Ο ΠΟΤΑΜΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΑΣΣΑ, Ο ΝΕΙΛΟΣ ΚΙ ΟΙ ΚΥΚΛΑΔΕΣ
Ελένη Λαδιά
Σε είδα σ’ έναν πολυσύχναστο δρόμο του Καΐρου, το καταμεσήμερο. Ο ήλιος ζεμάταγε, ζέστη αφόρητη, θόρυβοι, αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν με την πρωτοβουλία των οδηγών, οι οποίοι παραγκώνιζαν τους αμήχανους τροχονόμους, κορναρίσματα, άνθρωποι συνωστίζονταν κι οι φωνές τους πνίγονταν από το βουητό, ενώ κατά μήκος της πόλης απλωνόταν ο Νείλος, ποτάμιος θεός, νωχελικός, μεγαλόπρεπος και πλατύς.
Τον παρατηρούσα μέσα από το αυτοκίνητο που πήγαινε σημειωτόν κι αισθανόμουν χελώνα φορτωμένη το όστρακό της, κοιτούσα και θαύμαζα τον ποταμό με φιλοσοφική απορία. Κυλούσε παραπλεύρως, μόνος και αυτάρκης, μακριά από το πολύβουο και παρδαλόχρωμο πλήθος, το αφημένο στην παντοδυναμία της μοίρας. Το νερό του δρόσιζε την όραση, αλλά δεν άγγιζε το σώμα, το καταϊδρωμένο από την πνιγηρή ζέστη. Σε κάποιο φανάρι του δρόμου το αυτοκίνητο καθυστέρησε αρκετά κι εγώ κοιτούσα μια το Νείλο και μια το πλήθος, ώσπου σε είδα. Πρώτα τρόμαξα και μετά κυριολεκτικά σχίστηκε η καρδιά μου. Καθόσουν, ή μάλλον κάποιοι σε απίθωσαν εκεί σαν παρατημένη, σπασμένη στάμνα, γιατί το σώμα σου ήταν λειψό, δεν υπήρχε από τη μέση και κάτω. Είδα μισό κορμί, το μελαχρινό πρόσωπο ενός μεσήλικα και δυο χέρια να υψώνονται στον ουρανό κι αμέσως να απλώνονται προς τους περαστικούς σε στάση επαιτείας. Φώναζες ή παρακαλούσες στην ακαταλαβίστικη για μένα γλώσσα σου.
Ο Νείλος πίσω σου κυλούσε αργά, αδιάφορος για την ύπαρξή σου. Ομολογώ πως δεν ήθελα να σε βλέπω, το θέαμα με γέμιζε τρόμο ή πόνο, όμως φοβάμαι πως ήταν το πρώτο. Ωστόσο σε κοιτούσα συνεχώς, μέχρι που το αυτοκίνητο έφυγε με το πράσινο φανάρι. Απομακρύνθηκα μεταφέροντάς σε στη μνήμη μου. Η εικόνα σου καρφώθηκε στο μυαλό μου, σκεφτόμουν πως, μολονότι είχες μείνει μισός, θα είχες τους καημούς και τις επιθυμίες όλων των ανθρώπων, απαράλλακτα τις ίδιες κι ίσως πιο έντονες. Ποιος σε απίθωσε εκεί, καταμεσής του πολυσύχναστου και βρώμικου δρόμου, πεταμένου σαν σκουπίδι, πώς θα έφευγες αν σε έκαιγε ο ήλιος, αν σ’ έπιανε κάποια βιολογική σου ανάγκη; Όχι, δεν έκανα τις γνωστές σκέψεις, γιατί να βρει το δυστύχημα εσένα, γιατί δεν έχεις μια περίθαλψη στην τρομερή σου κατάντια, γιατί αυτή η ατράνταχτη απόδειξη του κακού στον ομφαλό του δρόμου, γιατί, γιατί… ούτε επικαλέστηκα λύσεις φιλοσοφικές ή εξηγήσεις θρησκευμάτων. Η αλήθεια δε χωρούσε σοφιστείες. Ήσουν εκεί, έρμαιο των φυσικών στοιχείων, ανάπηρος, απολειφάδι ανθρώπου, με πρόσωπο σκουρόχρωμο, μάτια βαθιά και μουστάκι. Ναι, είχες και μουστάκι. Ένα ερώτημα όμως με ταλανίζει: γιατί πρώτα φοβήθηκα; γιατί ήθελα να κλείσω τα μάτια στο θέαμά σου, άσχετα αν δεν τον έκανα;
Ο Νείλος, πολύχρονος και σοφός, αδιαφορούσε προνοώντας για τα πάντα. Τρέφει κι εσένα για να στέκεις, στάμνα αφημένη, και να ζητιανεύεις.
