Ἡ Θητεία (μυθιστόρημα) Ἑστία 1994, 1996
“Ὁ Γεράσιμος σιωποῦσε κοιτάζοντας τό ταβάνι. Τό πρόσωπό του ἦταν ψυχρό καί τά χείλη του σφιγμένα. Ἔκλεινε τά μάτια, τά ἄνοιγε, στράβωσε τό στόμα του καί εἶπε δείχνοντας μέ τό δάχτυλο:”Βλέπεις μιά ἀράχνη στήν ἄκρη τοῦ ταβανιοῦ; Μικρή εἶναι, τώρα ἀρχίζει τό σατανικό της ἔργο. Τώρα ἀρχίζουν ὅλα, Λάζαρε. Δέν καθαρίζουν τά ταβάνια, δέν μποροῦν νά δοῦν τήν ἀρχή της. Κανείς δέν βλέπει τήν ἀρχή, γιατί ἀδιαφορεῖ. Μόνον ἄν τύχει καί βρίσκεται σέ τέτοια θέση, ὅπως ἐγώ τώρα, πού νά μπορεῖς νά δεῖς. Βάζω στοίχημα πώς ἐγώ μόνον εἶδα αὐτήν τήν μικρή ἀράχνη πού ὑφαίνει. Ἐγώ, καί φυσικά ὁ φίλος μου ὁ διάβολος.”
Σέ δύο διαπλεκόμενα μυθιστορήματα, οἱ παράξενες περιπτώσεις ἀνθρώπων μέ βαριά ἀπό μνῆμες ὀνόματα· φοιτητές, Βορειοηπειρῶτες, ὁ πατήρ Χριστόφορος μέ τά πνευματικά του τέκνα καί πρωταγωνιστικά τοπία ἡ Σάμος, ἡ Κεφαλλονιά, ἡ Κύπρος, οἱ ἀρχαιολογικοί περίπατοι τῆς Ἀττικῆς. Στό τελευταῖο μυθιστόρημα τῆς Ἑλένης Λαδιᾶ συναντοῦμε μιά πλειάδα διαφορετικῶν ἀνθρώπων πού ἀναζητοῦν τήν συμμετοχή τους στήν ζωή, σήμερα, στήν Ἀθήνα. Ἡ συγγραφέας πού γνωρίζει καλά τό παιχνίδι τῶν ἰδεολογικῶν ἐπιστρώσεων, ἀποτυπώνει τήν σύγχρονη πραγματικότητα, ὅπως αὐτή ἀναδύεται γιά τό βλέμμα ἑνός ἀναγνώστη πού δέν ἀρκεῖται στό νά κοιτᾶ, ἀλλά ἐπιθυμεῖ νά βλέπει.