπορεῖς παρὰ νὰ κλαῖς τὸ δείλι,
τοὺς ζωντανοὺς τὰ μάτια σου ἂς θρηνήσουν:
Θέλουν μὰ δὲ βολεῖ νὰ λησμονήσουν.
Στό Μουσεῖο Μνήμης ἔρχεται ἡ παρηγορία. Γιατί οἱ νεκροί εἶναι γαλήνιοι καί εὐτυχεῖς, ἥσυχοι πλέον ἀπό τά βάσανα τῆς ζωῆς.
Μόλις στίς τελευταῖες τρεῖς σελίδες τοῦ βιβλίου ἀποκαλύπτεται ὅλο τό φιλοσοφικό βάρος τοῦ βιβλίου: Στήν ἀποθήκη τοῦ Μουσείου Μνήμης οἱ δύο περιπλανώμενες καί σταδιακά ἀλληλο περιεχόμενες ἡρωΐδες, δημιουργός καί δημιούργημα, προσεγγίζουν τήν μεγάλη ἀλήθεια: Τήν ζωή ὁρίζουν δύο μορφές: ἡ κατ’ ἐξοχήν δημιουργός Μεγάλη Μητέρα, ἡ Magna Mater τῆς Μεσογείου, ἡ Παναγία τῆς Χριστιανοσύνης, ἡ Δήμητρα τῶν Ἐλευσινίων, ἡ Ἴσις, ἡ Μεγάλη Θεά τῶν Ὄφεων, ἡ Ποτνία, καί ὁ Θάνατος. Ἡ Φερέοικη καί κατ’ ἐπέκτασιν ἡ δημιουργός της πονοῦν ἀφόρητα γιά τήν ἀπώλεια τῆς μητρός, διότι δέν φαίνεται ἀπό τό κείμενο νά βρέθηκαν ποτέ στήν θέση τῆς Μητέρας οἱ ἴδιες. Παρέμειναν στήν φάση τῆς Κόρης. Δέν εἰσῆλθαν στήν ἀλληλουχία τῶν γενεῶν, δέν ἀκολούθησαν τόν βιολογικό νόμο, καί συνεπῶς ὁ πόνος τῆς ἀπωλείας δέν εἶχε ἀναισθητικό.
Ἡ προσπάθεια πληρώσεως τοῦ κενοῦ τῆς σελίδας καί ἡ βαθειά ἀνάγκη νά ἐξωτερικεύση τόν πόνο ἀπό τήν ἀπώλεια τῆς μητέρας της, ὡδήγησαν τήν ἀγαπητή μας Ἑλένη Λαδιᾶ νά μᾶς προσφέρη ἕνα μικρό ἀριστούργημα λόγου καί βαθυτάτης ἐσωτερικῆς ἀναζητήσεως, μέ ἀποήχους τῆς ἐξαιρετικῆς καλλιεργείας καί ἑλληνομαθείας της. Εἶναι μία ἱστορία γιά τήν ζωή καί τόν θάνατο, τήν ἀπώλεια, τόν ἔρωτα, πεπληρωμένο καί ἀνεκπλήρωτο, τήν ἀγάπη, τίς μεγάλες ἀποφάσεις καί τίς ἀπογοητεύσεις τῆς ζωῆς. Εἶναι ἕνα μυθιστόρημα πού τολμᾶ νά ἐρωτήση ἄν ὑπάρχη μετά θάνατον ζωή καί ἄν ὑπάρχη ἀνάστασις νεκρῶν. Ἡ στιβαρή δομή τῆς συγγραφέως ὡς φιλολόγου καί θεολόγου τῆς ἐπιτρέπουν τά ἐρωτήματα. Ὁ δικός της συναισθηματικός κόσμος τῆς ἐπιτρέπει τίς δικές της ἀπαντήσεις.
Τό βιβλίο δέν εἶναι εὔκολο. Διαβάζεται ὅμως ἀπνευστί, παρασύρει τόν ἀναγνώστη στόν ἀγῶνα δημιουργοῦ καί δημιουργήματος, ὅπου τό ἐξαιρετικό ταλέντο τῆς συγγραφέως μᾶς πείθει πέρα ἀπό τήν λογική γιά ὅσα μᾶς ἀφηγεῖται μέ ἁπλότητα, ἀλλά πόσο περίπλοκη ἁπλότητα, μέ ἐξαίρετο στύλ, μέ τόσο «δουλεμένο» λόγο. Ὁ πόνος, ἡ ἀναζήτησις τοῦ «ἄπιαστου» καί τοῦ ἀρρήτου, ἡ γοητεία τῆς δημιουργίας, ὅλα μᾶς προσκαλοῦν καί μᾶς προκαλοῦν. Χρειάζεται ὅμως στιβαρούς ἀναγνῶστες.