Σε έσερνα στη μνήμη μου, στις συζητήσεις με τους ανθρώπους, μόνη στο δωμάτιο του ξενοδοχείου, στη Σακάρα με τους μασταμπάδες, ήσουν κοντά μου όταν στεκόμουν μικρή κι ασήμαντη μπροστά στη Σφίγγα. Ήρθες μαζί μου στην ελληνοαιγυπτιακή συντροφιά, και σ’ αναζήτησα στο ίδιο μέρος τα μεσάνυχτα, όταν το Κάιρο ήταν άδειο, απλόχωρο, ξεδιπλωμένο στη φωτισμένη του αρχοντιά, κι ο Νείλος στο πλάι του σκοτεινός, υδάτινη νύχτα, αλλά δε σε βρήκα, θα σε είχαν πάρει από εκεί για να σε ξαναπάνε την επόμενη ημέρα, σήμα και πρόκληση για τα αισθήματα και την ελεημοσύνη.
Σιγά – σιγά δε φοβόμουν το θέαμα, η μνήμη μου συνήθισε. Ο τρόμος υποχωρούσε μπροστά στον πόνο που άνοιγε τα μονοπάτια της αναγνώρισης. Ήσουν ο πατέρας μου, λειψός σαν να ήταν το μισό σου κορμί χωμένο στη γη, υπέφερες και ήσουν το αίμα μου, φορτωμένος με μια αναπηρία που επαναλαμβανόταν σαν «ζωνταυγή», πληγή ανοιχτή για εκατομμύρια χρόνια.
Μας σφιχτόδενε η συγγένεια αλλά γιατί, Πατέρα, φοβήθηκα την κατάντια σου, έλεγα και ξανάλεγα μέσα στη νύχτα, δάκρυζα, κι ο ποταμός δίπλα μου δεν απαντούσε. Σε γύρευα στο Κάιρο νύχτα και μέρα, γιατί ήσουν ο αδελφός μου, γεννημένος από την ίδια μ’ εμένα κοιλιά. Αδερφέ μου, ρωτούσα και η απορία επέστρεφε, ποια μοίρα σε άφησε σε μια ζωή που δίνεται μονάχα μια φορά; Όχι δε σε λησμόνησα, κι ούτε πρόκειται αυτό να συμβεί. Έφυγα από τη χώρα του ποταμού βαθιά λαβωμένη, γιατί σε είδα πεταμένο, σαν άχρηστη στάμνα, καταμεσής του πολυσύχναστου δρόμου.
Βρέθηκα στις Κυκλάδες, πουλιά κατάλευκα που ράμφιζαν το πυκνό γαλάζιο. Η λευκότητα της ατμόσφαιρας θάμπωνε την όραση, αλλά όχι τη μνήμη. Το θέαμα με κύκλωνε, αναδυόταν η λειψή σου φιγούρα, καθρεφτιζόταν στη γαλάζια υδάτινη ομορφιά, φαίνονταν όλοι οι αρμοί σου στην καθαριότητα, αδερφέ μου.
Στο πλοιάριο για τη Δήλο, τη στιγμή που ταρακουνηθήκαμε από τη μικροφουρτούνα, μια κοπέλα βούλιαξε στην αγκαλιά του αγαπημένου της. Τότε σε ξαναείδα παρατημένο στο έδαφος, αδύναμο ακόμη και να συρθείς σαν ερπετό. Ήσουν καταδικασμένος να στέκεις ακίνητος και μονάχα να κουνάς τα χέρια. Χέρια που αιφνιδίως έγιναν μεγάλες φτερούγες, γύψινες, όμως, αφού δεν μπορούσαν να αυτονομηθούν από το άρρωστο κορμί. Ναι, ήμουν σίγουρη ότι σε αναγνώρισα. Ήσουν ο αγαπημένος μου, παλικάρι κάποτε με υγεία, κολυμπούσες και, όπως αναδυόσουν από τη θάλασσα, μελαψός και στιλπνός σαν χάλκινο άγαλμα, εγώ σε χειροκροτούσα από την ακτή. Ύστερα φαγώθηκε το μισό σου κορμί, παρέμειναν όμως τα ίδια μάτια και το μουστάκι. Δε θα σε ξεχάσω, όσες μεταμορφώσεις κι αν υποστείς, ακόμη κι αν εξαφανιστείς από το πρόσωπο της Γης και μπεις βαθιά στα σπλάχνα της.
Η θάλασσα γύρω μου απέραντη, λευκά τα κύματά της και κατάλευκες οι Κυκλάδες, στη μέση του χορού η ιερή Δήλος, περπατούσα στα αρχαία ερείπια, με φυσούσε αύρα θαλασσινή και θυμόμουν το ερειπωμένο σου σώμα.
Στο φως του νησιού, που στο αρχαίο του παρελθόν έγινε χρυσαφένιο, η μορφή σου γιγαντώθηκε, δέσποζε του Νείλου και των Κυκλάδων. Κι όμως ο ποταμός μένει βουβός στο μαρτύριό σου, αλλά σε τρέφει, σε ποτίζει, σε καθαίρει και σε ζωογονεί, όπως και η θάλασσα, παιδί μου.
Δε σε ξαναβρήκα, αγόρι μου, ούτε στον ποταμό ούτε στη θάλασσα, δε σε ξαναείδα κι ας έγινες γίγαντας, θρεμμένος εκατομμύρια χρόνια με πόνο και αναπηρία. Τώρα δε φοβάμαι τον τρόμο μου, το ήξερα πως δεν τρομάζει ο θάνατος. Τρομάζει ο τρόπος του θανάτου και τρόμος είναι ο τρόπος του θανάτου, γιε μου.
Παίρνω τη φιγούρα σου από το πεζοδρόμιο του Καΐρου, ένα κεφάλι μεσήλικα, μαύρα βαθιά μάτια και μουστάκι, κι εκείνα τα χέρια σου, αχ, πώς σηκώνονταν στον ουρανό και πώς απλώνονταν στους περαστικούς, φτωχέ μου επαίτη, άρρωστο τέκνο της γης και τους αστέρινου ουρανού*.
Σου μιλώ και σε μεταφέρω στη μνήμη μου, πάντα μαζί μου είσαι από εκείνο το ζεστό αιγυπτιακό μεσημέρι. Το παρελθόν, παρόν και μέλλον μου γέμισαν από σένα, ήμουν αμέριμνη προτού σε δω, όχι δε φανταζόμουν πως θα υπήρχες έτσι, με μισό σώμα, ακουμπισμένο στο βρώμικο έδαφος και γύρω σου φωνές, θόρυβοι και ζέστη αφόρητη. Ζούσες όμως, αγωνιούσες και ήλπιζες. Άπλωνες τα χέρια για να τραφείς.
Φοβάται το θάνατο, γλυκέ μου φίλε, φοβόμαστε όλοι και πολλαπλασιαζόμαστε, φιγούρες χωρίς πόδια και χέρια, χωρίς λαλιά και ακοή, και παρακεί τα ποτάμια κι οι θάλασσες, υδάτινες αγκαλιές, υδάτινες ζωές και νερό, άφθονο νερό για την έρημο. Θα ήθελα να σε ξαναβρώ, να σε ρωτήσω, ίσως σοφός και ανάπηρος να ξέρεις: είναι αλήθεια πως οι ποταμοί κι οι θάλασσες έγιναν από τα δάκρυα των ανθρώπων;
* Πρόκειται για τον ορφικό στίχο «Γης παις ειμί και Ουρανού αστερεύοντος».
THE RIVER AND THE SEA – THE NILE AND THE CYCLADES
By Eleni Ladia
Rendered by Vassilis C. Militsis
I saw you in a busy street of Cairo at high noon. The scorching sun was beating down, the heat was unbearable, and the noise was ear-splitting in a chaotic traffic at the whims of the drivers, who ignored the perplexed traffic policemen. There was a din of honking; people were crowding around and their voices were being drowned by the rumble while through the city the Nile, the River God, flowed languid, magnificent and wide.
I was watching it from inside the car that was dragging in the jam and I felt like a tortoise carrying my shell. I was watching and admiring the river in philosophical wonder. It flowed alongside, alone and self-contained, far from the bustling and tawdry crowd which was left at the omnipotence of fate. Its waters cooled my vision but did not touch my body, all sweaty by the sultry heat. At a red traffic light, the car was delayed quite a lot, and I was looking both at the Nile and the crowd alternatively when I spotted you. At first I was horrified and then my heart was ripped open. You were sitting down, or rather you had been laid down by some people like a broken crock; your body was not whole – the lower part was missing. I saw an upper half, the brown face of a middle-aged man and his two arms lifted to the sky and then reaching out to the passers-by in a stance of begging. You were crying and imploring in your language, incomprehensible to me.
The Nile behind you flowed slowly, indifferent to your existence. I admit I could not stand seeing you; the scene filled me with horror or pain, and yet I am afraid it was the former. However, I could not take my eyes from you until the car moved on at the green light. I drew away impressing you in my memory. Your picture was fixed in my mind. I kept thinking that despite the fact that you ended up being a relic of a man, you felt sufferings and longings like all people, for all the world the same and perhaps more intense. Who had placed you there, in the midst of the busy and dirty street, discarded like rubbish? How could you move when the sun burned you or you had to satisfy a biological need? No, I did not have the usual thoughts such as: why should you have had the accident? Why did you not have the necessary health care in your dire straits? Why should this startling evidence of evil cast you in the middle of the street? Why, why, why? I did not resort to philosophical or religious explanations. Truth brooked no sophistries. You just stood there, fallen prey to the elements of nature, cripple, a human stump, with a dusky countenance, sunken eyes and a moustache. Yes, you had a moustache. However, I am tormented by a question: why should I be terrified at first? Why did I want to shut my eyes at you, though I did not?
The Nile, age-long and wise, was indifferent and provided for everything. He nurtures you, too, in order to be alive – a discarded vessel – and beg.
You haunted my memory, in my associations with people, alone in my hotel room, at the Sakkara mastabas you had been close to me when I, little and obscure, was standing in front of the Sphinx. You had been mentally with me in the Greek-Egyptian party, and I had looked you up at the same place at midnight, when Cairo is empty, spacious, deployed in her illumined nobleness, – and the Nile, flowing through her like a watery night, – but I did not find you; they must have removed you from that place in order to bring you back the next day – a sign and an instigation to pity and alms.
Gradually I stopped being dismayed by seeing your plight. The horror was receding before the pain that opened the paths of recognition. You were my father, broken as if the half of your body were buried in the ground; you were suffering being in my blood, stricken by a handicap that had been repeated like a living dawn, an open wound for millions of years.
We were tightly bound by kinship, but, Father, why should I have been terrified by your predicament? I said it repeatedly in the night and my eyes welled with tears, but the river nearby gave no response. I had been seeking you out in Cairo day and night, because you were my brother born out of the same womb as I was. My brother, I would ask myself and the question returned unanswered. Which fate placed you in a life which is granted only once? No, I did not forget you and I will never do. I left the country of the river, deeply wounded as I had seen you tossed, like a useless jug, in the midst of the crowded street.
And then I was in the Cyclades – white birds were pecking at the dense blue. The whiteness of the atmosphere blinded the vision, but not the memory. The dire spectacle surrounded me; your stunted figure mirrored upon the blue, watery beauty and all your joints could be seen in the ambient cleanness.
On the boat to Delos, at a sudden jolt of the ship on the choppy sea, a girl stumbled into the arms of her lover. And then I saw you again forsaken upon the ground, still unable to even creep like a reptile. You were doomed to stay still and able to move only your arms. And all of a sudden your arms changed into wings, made of plaster, however, since they could not be separated from your sick body. Indeed, I was certain that I recognized you. You were my dear one, a stalwart young man, throbbing with health; you swam and as you emerged from the waters, brown and shiny like a bronze statue, and I was applauding you from the shore. Then half your body was eaten away, and only the same eyes and moustache remained. I will never forget you whatever transformations you may be subjected to, even when you disappear from the face of the Earth and enter deep into her bowels.
The sea around me was spacious with its frothy waves and its pure white Cyclades; and in the middle of the chorus stood Holy Delos. I was walking among the ancient ruins, the sea breeze caressing me, but I was recalling your derelict body.
In the light of the island, which in its age long past was golden, your figure towered over and dominated both the Nile and the Cyclades. And yet the river remains mute to your misery, though it nourishes, waters, cleanses and vivifies you as the sea does, my child.
I have not found you again, my boy; neither have I found the river nor the sea, although you became a giant, fed on pain and disability for millions of years. Now I am not afraid of my terror – I knew death does not terrify you. It is the manner of death that is terrifying, and terror is the manner of death.
I am removing your picture from the Cairo sidewalk: a middle-aged head, sunken eyes and moustache. And those arms of yours, ah, how you were raising them to the sky, and you were extending them to the passers-by, my poor beggar, sick child of the earth and the starry sky.*
I am talking to you carrying you in my memory. You have always been with me since that hot noon in Egypt. The past, the present and my future filled me with your presence. I had been carefree before I saw you. No, I could not imagine that you existed in that way – with a half body, laid down on the filthy street amidst the hustle and bustle and the unbearable heat. But you lived, you were in agony and yet you hoped. You were holding out your arm to be fed.
You are afraid of death, my sweet friend; we are all afraid and multiply, figures without legs and arms, mute and deaf, and way off there are the rivers and the seas – watery bosoms, watery lives and plenty of water for the desert. I would like to find you again and ask you, you might know being wise and cripple: is it true that the rivers and the seas have sprung from the tears of people?
*
Orpheus In The Underworld. Vol II.